Παζάρι για όλα
Σε πολιτική διαπραγμάτευση με την Άγκυρα προχωρά η κυβέρνηση
–Στο τραπέζι όλες οι διεκδικήσεις της Τουρκίας
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Λάθος ρότα χαράσσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα ελληνοτουρκικά, καθώς η σπουδή να επιδειχθεί πρόοδος, ώστε να μη χαθεί το… μομέντουμ, εμφανίζει την Ελλάδα επισπεύδουσα για άνευ όρων διάλογο, ο οποίος υπονομεύει την ελληνική διαπραγματευτική θέση και θέτει υπό αμφισβήτηση το διπλωματικό κεφάλαιο που είχε κερδίσει η χώρα μας το προηγούμενο διάστημα, βρίσκοντας σημαντική ανταπόκριση από Ευρώπη και Αμερική στις καταγγελίες της για τον κίνδυνο του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Έτσι, Αθήνα και Άγκυρα ετοιμάζονται να εμπλακούν σε έναν εφ’ όλης της ύλης και σε υψηλό πολιτικό επίπεδο διάλογο, χωρίς να έχει τεθεί συγκεκριμένο πλαίσιο και χωρίς να έχει αποκλειστεί η έγερση και άλλων θεμάτων, πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Ουσιαστικά, με τη Συμφωνία του Βίλνιους για ανάθεση σε πολιτικό επίπεδο, και μάλιστα υπουργών Εξωτερικών, του διαλόγου για το «σημαντικότερο εκ των γεωπολιτικών προβλημάτων», την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ικανοποιείται η πάγια και διαχρονική απαίτηση της Τουρκίας για «πολιτική διαπραγμάτευση των προβλημάτων», με μοναδικό πρόσχημα να προβάλλεται ότι εάν οι συνομιλίες αυτές δεν καταλήξουν, θα εξετασθεί και η παραπομπή της διαφοράς στη Χάγη.
Η Ελλάδα αποδέχθηκε την έναρξη της πολιτικής διαπραγμάτευσης με την Τουρκία χωρίς να έχει εξασφαλίσει τα στοιχειώδη, δηλαδή, την άρση του casus belli και την απόσυρση της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών». Διότι, με τα δύο αυτά ζητήματα ανοιχτά στο τραπέζι, είναι προφανές ότι ο πολιτικός διάλογος δεν θα μείνει μόνο στο ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, αλλά θα απλωθεί και στο θέμα των ελληνικών χωρικών υδάτων, καθώς και στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου.
Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει να μπει σε μια διαπραγμάτευση στην οποία η Άγκυρα θα διατηρεί στο τραπέζι «γεμάτο το πιστόλι» της απειλής πολέμου εναντίον της χώρας μας και της ευθείας αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας, όπου προφανώς θα επιδιώξει ανταλλάγματα εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Είτε αυτό θα αφορά το να έχει λόγο και να δώσει η ίδια την έγκριση της για την περιορισμένη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων είτε την εξαίρεση βραχονησίδων από τη χάραξη της υφαλοκρηπίδας.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση αυτοεγκλωβίζεται σε μια διαδικασία όπου ναι μεν δύσκολα θα αποδεχθεί στην πολιτική διαπραγμάτευση αυτές τις τουρκικές αξιώσεις, όμως, αφού αυτές μπαίνουν στο τραπέζι, πολύ πιο δύσκολα θα μπορέσει να αποφύγει την καταγραφή των ζητημάτων αυτών σε ένα συνυποσχετικό για την παραπομπή της διαφοράς στη Χάγη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με διάφορους νεολογισμούς, επιχείρησε να θολώσει την εικόνα μιλώντας για γεωπολιτικές διαφορές, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, χωρίς όμως ποτέ να εξηγήσει ποιες άλλες είναι οι «γεωπολιτικές διαφορές» μεταξύ των δύο χωρών. Και αυτή η διατύπωση αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για ερμηνείες αλλά και για διαπραγματευτική διολίσθηση, καθώς θα μπορούσε η διαπραγμάτευση να επεκταθεί και στον γεωπολιτικό χαρακτήρα διαφορών όπως η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων αλλά και το απροσδιόριστο, κατά την Τουρκία, καθεστώς νησιών και βραχονησίδων, όπως επίσης και το καθεστώς περί δήθεν αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών.
Η δήλωση μάλιστα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη (στον ΣΚΑΪ), σύμφωνα με την οποία σε μια συμφωνία θα υπάρχει συμβιβασμός, που συνεπάγεται υποχωρήσεις από τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, ήταν απολύτως λανθασμένη και προβληματική, καθώς σωστά ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια προετοιμασίας της κοινής γνώμης για ουσιαστικές παραχωρήσεις προς την Τουρκία. Και αν αυτό αφορούσε κάποια απλή μετακίνηση της μέσης γραμμής σε ορισμένες περιοχές, ίσως θα ήταν κατανοητό, λόγω και της νομολογίας που έχει δημιουργήσει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Όμως, όταν με το «καλημέρα» της διαπραγμάτευσης γίνεται δήλωση σε ανώτατο επίπεδο για υποχωρήσεις, είναι προφανές ότι αδυνατίζει η διαπραγματευτική θέση της χώρας και δημιουργείται η αίσθηση στην κοινή γνώμη ότι η χώρα οδηγείται σε ένα στημένο παιχνίδι, στο οποίο, αν χρειαστεί, θα παρέμβει στη διαδικασία και η Χάγη, ώστε να προσδώσει εγκυρότητα και νομιμότητα σε μια προσυμφωνημένη υποχώρηση εκ μέρους της Ελλάδας. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα και η Τουρκία δεν θα κερδίσουν το 100% των επιδιώξεών τους, όμως είναι εντελώς διαφορετικό αυτό να προαναγγέλλεται ως διαπραγματευτική γραμμή από το ένα μέρος, ενώ από την άλλη πλευρά κυριαρχεί ο μαξιμαλισμός.
Επίσης, δεν είναι καθόλου σαφές σήμερα ότι ακόμη και αυτές οι μικρές υποχωρήσεις θα μπορούσαν να ανταμειφθούν σε μια διαρκή και μόνιμη ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών.
Συγχρόνως, η κυβέρνηση έχει ένα μεγάλο και κρίσιμο δίλημμα μπροστά της. Η διαδικασία διαλόγου που ξεκινά με την Τουρκία δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο «ξέπλυμα» του τουρκικού αναθεωρητισμού σε ΕΕ και ΗΠΑ.
Οι Ευρωπαίοι, που υποχρεωτικά αποδέχονται να επαναλαμβάνονται στα ευρωπαϊκά κείμενα οι αναφορές για την επιθετικότητα της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο και η υποχρέωσή της για επίλυση του Κυπριακού και διακοπή των απειλών εναντίον κρατών-μελών, είναι έτοιμοι, με αφορμή την επαναπροσέγγιση Μητσοτάκη – Ερντογάν, να εξουδετερώσουν πλήρως το ευρωπαϊκό χαρτί που έχουν απέναντι στην Τουρκία η Αθήνα και η Λευκωσία.
Με πρόσχημα τον διάλογο, θα υπάρξουν πιέσεις για χαλάρωση της στάσης της ΕΕ έναντι της Τουρκίας και εκεί θα δοκιμαστεί η αντοχή αλλά και η αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης. Κάθε έκπτωση στις ελάχιστες και στοιχειώδεις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο θα είναι καταστροφική, καθώς θα δώσει την ευκαιρία στους κάθε λογής καλοθελητές στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να απαιτήσουν την πλήρη αναβάθμιση των ευρωτουρκικών, που εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι, όμως, θα χαθεί το μοναδικό χαρτί με το οποίο μπορεί να πιεστεί η Τουρκία…
Συγχρόνως, και με τις ΗΠΑ απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί, καθώς ήδη στην Ουάσινγκτον χρησιμοποιείται ως επιχείρημα η επαναπροσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας για να προωθηθούν οι τουρκικές θέσεις και να αποσυνδεθούν κάποια θέματα, όπως είναι η πώληση των F-16, από την απαίτηση να εγκαταλείψει η Τουρκία την επιθετική πολιτική της εναντίον των γειτονικών χωρών, ακόμη και μελών της Συμμαχίας και της ΕΕ.
Η κυβέρνηση, προφανώς, έχει υποχρέωση να ζητήσει τρόπους διακοπής της έντασης και ομαλοποίησης των σχέσεων με την Τουρκία, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το άλλοθι για κινήσεις που θα οδηγήσουν στη νομιμοποίηση και τη μονιμοποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: naftemporiki.gr