Η φοβική και υποχωρητική πολιτική υπονομεύει τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας

Η φοβική και υποχωρητική πολιτική υπονομεύει τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Οι προβληματικές σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ ιδιαίτερα από το 2016 και μετά και η σύγκλιση των στρατηγικών συμφερόντων της Ελλάδος και της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, όπως επίσης με άλλες χώρες της περιοχής και με τη Γαλλία, άνοιξαν μια προοπτική γεωπολιτικής αναβαθμίσεως της χώρας και κατοχυρώσεως της εθνικής της ασφάλειας και της επιρροής της από θέση ισχύος.

Επίκεντρο των περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών της είναι η ενέργεια στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και το κοινό αίσθημα ασφάλειας απέναντι στον απροκάλυπτο Τουρκικό επεκτατισμό και ηγεμονισμό. Η Ελληνική κυβέρνηση, αγόμενη από πολιτικές και πρακτικές του παρελθόντος, δεν έχει συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική είναι η προοπτική της γεωπολιτικής αναβαθμίσεως της χώρας και πόσο αναγκαίο είναι να αναπροσαρμόσει τις πολιτικές της στην προοπτική αυτή και να διαμορφώσει μια ουσιαστική εθνική στρατηγική.

Αυτό φαίνεται, πρώτ’ απ’ όλα, από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εάν είναι ορθή η διαπίστωση ότι η Άγκυρα επιδιώκει σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου μια τρισδιάστατη επεκτατική πολιτική, στο έδαφος, στη θάλασσα και στον αέρα, με στόχο την υφαρπαγή Ελληνικού εθνικού χώρου, τότε είναι λογικό η Ελληνική πλευρά να μην έχει ψευδαισθήσεις και αυταπάτες για τον χαρακτήρα της Τουρκικής απειλής και για το τι μπορεί να συζητήσει με την Τουρκική πλευρά.

Ασφαλώς, η Ελλάδα είναι και πρέπει να είναι έτοιμη να συζητήσει αυτά που είναι εξ αντικειμένου και χωρίς πρόβλημα προς συζήτηση, όπως, π.χ., η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ.

Η Τουρκία όμως απορρίπτει τη Σύμβαση του Montego Bay, που ενσαρκώνει σήμερα το Διεθνές Θαλάσσιο Δίκαιο, και ζητά πολιτικό διάλογο εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, επικαλούμενη την ύπαρξη δήθεν στο Αιγαίο «ειδικών συνθηκών». Τις ενστάσεις αυτές τις προέβαλε στη Διεθνή Διάσκεψη για το Θαλάσσιο Δίκαιο και απερρίφθησαν. Η Άγκυρα όμως επιμένει και προχώρησε ήδη από το 1995, εν αναμονή της κυβερνήσεως Σημίτη, στην έγκριση από τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση του λεγομένου casus belli, για να εμποδίσει την εφαρμογή από την Ελλάδα του νέου διεθνούς θαλάσσιου δικαίου και την επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 μίλια.

Η Ελλάδα αναβάλλει από τότε την επέκταση των χωρικών της υδάτων, επιφυλασσόμενη να ασκήσει αυτό το νόμιμο και μονομερές δικαίωμα όποτε κρίνει και θελήσει αυτή. Τυπικά δεν επηρεάζεται το δικαίωμα αυτό από την επ’ αόριστον αναβολή του. Ουσιαστικά όμως πλήττεται από την επ’ αόριστον μη άσκησή του, γιατί δημιουργείται η εντύπωση σε τρίτους ότι είναι πηγή προβλήματος και ότι πρέπει να συζητηθεί με την ενιστάμενη σ’ αυτό Τουρκία.

Η τελευταία εγείρει ενστάσεις για το σύνολο ουσιαστικά του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου και ειδικότερα για τα κεφάλαιά του, όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ, που δεν συμπορεύονται με τις Τουρκικές βλέψεις και αξιώσεις. Και στην περίπτωση αυτή δεν έμεινε στα λόγια. Προχώρησε σε αμφισβητήσεις και σε απόπειρες δημιουργίας ντε φάκτο καταστάσεων, με αποκορύφωμα τη διακήρυξη της Γαλάζιας Πατρίδας και το Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο.

Με απλά λόγια, η Άγκυρα, εκμεταλλευόμενη την απάθεια και την αδράνεια της Ελλάδος, η οποία επί δεκαετίες δεν προχώρησε στην εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου που την ευνοούν, πήρε αυτή την πρωτοβουλία και διεκήρυξε τη «Γαλάζια Πατρίδα», που ισοδυναμεί με απόπειρα υφαρπαγής του μεγαλύτερου μέρους της Ελληνικής ΑΟΖ.

Η Ελλάδα έπρεπε κανονικά να αντιδράσει στην πρόκληση της «Γαλάζιας Πατρίδας» με την άμεση επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων και την ανακήρυξη της Ελληνικής ΑΟΖ. Γιατί η Ελλάδα δεν κάνει σημαία της τον χάρτη της Σεβίλλης, εναντίον του οποίου ωρύεται, φυσικά, η Άγκυρα; Το Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, σε συνεργασία με την ΕΕ, κατήρτισε και εξέδωσε τον χάρτη αυτόν στον οποίο αποτυπώνονται τα όρια της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ, με βάση τη Σύμβαση του Διεθνούς Θαλάσσιου Δικαίου του Montego Bay.

Η Ελλάδα και στην περίπτωση αυτή έμεινε άβουλη, φοβική και παθητική. Επανέρχεται συνεχώς σε νέους γύρους διερευνητικών, υποτίθεται, συνομιλιών με την Άγκυρα, ενώ η τελευταία παραμένει αμετακίνητη στη θέση της για πολιτικό διάλογο, εκτός του πλαισίου του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου, και προσθέτει συνεχώς και νέες «διαφορές» και αξιώσεις προς συζήτηση: «γκρίζες ζώνες», αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, μετονομασία σε Τουρκική της Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.

Ο Ερντογάν κάνει, πάλι, σήμερα μια τακτική στροφή προς τη Δύση για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η Τουρκία: στον οικονομικό τομέα και στον τομέα της αεροπορικής ισορροπίας. Θέλει χρήματα, αγορές για τις εξαγωγές της και τα αεροσκάφη F-16 για να στηρίξει την αεροπορική της ισχύ.

Η Ελλάδα σπεύδει να βοηθήσει, προαναγγέλλοντας και υποχωρήσεις, για να κάνει θελκτική για την Άγκυρα την προσέλευση στις συνομιλίες και για να δείξει διαλλακτικό πρόσωπο προς τους συμμάχους, ΗΠΑ ιδιαιτέρως και Γερμανία.

Ο Ερντογάν δεν εγκατέλειψε, ούτε προτίθεται να εγκαταλείψει οτιδήποτε από τη μεγαλεπήβολη και ηγεμονική πολιτική του. Πολύ περισσότερο από τις διεκδικήσεις και τις αξιώσεις του έναντι της Ελλάδος. Πιστεύει, αντιθέτως, ότι με την τακτική αυτή στροφή και το ήπιο κλίμα έναντι της Ελλάδος θα μπορέσει ευκολότερα να παρακάμψει τις αντιρρήσεις της Ελλάδος και να πάρει αυτά που θέλει από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Την αναβάθμιση, δηλαδή, και επέκταση της τελωνειακής ενώσεως με την Ευρώπη, που σημαίνει αγορές και χρήματα, και ενδεχομένως και την ελεύθερη κυκλοφορία των Τούρκων υπηκόων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αυτά προς το συμφέρον της Ελλάδος; Ασφαλώς όχι, γιατί ήδη η υπάρχουσα τελωνειακή ένωση είναι ετεροβαρής για την Ελλάδα και ανταγωνίζεται αθέμιτα την Ελληνική παραγωγή. Η ενδεχόμενη άρση της βίζας για τους Τούρκους υπηκόους θα δημιουργούσε για την Ελλάδα ένα τεράστιο πρόβλημα εθνικής ασφάλειας.

Πώς θα πει όχι, όμως, η Ελλάδα, όταν, με διαδοχικές συναντήσεις κορυφής, δημιουργεί την εντύπωση εξομαλύνσεως στις σχέσεις των δύο χωρών; Τι θα πάρει επίσης η Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την ενδεχόμενη συναίνεσή της; Επίλυση οποιουδήποτε θέματος; Σιωπηρή έστω άρση Τουρκικών αξιώσεων; Αναθεώρηση των όρων της τελωνειακής ενώσεως, ώστε να υπάρχει πραγματική αμοιβαιότητα και να μην αποκλείεται απ’ αυτήν, παρανόμως με βάση το Ευρωπαϊκό δίκαιο, η Κυπριακή Δημοκρατία;

Η μαγική φόρμουλα για την Ελληνική πλευρά είναι η «Χάγη». Το Διεθνές, δηλαδή, Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία όμως δεν το έχει κρύψει ποτέ ότι θα αποδεχόταν τη Χάγη μόνο εάν συμφωνούνταν όλα προηγουμένως (προφανώς, με πολιτικό διάλογο) και περιλαμβάνονταν στο συνυποσχετικό. Η Χάγη θα χρησίμευε, δηλαδή, ως πολιτικός φερετζές για να συγκαλύψει τις υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς.

Υπάρχει όμως και άλλη, πολύ μεγάλη ανησυχία. Είναι η πλήρης εγκατάλειψη της Κύπρου και η σύμπραξη για την επιστροφή της Κύπρου στην ίδια ολέθρια διαδικασία, που την έφερε κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού, με την Τουρκία να διεκδικεί ως «λύση» την αναγνώριση δύο κρατών. Γι’ αυτό θα επανέλθουμε όμως αναλυτικά την επόμενη εβδομάδα.

Υπάρχει όμως και ένα άλλο καίριο θέμα και ερώτημα. Πού οδηγεί η πολιτική αυτή τις περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου; Είναι υπέρ της αξιοπιστίας της Ελλάδος ως στρατηγικού εταίρου και συμμάχου η εικόνα μιας υποχωρητικής και ενδοτικής Ελλάδος, σε βάρος ζωτικών εθνικών συμφερόντων της;


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ