Η κλίση προς τα Δυτικά του Ερντογάν στο Βίλνιους
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Ήταν αναμενόμενη η κλίση του Ερντογάν προς τα Δυτικά στο Βίλνιους για δύο βασικούς λόγους, που συνδέονται με τη σημερινή συγκυρία. Ο πρώτος είναι η αποδέσμευση των Αμερικανικών αεροσκαφών F-16, την οποίαν έχει απόλυτη ανάγκη η Άγκυρα.
Οι σκέψεις και οι απειλές για προμήθεια άλλου αεροσκάφους ήταν άσφαιρες, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η εγκατάλειψη από την Τουρκία του F-16, που αποτελεί τον κορμό της Τουρκικής Αεροπορίας, είναι πρακτικά ανέφικτη για μια, τουλάχιστον, δεκαπενταετία, πέραν των άλλων προβλημάτων, οικονομικών και γεωπολιτικών.
Η σκέψη επίσης ότι θα μπορούσε η Τουρκία να αναπτύξει, σε σύντομο χρόνο, το δικό της εθνικό αεροσκάφος 5ης γενιάς και να το συνδυάσει με μη επανδρωμένα αεροσκάφη αυξημένων δυνατοτήτων, στα οποία πρωτοπορεί, είναι μια καλή ιδέα, αλλά δεν μπορεί να επιτευχθεί πριν από πολλά χρόνια. Θα ήταν επίσης αντιπαραγωγικό να αφεθεί στην απαξίωση ο στόχος των F-16 και να παραμείνει η Άγκυρα εκτεθειμένη στην αναπόφευκτη, υπό τις συνθήκες αυτές, αεροπορική υπεροπλία της Ελλάδος.
Ο άλλος βασικός λόγος είναι η κατάσταση της Τουρκικής οικονομίας, η οποία δέχθηκε το πλήγμα των σεισμών αλλά και των θεληματοκρατικών αυτοσχεδιασμών του Ερντογάν, όπως η διατήρηση, πάση θυσία, χαμηλών επιτοκίων για να μην επηρεασθεί η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Η Άγκυρα κατόρθωσε να εξασφαλίσει σημαντικά ποσά από τις Αραβικές χώρες του Κόλπου και από άλλες πηγές. Τα απαιτούμενα όμως ποσά για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων περιοχών και την ανάταξη της Τουρκικής οικονομίας είναι τεράστια. Η ανάγκη επίσης της Ευρωπαϊκής αγοράς, στην οποία κατευθύνεται το 50% των Τουρκικών εξαγωγών, είναι καθοριστικής σημασίας. Το ίδιο σημαντική είναι η διασφάλιση των χρηματοδοτικών ροών και των δανείων που έχει ανάγκη η Τουρκία.
Για τους λόγους αυτούς, ο Ερντογάν θα έπρεπε να κάνει κλίση προς τα Δυτικά. Η κίνησή του αυτή δεν εξαντλείται μόνο στους δύο παραπάνω βασικούς λόγους. Έχει και νόημα γεωπολιτικό. Το άνοιγμα προς ανατολάς είναι δεδομένο και αναντίρρητο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η Άγκυρα θα υποτιμήσει ή θα αμελήσει το γεωπολιτικό της εκτόπισμα και τους γεωπολιτικούς της στόχους στη Δύση, όταν η Δύση έχει τόσο μεγάλη σημασία για την Τουρκία σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, διπλωματικό, γεωπολιτικό.
Η Άγκυρα, εφόσον μάλιστα συμμετέχει στο ΝΑΤΟ, επιδιώκει την αναβάθμιση της γεωπολιτικής σημασίας της και την εξαργύρωση ανταλλαγμάτων, κατά τη γνωστή τακτική της εκβιαστικής διαπραγματεύσεως και του Ανατολικού παζαριού, στο οποίο συστηματικά επιδίδεται. Είναι ενδεικτική η αξίωση που ήγειρε για τα Στενά του Βοσπόρου και τη μετονομασία τους σε «Τουρκικά Στενά».
Προφανώς, είναι η αρχή μιας προσπάθειας για την απαλλαγή της από τη Συνθήκη του Μοντραί του 1936 και τους όρους που επιβάλλει για την ελεγχόμενη και περιορισμένη κυρίως είσοδο στη Μαύρη Θάλασσα πολεμικών πλοίων χωρών που δεν έχουν ακτές στη Μαύρη Θάλασσα. Η στρατηγική σημασία μιας τέτοιας αλλαγής θα ήταν τεράστια. Θα επέτρεπε, π.χ., σε πλοία χωρών-μελών του ΝΑΤΟ να εισέρχονται ανεμπόδιστα στη Μαύρη Θάλασσα και να παραμένουν σ’ αυτήν, γεγονός που θα ανέτρεπε κάθε ισορροπία σε βάρος της Ρωσίας. Ασφαλώς, μια τέτοια ανατροπή του καθεστώτος της Συνθήκης του Μοντραί θα ήταν αιτία πολέμου για τη Ρωσία.
Ένα τέτοιο τόλμημα εκ μέρους της Τουρκίας θα μπορούσε γι’ αυτό να γίνει μόνο με Αμερικανική και Νατοϊκή κάλυψη και εγγύηση.
Βρισκόμαστε ακόμη μακριά από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, γιατί η Άγκυρα θέλει να επιτυγχάνει τους στόχους της, χωρίς να αναλαμβάνει μεγάλους κινδύνους, αλλά και γιατί οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο (ανεξέλεγκτη είσοδος και παραμονή στη Μαύρη Θάλασσα στόλων του ΝΑΤΟ) μπορεί να οδηγήσει σε γενίκευση του πολέμου με τη Ρωσία.
Στο πλαίσιο, πάντως, του ανοίγματος προς τη Δύση, η Άγκυρα έκανε συμβολικές αλλά και ουσιαστικές κινήσεις μεγαλύτερης προσεγγίσεως με την Ουκρανία. Παρεβίασε τη συμφωνία για την παραμονή στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι το τέλος του πολέμου, πέντε ουκρανών διοικητών, που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι στο Αζόφσταλ στη Μαριούπολη. Τους έδωσε στον Ζελένσκι να τους πάρει πίσω στην Ουκρανία. Συμφώνησε επίσης να πουλήσει στην Ουκρανία πυροβόλα Firtina των 155 mm και να κατασκευάσει σ’ αυτήν εργοστάσιο μη επανδρωμένων αεροσκαφών Μπαϊρακτάρ.
Πριν αναχωρήσει για το Βίλνιους, ο Τούρκος Πρόεδρος επανέφερε επίσης το αίτημα για ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από μια άποψη, η δήλωση αυτή δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Ερντογάν κάνει τέτοιου είδους δηλώσεις για να υπερακοντίσει στα αιτήματά του, αλλά και για να στείλει το μήνυμα στο εσωτερικό ότι εγώ θέτω το θέμα, αλλά η Ευρώπη δεν μας θέλει και δεν έχουμε, επομένως, άλλη επιλογή από την αυτόνομή μας πορεία. Από μια άλλη άποψη, μπορεί ο Τούρκος Πρόεδρος να δοκιμάζει την Αμερικανική θέληση, που επί των ημερών του Προέδρου Κλίντον ασκούσε ασφυκτικές πιέσεις στην Ευρώπη να δεχθεί στους κόλπους της και την Τουρκία.
Το δίδυμο τότε Γαλλίας – Γερμανίας αντιλαμβανόταν ότι ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας θα ήταν μια γεωπολιτική τορπίλη κατά της Ευρώπης και αντιστάθηκαν σθεναρά, όταν ακόμη και η Ελλάδα του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου υπερακόντιζαν υπέρ της Τουρκικής εντάξεως, γιατί ήταν δήθεν υπέρ των Ελληνικών συμφερόντων. Τα ελληνοτουρκικά προβλήματα θα μετατρέπονταν δήθεν σε ευρω-τουρκικά.
Η θλιβερή εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η Ευρώπη, ως γεωπολιτική Φιλιππινέζα των ΗΠΑ, ίσως να καλλιεργεί ελπίδες και στην Άγκυρα, στη βάση ότι η προβολή αυτού του αιτήματος μπορεί να εξαργυρωθεί με μεγαλύτερα, τουλάχιστον, ανταλλάγματα, υπό τη μορφή μιας πολύ «ειδικής σχέσεως».
Στην κορυφή της θλιβερής αυτής εικόνας της Ευρώπης βρίσκεται σήμερα η Σουηδία, μια χώρα που ήταν άλλοτε χώρα-πρότυπο στον τομέα των ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έφτασε στο σημείο να τροποποιήσει το σύνταγμά της και να αναγορεύσει τους Κούρδους καταδιωκόμενους, που βρήκαν καταφύγιο σ’ αυτήν, ως τρομοκράτες, που πρέπει να απελαύνονται ή ακόμη και να εκδίδονται στις Τουρκικές αρχές. Το ίδιο ισχύει για τους οπαδούς του Γκιουλέν.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, το ερώτημα τι θα γίνει με τα Ελληνοτουρκικά είναι, προφανώς, καίριο. Ένα πρώτο ολίσθημα εκ μέρους του πρωθυπουργού είναι η δήλωσή του στο Βίλνιους, με την οποία χαρακτήρισε την Ελληνοτουρκική διαφορά στην ΑΟΖ ως γεωπολιτική. Η δήλωση αυτή, αν δεν ήταν σκόπιμη, είναι πολύ ατυχής. Ασφαλώς, οι Τουρκικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος έχουν γεωπολιτική σημασία. Η διαφορά όμως, όπως και η διαπραγμάτευση μεταξύ κρατών προσδιορίζεται νομικά, με βάρος τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου.
Η Τουρκική πλευρά θέλει πολιτική διαπραγμάτευση γιατί δεν αποδέχεται το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, που είναι ευνοϊκό για την Ελλάδα. Το να ονομάζουμε γεωπολιτική τη διαφορά είναι ένας άλλος τρόπος να αναφερόμαστε σε «πολιτική» διαφορά, όπως θέλει η Άγκυρα.
Η Ελλάδα δεν πρέπει, υπό την επίφαση μιας νηνεμίας στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, να συναινέσει είτε σε ανταλλάγματα σε βάρος της υπέρ της Τουρκίας είτε σε διολισθήσεις στις θέσεις της για τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.