Η επικοινωνιακή πολιτική έχει κοντά ποδάρια – Του Ν. Στραβελάκη

–Σκέψεις με αφορμή τις παλινωδίες για την κατάργηση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση διά στόματος του αρμόδιου υπουργού κ. Μηταράκη κατήργησε τη «Φοιτητική Αστυνομία». Στην ανακοίνωσή του ο κ. Μηταράκης τόνισε ότι η απόφαση αυτή ελήφθη κατόπιν εντολής του κ. Μητσοτάκη.

Στη συνέχεια, μάλιστα, προχώρησε σε μια γραφική ανακοίνωση για τη σύσταση Έφιππης Αστυνομίας προκειμένου να φωτογραφίζονται οι τουρίστες στο κέντρο της Αθήνας. Δεν μπορούμε, φυσικά, να γνωρίζουμε αν ισχύουν αυτά που λέει ο κ. Μηταράκης και η κ. Μπακογιάννη ή αν έχει δίκιο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Μαρινάκης, ο οποίος την Πέμπτη τόνισε ότι δεν καταργείται η Πανεπιστημιακή Αστυνομία. Η κυβέρνηση, πάντως, φαίνεται να προσπαθεί να πάρει αποστάσεις από την πολιτική τού «νόμος και τάξη» που προσπάθησε να εφαρμόσει όλο το προηγούμενο διάστημα.

Δεν ξέρω αν ο κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να μας «πάρει με το καλό» εν όψει ακρίβειας και λιτότητας στην οικονομία αλλά και εξελίξεων στο Αιγαίο και στην Κύπρο ή αν κατάλαβε ότι το φλερτ με τις ακροδεξιές πολιτικές ενισχύει τα ακροδεξιά κόμματα αντί να ενσωματώνει τους ψηφοφόρους τους στη ΝΔ. Μπορεί, βέβαια, όλα αυτά να είναι ένα προπέτασμα καπνού και η κυβέρνηση να διολισθήσει σε αυταρχικές πολιτικές με την ίδια ευκολία που προσπαθεί να πάρει αποστάσεις από αυτές.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κυβέρνηση προσπαθεί να ρίξει γέφυρες στα απομεινάρια της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ – Πλεύση Ελευθερίας) ώστε να στηρίξει αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα, να πάρει συναινέσεις για επίσημα ή ανεπίσημα νέα Μνημόνια ή / και αποφάσεις για τις ΑΟΖ, την υφαλοκρηπίδα και το Κυπριακό. Στρατηγικά, επιδιώκει να βάλει τέλος στη «μεταπολίτευση» που στοιχειώνει για μισό αιώνα (του χρόνου είναι η επέτειος των 50 χρόνων) τον ελληνικό καπιταλισμό. Το κάνει, μάλιστα, σε μια περίοδο ιδιαίτερα ευνοϊκού εκλογικού συσχετισμού.

Βέβαια, το τέλος της μεταπολίτευσης έχει ανακοινωθεί καμιά δεκαριά φορές μέχρι τώρα, όμως δεν έχει προκύψει. Προσπάθησε να το φέρει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1989, μέσα από μια συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού, σε συνδυασμό με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής: την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Συνεχίσθηκε με τη γραμμή του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και την «ισχυρή Ελλάδα». Μάλιστα, τότε απέκτησε και ακαδημαϊκή διάσταση με την αναγόρευση από τον Νικηφόρο Διαμαντούρο του σχήματος «λαϊκισμός – αντικλασικισμός» ως της βασικής διαιρετικής πολιτικής τομής της ελληνικής κοινωνίας. Ακόμη και η πολιτική του «μεσαίου χώρου» των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή στρατηγικά εκεί αποσκοπούσε.

Ήρθε, όμως, η κρίση του 2008 και σάρωσε όλα αυτά τα ιδεολογήματα και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος που τα γέννησε. Η πολιτική ανακατάταξη κορυφώθηκε με το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2015. Ήταν το βροντερό «παρών» της «μεταπολίτευσης» στα πολιτικά πράγματα του νέου αιώνα.

Ο συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, η εφαρμογή από τον ίδιο των πολιτικών λιτότητας και, κυρίως, η αλλαγή της πολιτικής του φυσιογνωμίας έφεραν την επανασυσπείρωση της Δεξιάς και την επάνοδό της στην εξουσία το 2019. Απέναντι σε αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να απαντήσει επιχειρώντας να πλασαριστεί σαν μια «ελίτ της διανόησης» απέναντι στην «ελίτ του πλούτου», όπως συμβαίνει με τα περισσότερα κόμματα της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς. Απέτυχε παταγωδώς, όπως φάνηκε στις διπλές εκλογές Μαΐου – Ιουνίου 2023.

Έτσι, η ΝΔ θεωρεί ότι από θέση ισχύος μπορεί να συσπειρώσει κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες τέτοιες, που να στείλουν τις διαιρετικές τομές της μεταπολίτευσης στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Στο επίπεδο των εκλογικών συσχετισμών και της κοινοβουλευτικής αριθμητικής είναι ένα ρεαλιστικό σχέδιο. Δεν βασίζεται, όμως, σε καμία ουσιαστική μεταβολή στη χώρα και στην οικονομία.

Η μεταπολίτευση δεν είναι μια ιδεοληψία. Οι διαχωριστικές γραμμές που ανέδειξε αναπαράγονται τον τελευταίο μισό αιώνα από τον ίδιο τον ελληνικό καπιταλισμό. Μια αδύναμη αστική τάξη, η οποία αναπαράγεται από το κράτος με δανεικά, που τα φορτώνει σε ολόκληρη την κοινωνία. Μάλιστα, επειδή ξέρουν από τώρα ότι με τα σημερινά δεδομένα η νέα κορύφωση της κρίσης και η προσφυγή σε νέα πακέτα λιτότητας είναι θέμα χρόνου, προσπαθούν να ακολουθήσουν συμπεριληπτικές πολιτικές απέναντι στην κοινωνία, που όμως μένουν στο επίπεδο του συμβολισμού και της επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές αυτές έχουν τα όρια που θέτει η ίδια η κρίση. Για αυτόν τον λόγο πολύ σύντομα η κοινωνία θα βρεθεί αντιμέτωπη με την κυβερνητική πολιτική.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ