Ουκρανικό: Ένας άδικος και ακατανόητος πόλεμος συνεχίζεται
–Περιορισμένες οι ελπίδες για διεθνή παρέμβαση
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Όταν τις πρωινές ώρες της 24ης Φεβρουαρίου 2022 τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλλαν στην Ανατολική Ουκρανία, κανείς δεν περίμενε ότι ο πόλεμος μεταξύ δύο όμορων και ομόφυλων χωρών θα είχε τόση μεγάλη χρονική διάρκεια και τεράστιες καταστροφές όπως και ανθρώπινα θύματα, στρατιωτικούς και άμαχο πληθυσμό.
Και οι πλέον έμπειροι στις εμπόλεμες καταστάσεις, όπως και διπλωματικοί αναλυτές, που ασχολούνται με τα αίτια που προκαλούν τους πολέμους μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών, πιθανότατα ανέμεναν ότι οι δύο αντίπαλες χώρες, με τη συνδρομή και μεσολάβηση της διεθνούς κοινότητας, θα έρχονταν σύντομα σε συνεννόηση για εκεχειρία, κατάπαυση του πυρός και έναρξη διαπραγματεύσεων για ειρήνη και επίλυση των διμερών διαφορών. Στο σύντομο του πολέμου συνηγορούσε και το γεγονός ότι διεξαγόταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι λαοί της οποίας έχουν πικρές αναμνήσεις από τις εμπειρίες δύο παγκόσμιων πολέμων, ιδιαίτερα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έχει μείνει στην Ιστορία ως ο πλέον καταστρεπτικός και ιδεολογικά αποκρουστικός.
Η χρονική διάρκεια, απρόσμενη για πολλούς, του ρωσοουκρανικού πολέμου, ο οποίος συνεχίζεται, αποδίδεται και στη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλε και προβάλλει ο ουκρανικός λαός, με τη βοήθεια που του παρασχέθηκε από τις δυτικές χώρες, πρωτίστως τις ΗΠΑ. Η βοήθεια δεν περιορίστηκε μόνο σε πολιτική στήριξη, με καταδίκη της εισβολής ως παράνομης και αντιβαίνουσας προς τις διεθνείς διατάξεις, αλλά και σε προμήθεια πολεμικού υλικού, κατ’ αρχάς αμυντικού, που βαθμιαίως επεκτάθηκε και σε επιθετικά οπλικά συστήματα. Ασφαλώς, η αλληλεγγύη των Δυτικών δεν πήγαζε από συμβατικές συμμαχικές δεσμεύεις. Η Ουκρανία δεν είναι μέλος ούτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ούτε του ΝΑΤΟ, στον καταστατικό χάρτη του οποίου (άρθρο 5) προβλέπεται αυτόματη συνδρομή προς τη χώρα-μέλος που δέχεται επίθεση.
Οι ευθύνες για τον πόλεμο, που βασικά βαρύνουν τη Ρωσία του Πούτιν, εμμέσως αποδίδονται και στον Πρόεδρο Ζελένσκι, για τις επιδιώξεις του να εντάξει την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ με παρασκηνιακές επαφές και συνεννοήσεις με νατοϊκούς παράγοντες, κυρίως δε τις ΗΠΑ. Είναι ένας από τους λόγους –ή και η αφορμή– που προκάλεσαν την απόφαση του ρώσου Προέδρου να εισβάλει στην Ουκρανία, προκειμένου να αποτρέψει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, που θα είχε ως στόχο και συνέπεια –κατά τους ισχυρισμούς ρώσων αξιωματούχων– την περικύκλωση της Ρωσίας και την απομόνωσή της από τον δυτικό κόσμο.
Οι πολιτικοδιπλωματικές εξελίξεις και τα πολεμικά γεγονότα φανερώνουν ότι οι παραπάνω απόψεις και εκτιμήσεις διαφόρων αναλυτών για τα αίτια του πολέμου και τη συνέχισή του δεν απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα. Εκείνο, πάντως, που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι ο πόλεμος, που ακόμη μαίνεται, έχει προκαλέσει τεράστιες καταστροφές, ενώ παρατηρείται και προσφυγή σε δολιοφθορές που οι ζημιές και οι συνέπειές τους δεν περιορίζονται μόνο στο μέτωπο του πολέμου.
Πρόσφατο γεγονός η καταστροφή του φράγματος της Νόβα Καχόβκα, η κατάρρευση του οποίου προκάλεσε τεράστιες πλημμύρες και οικολογικές καταστροφές. Μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει αναλάβει την ευθύνη του εγχειρήματος και ούτε έχει κατηγορηθεί συγκεκριμένη χώρα –με προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων– για το γεγονός, ενώ κανείς δεν έχει καταλάβει σε τι απέβλεπε η καταστροφή ενός σημαντικού τεχνικού και κοινωφελούς έργου, που δεν εξυπηρετούσε κανέναν στρατιωτικής φύσεως σκοπό.
Επιπλέον, δεν μπορεί να αποδοθεί σε λάθος ή τυχαίο γεγονός. Προφανώς εξυπηρετούσε σκοπούς που συνδέονται με ευρύτερους στόχους. Υπό αυτό το πνεύμα, ποιος μπορεί να αποκλείσει την πρόκληση και μεγαλύτερου εύρους καταστροφών. Τι θα είχε συμβεί –ή μπορεί συμβεί στο εγγύς μέλλον–, αν είχε πληγεί ο πυρηνικός σταθμός στη Ζαπορίζια; Αξιοσημείωτη ήταν η προσεκτική σε περιεχόμενο ανακοίνωση των ΗΠΑ, οι οποίες καταδίκασαν μεν το γεγονός, αλλά απέφυγαν να κατονομάσουν κάποιον ως υπεύθυνο.
Η Ελλάδα δεν προέβη σε καμιά ανακοίνωση, αν και ζητήθηκε επιμόνως από διπλωματικές αρχές στην Αθήνα, παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη υπάρξει σχετικές ανακοινώσεις από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και τον Επίτροπο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις Ζοζέπ Μπορέλ. Ουσιαστική, αλλά χωρίς συνέχεια η πρόταση του Προέδρου της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα –που ουσιαστικά παρακάμπτει τον αρμόδιο φορέα, δηλαδή τα Ηνωμένα Έθνη (ΗΕ)– για σύσταση διεθνούς επιτροπής προς διερεύνηση της υπόθεσης.
Ο συνεχιζόμενος ρωσοουκρανικός πόλεμος, με τους συναφείς κινδύνους για χρήση ακόμη και πυρηνικών όπλων, τις συναφείς επιπτώσεις στην οικονομία των ευρωπαϊκών κρατών αλλά και ευρύτερα, κατέδειξε και την αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να επέμβει αποφασιστικά, με ανάληψη πρωτοβουλιών για ειρήνευση και επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο εμπόλεμων χωρών μέσω διαπραγματεύσεων. Το πλέον αρμόδιο όργανο, το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) των Ηνωμένων Εθνών, ουδέν ουσιαστικόν έχει πράξει, προφανώς λόγω και του ότι μεταξύ των μονίμων μελών του είναι και η Ρωσία, η οποία έχει διαπράξει το αδίκημα της εισβολής, που έχει τύχει –με ελάχιστες εξαιρέσεις– της διεθνούς καταδίκης.
Ένα κινεζικό σχέδιο, που προωθήθηκε διά της διπλωματικής οδού, δεν έτυχε αποδοχής από το Κίεβο, επειδή θεωρήθηκε ότι εξομοιώνει τον θύτη με το θύμα. Την ίδια τύχη είχε και σχετική πρόταση των χωρών της Λατινικής Αμερικής, καθώς ο ουκρανός Πρόεδρος Ζελένσκι θέτει ως προϋπόθεση για την έναρξη των συζητήσεων την πλήρη απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων εισβολής, κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό από τη Μόσχα.
Μετά τις αναποτελεσματικές παρεμβάσεις της διεθνούς κοινότητας, εύλογο είναι το ερώτημα για το αν υπάρχουν ελπίδες για τερματισμό του πολέμου και διαπραγματεύσεις για επίλυση των διαφορών. Εκφράζεται η άποψη ότι ουσιαστικές παρεμβάσεις και εξελίξεις δεν πρέπει να αναμένονται μέχρι και τη διενέργεια των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, καθώς είναι γνωστές οι αντιλήψεις της σημερινής αμερικανικής κυβέρνησης για τον ρωσοουκρανικό πόλεμο.
Αν αυτές οι εκτιμήσεις επαληθευτούν, ο πόλεμος θα συνεχιστεί, με όλα τα απρόοπτα που μπορεί να επισυμβούν και τις δυσμενείς επιπτώσεις για την καθημερινότητα των ευρωπαίων πολιτών. Ο Πρόεδρος Ζελένσκι θα εξακολουθήσει να ζητάει και να απαιτεί από τις δυτικές χώρες (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) την αποστολή και προμήθεια σύγχρονου πολεμικού υλικού, γεγονός που έχει αρχίσει να προβληματίζει και να κουράζει τις πολιτικές ηγεσίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Ίσως το γεγονός αυτό συντελέσει σε αλλαγή προσέγγισης και αντιμετώπισης του ρωσοουκρανικού πολέμου.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: enikos.gr