Μετά τις εκλογές, τι; – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
Η πιο απλή απάντηση στην ερώτηση είναι βέβαια ότι μετά τις εκλογές «η ζωή συνεχίζεται». Η κοινωνία αποφάσισε και το εκλογικό αποτέλεσμα αποτυπώνει τη βούληση των εκλογέων. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης και βέβαια την αντιπολιτευτική τακτική και θέση των κομμάτων της Βουλής. Η ζωή συνεχίζεται με την κυκλικότητα και τις αιχμές που δημιουργεί η καθημερινότητα και οι προσδοκίες των πολιτών.
Ας επιχειρήσουμε όμως μια διαφορετική ανάγνωση. Αν αξιολογήσουμε την πορεία της χώρας και τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος τα τελευταία 25 χρόνια, μπορεί και να καταλήξουμε σε διαφορετικό συμπέρασμα από το αδιάφορο και απαθές «η ζωή συνεχίζεται». Είμαι της γνώμης ότι την περίοδο αυτή το εκλογικό σώμα, και η κοινωνία ως σύνολο, επέδειξε δύο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Το πρώτο έχει να κάνει με την ισχυρή ανθεκτικότητα της κοινωνίας στις θεμελιωμένες αρχές της δημοκρατίας, ανθεκτικότητα που της επέτρεψε να «αναπηδά», προσαρμοζόμενη στις απαιτήσεις της εποχής. Ένα δεύτερο αφορά και πάλι την ικανότητά της να αναγνωρίζει τις λανθασμένες της επιλογές και να μην τις επαναλαμβάνει. Η ελληνική κοινωνία απέδειξε ότι μαθαίνει από τα λάθη της, έτσι ώστε να λειτουργεί ορθολογικά και όχι παρορμητικά.
Η ανθεκτικότητα αξιολογείται από τη στωικότητα των πολιτών να αναγνωρίζουν και να προσαρμόζονται σε ένα καθαρό και συνεπές κοινωνικό πλαίσιο. Να συμπεριφέρονται συντεταγμένα στις αναγκαίες κοινωνικές νόρμες, προοπτικές και απαιτήσεις της εποχής. Αρκεί να θεωρούν ότι δεν έρχονται σε αντιπαλότητα με την πολιτική ηγεσία. Απλά συνεργάζονται και δεν αντιπαλεύουν μια αντικειμενικά λογική κοινωνική προοπτική. Σε περίπτωση που δικαιωθούν οι εκτιμήσεις τους συνεχίζουν να επικροτούν, στην αντίθετη καταδικάζουν.
Η κοινωνία επιπρόσθετα απέδειξε –και όχι μία φορά, αλλά όσες φορές χρειάστηκε– ότι αντιλαμβάνεται και επιβραβεύει την πολιτική σύμπραξη και συνεργασία των πολιτικών αντιπάλων. Η εκτίμηση, που δικαιολογείται και από τη μέχρι σήμερα συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, είναι ότι αν σε εθνικό επίπεδο η πολιτική συνεργασία αξιολογείται από ουδέτερα έως θετικά, σε τοπικό επίπεδο η θετική αξιολόγηση της συνεργασίας είναι ακόμη πιο έντονη. Σε μικρές κοινωνίες οι αιχμές και η αντιπαλότητα αποτελούν αρνητικό στοιχείο για όσους την εκφράζουν και τη στηρίζουν.
Η ουσία της συγκεκριμένης παρατήρησης, στον βαθμό που ισχύει, ανέδειξε μια τεράστια αλλαγή στη συμπεριφορά των πολιτών, με αποτέλεσμα το σύνολο των κομμάτων της Βουλής που θα πετύχουν να περάσουν το όριο του 3% να υποχρεώνεται να συμπεριφερθεί με μεγαλύτερη σύμπραξη και λιγότερη αντιπαλότητα. Το εκλογικό σώμα πλέον φαίνεται ότι απαιτεί πολιτικές συμπράξεις σε μεγαλύτερη έκταση και η συγκεκριμένη απαίτηση θα κοστίσει σοβαρά σε όποια πολιτική ομάδα δεν την αποδεχθεί.
Για παράδειγμα, αν η κοινοβουλευτική ισχύ της ΝΔ καταγραφεί ως απόλυτη, έτσι ώστε στην επικείμενη επιλογή η στήριξη των δημοτικών και περιφερειακών συνδυασμών να γίνει με γνώμονα το στενό πολιτικό κριτήριο του «είναι δικός μας», η αποτυχία των επιλογών μπορεί να είναι ολέθρια. Και αυτό δεν θα αφορά τα κόμματα ως σύνολο αλλά και τους εκλεγμένους βουλευτές, ιδιαίτερα στην περιφέρεια ή στους τομείς των μεγάλων αστικών διαμερισμάτων, όπου συνήθως εμπλέκονται.
Τα παραδείγματα της υπευθυνότητας και της ανθεκτικότητας της ελληνικής κοινωνίας να «αναπηδά» μετά από μια κρίση είναι πολλά, έστω και αν δεν τα έχουμε αναδείξει όσο θα έπρεπε. Ένα κυρίαρχο παράδειγμα αποτελεί η συλλογική συμπεριφορά μας και η ανθεκτικότητα στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πετύχαμε κάτι που για πολλούς αντικειμενικούς κριτές θεωρείτο ακατόρθωτο.
Αντίθετα, αποτύχαμε στην παγκόσμια κρίση του 2008 – 2009 γιατί, αν και οφείλαμε, δεν συνεργαστήκαμε. Το αποτέλεσμα αποδείχτηκε δραματικό. Στηριζόμενοι στη θεωρία ότι μια ισχυρή κυβέρνηση με νωπή εντολή μπορεί να λύνει δύσκολα προβλήματα με μόνο τεκμήριο την ισχύ της, οδηγηθήκαμε σε πολιτική αστάθεια και συμβιβασμό.
Όταν το 2015 βρεθήκαμε και πάλι στο σημείο που το ζητούμενο ήταν μια συνεργασία ώστε να ξεπεράσουμε ομαλά την αστάθεια, επιλέξαμε τη μη συνεργασία με σθεναρή αντιπαλότητα. Με πολύ κόπο υπερβήκαμε τον σκόπελο, μέχρι να μας ζητηθεί και πάλι η γνώμη μας. Τότε δείξαμε την εθνική μας ανθεκτικότητα. Επιλέξαμε ως ψηφοφόροι τη συνεργασία, αφού διδαχθήκαμε από τη συνεργασία των βασικών κομμάτων στην κυβίστηση του 2015 και στην ανατροπή του δημοψηφίσματος. Η ισχύς ενός κοινωνικού συμβολαίου συνεργασίας ήταν εκ των πραγμάτων δεδομένη και προέκυψε χωρίς παλινδρομήσεις.
Εφαρμόζοντας ως πολίτες και ως πολιτική ηγεσία τη συγκεκριμένη στρατηγική, κατορθώσαμε να ξεπεράσουμε και την κρίση της Covid–19 και την κρίση του πολέμου της Ουκρανίας. Δεχτήκαμε περιορισμούς στην ατομική μας ελευθερία και πληρώσαμε κόστος που για πολλούς θεωρήθηκε ως υπερβολική «σπατάλη» εθνικών οικονομικών αποθεμάτων. Δεχτήκαμε να αυξηθεί και στις δύο περιπτώσεις η κρατική παρέμβαση και μάλιστα από μια κυβέρνηση που τυπικά εκπροσωπούσε μια αντίθετη στρατηγική.
Αλλάξαμε τις νόρμες και επιβάλαμε ένα κοινωνικό συμβόλαιο διαφορετικό από εκείνο που ανέμεναν πολλοί παρατηρητές. Για πολλούς, συμπεριφερθήκαμε όπως και στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι πολίτες δέχτηκαν τη μάσκα και την κοινωνική απομάκρυνση, χωρίς κυβερνητική πίεση, επειδή ήθελαν να αποφύγουν των κοινωνικό στιγματισμό. Αντίστοιχα, στην περίοδο της κρίσης των ενεργειακών πόρων, η κυβέρνηση και οι αγορές, σε συνεργασία με τους πολίτες, περιόρισαν σημαντικά τις επιπτώσεις της κρίσης. Εθελοντική μείωση της κατανάλωσης, περιορισμός των ποσοστών κέρδους, επιδοτήσεις και μεταφορά εκτάκτων πλεονασμάτων, ταχύτατες προσαρμογές στην προσφορά και στην υποκατάσταση συρρίκνωσαν τα αποτελέσματα.
Συγκριτικά με την ανταπόκριση της οικονομίας το 2015 και το 2020 – 2021, σε αντίθεση με το 2009, η συνεργασία κοινωνικών δομών, κυβερνητικών παραινέσεων και αγορών οδήγησε σε ανώδυνη επιβολή του αναγκαίου κοινωνικού συμβολαίου. Το συμπέρασμα απλό. Η ανθρώπινη συμπεριφορά αλλάζει, προς το σωστό ή και προς το λάθος, όταν η κοινωνία βάλλεται από μία κρίση. Και η ορθή επιλογή επιβραβεύει πολιτικά εκείνους που αξιοποιούν δημιουργικά τη γνώση και τους ικανούς, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες και αγκυλώσεις.
Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις νέες εκλογές προφανώς έχει πάρει το μήνυμα. Τουλάχιστον για τα συλλογικά. Είναι προφανές ότι μετεκλογικά και κατά τη διάρκεια της ζωής της νέας Βουλής θα προκύψει ότι το ίδιο μήνυμα θα έχει παραληφθεί και από τα υπόλοιπα κόμματα. Έχω όμως βάσιμες αμφιβολίες για το κατά πόσο έχουν πάρει το ίδιο μήνυμα οι υποψήφιοι διεκδικητές των τοπικών αξιωμάτων. Και μάλιστα όσοι επιδιώκουν να στηριχθούν, εν είδει ανταποδοτικής συμπεριφοράς, στους τοπικούς βουλευτές. Ο Οκτώβριος δεν απέχει πολύ από τον Ιούλιο και η μέλλουσα κυβέρνηση δεν δείχνει ενδιαφέρον να αναλάβει μια ανάλογη ευθύνη. Το εκλογικό σώμα πλήρωσε το πολιτικό λάθος της απλής αναλογικής σε πρώτη φάση στις προηγούμενες τοπικές εκλογές και πρόσφατα στις βουλευτικές. Το αποτέλεσμα ανέδειξε την ορθολογικότητα της κρίσης του.
Είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε ότι τους επόμενους οι υποψήφιοι δήμαρχοι πρέπει να αναδείξουν πρότυπα που δεν έχουν αναδειχθεί μέχρι σήμερα. Οι δήμαρχοι έσπρωχναν πολλά από τα καθημερινά προβλήματα των τοπικών κοινωνιών στην κεντρική διοίκηση. Απέφευγαν ευφυώς να προτείνουν λύσεις με άξονα την επιτελική διακυβέρνηση σε τοπικό επίπεδο. Απέφευγαν να συντονίσουν τις προτάσεις τους ώστε να μπορέσουν να οδηγηθούν σε λύσεις συμφωνίας και όχι αντιπαλότητας. Οι Δημοτικές Αρχές, άβουλα αλλά και συνειδητά, περιόριζαν τις δραστηριότητές τους σε «άρτο και θεάματα».
Το θέμα του «επιτελικού κράτους» των τοπικών κοινωνιών, σε συνάρτηση με τη διαφαινόμενη έντονη αποδέσμευση των κομμάτων αλλά και των ψηφοφόρων από την παράλληλη συμπεριφορά μεταξύ βουλευτικών και δημοτικών εκλογών, είναι ανοικτό. Είναι ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε, στοχεύοντας στη διάκριση των φορέων ευθύνης στην επιτελική διακυβέρνηση σε ό,τι αφορά την παροχή των υπερτοπικών έναντι των τοπικών δημοσίων αγαθών. Έστω και αν ο χρόνος δεν είναι άφθονος.