Κατευναστική πολιτική ή αντικατοχικός αγώνας στην Κύπρο;
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, μετά το «αδελφικό» Αζερμπαϊτζάν, επεσκέφθη, την περασμένη εβδομάδα, κατά συμβολική υψηλή προτεραιότητα, την κατεχόμενη Κύπρο.
Είχε προηγηθεί η Τουρκική στρατιωτική άσκηση στην Ανατολία, η οποία χρησιμοποιήθηκε επιτηδείως από την Άγκυρα για να προωθηθεί η άτυπη αναγνώριση του ψευδοκράτους. Το τελευταίο είχε προσκληθεί να συμμετάσχει στη διεθνή άσκηση, στην οποία έπαιρναν μέρος και χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Συγκεκριμένα, η Πολωνία και η Ισπανία.
Μετά από διαβήματα της Κύπρου, οι δύο τελευταίες χώρες δήλωσαν άγνοια για τη συμμετοχή του ψευδοκράτους και απεχώρησαν, μετά όμως από πέντε ημέρες συμμετοχής. Ο Ερντογάν έχει αναλάβει την προώθηση της αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους, αρχίζοντας από προνομιακά για την Άγκυρα διπλωματικά πεδία, όπως η Ένωση Τουρκικών Κρατών, που περιλαμβάνει, εκτός της Τουρκίας, Τουρκόφωνα κράτη της Κεντρικής Ασίας.
Η πίεση όμως που ασκεί, με τον τρόπο αυτό, η Άγκυρα έχει ως στρατηγικό στόχο την επανατοποθέτηση διεθνώς του Κυπριακού, ως θέματος πλέον σχέσεων μεταξύ δύο ίσων μερών ή κρατών και τον εξαναγκασμό της Ελληνικής πλευράς να αναγνωρίσει «τις νέες πραγματικότητες», την κατάσταση δηλαδή που έχει διαμορφωθεί με την Τουρκική εισβολή. Κατ’ επέκταση την έναρξη νέων συνομιλιών πάνω στη βάση της λεγόμενης «ίσης κυριαρχίας» μεταξύ του ψευδοκράτους της κατεχόμενης Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκική αυτή αξίωση προϋποθέτει την πλήρη ανατροπή της βάσεως του Κυπριακού, τον παραμερισμό των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως το ψήφισμα 186 του 1964 και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας 541 και 550 του 1983 και 1984, που καταδικάζουν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους.
Κατά την πεντάωρη επίσκεψή του στα κατεχόμενα, ο Ταγίπ Ερντογάν διεκήρυξε απροκάλυπτα τους Τουρκικούς στόχους, χρησιμοποιώντας, ως συνήθως, τη γνωστή Τουρκική διαστρεβλωτική ρητορική της παρουσιάσεως του επεκτατισμού, της κατοχής της βόρειας Κύπρου και της δημιουργίας ψευδοκράτους ως δήθεν «ειρηνικής» πολιτικής.
Με την ίδια ρητορική, συγκάλυψε και τον Τουρκικό επεκτατισμό στο Αιγαίο, καλώντας την Ελλάδα να σταματήσει τους εξοπλισμούς και να ανταποκριθεί στην πολιτική «ειρήνης» της Τουρκίας. Σε διαφορετική περίπτωση, απείλησε ότι η Τουρκία θα υποχρεωθεί να προσφύγει και σε άλλα μέσα.
Με την ίδια υποκριτικότητα και ψευδολογία για «ειρήνη», εξήγγειλε επίσης την κατασκευή 400 οικοδομών μεταξύ της ελεύθερης Δερύνειας και της κατεχόμενης Αμμοχώστου, στις οποίες θα εγκατασταθούν έποικοι. Η Τουρκική πλευρά περικυκλώνει, με τον τρόπο αυτό, την κατεχόμενη Αμμόχωστο και διαψεύδει κάθε ελπίδα για την επιστροφή ακόμη και της περίκλειστης πόλεως της Αμμοχώστου στους κατοίκους της, όπως προνοούν επανειλημμένα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Στο πνεύμα αυτό, ο Ερντογάν κάλεσε την Ελληνική πλευρά να προσέλθει σε συνομιλίες πάνω στη μόνη αποδεκτή βάση, που είναι η «ίση κυριαρχία» των δύο ισοτίμων κρατών ή μερών.
Από μια άποψη, δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο στις Τουρκικές τοποθετήσεις και ειδικότερα στην πολιτική Ερντογάν στο Κυπριακό. Ήδη πριν ακόμη την παρέμβασή του και την εισβολή ως Τουρκοκύπριου ηγέτη του εκλεκτού του Ερσίν Τατάρ, ο Ερντογάν είχε διακηρύξει ότι δεν υπάρχει πλέον χώρος για συζήτηση ομοσπονδίας στην Κύπρο. Ο στόχος αυτός, είπε, ανήκει στο παρελθόν. Ο στόχος είναι τώρα η συζήτηση μεταξύ των δύο «ίσων» κρατών και οποιεσδήποτε νέες συνομιλίες μπορούν να γίνουν μόνο πάνω σ’ αυτήν την πολιτική βάση. Τα ίδια επαναλαμβάνει συνεχώς και το φερέφωνό του, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Τατάρ, την ίδια στιγμή που προωθούνται τα νέα τετελεσμένα στην Αμμόχωστο.
Το παράδοξο βρίσκεται στην Ελληνική πλευρά, η οποία επισπεύδει για επανάληψη των συνομιλιών, παρά την απροκάλυπτη Τουρκική τοποθέτηση ότι οι μόνες αποδεκτές συνομιλίες είναι αυτές μεταξύ δύο κρατών. Μνημείο του παραλογισμού αυτού είναι η ανακοίνωση του αντιπολιτευόμενου κόμματος του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗΣΥ), υπό τη νέα ηγεσία της Προέδρου της Βουλής Αννίτας Δημητρίου. Το κόμμα δεν μπορούσε παρά να καταδικάσει τις δηλώσεις Ερντογάν για συνομιλίες μεταξύ δύο κρατών. Μερίμνησε όμως ταυτόχρονα να ζητήσει άμεση επανέναρξη συνομιλιών και να ασκήσει πίεση στον Πρόεδρο μήπως και αποστεί από τη γραμμή των συνομιλιών για «λύση» του Κυπριακού.
Η ίδια η Πρόεδρος της Βουλής, σε επίσημη επίσκεψή της στην Ιρλανδία, κατέστησε επίκεντρο της επισκέψεώς της ένα «Κέντρο Συμφιλιώσεως» που υποτίθεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διευθέτηση του Ιρλανδικού προβλήματος. Παρουσίασε με τον τρόπο αυτό το Κυπριακό ως δήθεν διακοινοτικό θέμα, που μπορεί να διευθετηθεί με αλληλοκατανόηση και συμφιλίωση των δύο κοινοτήτων. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να παρουσιάσει η Τουρκική προπαγάνδα και ο ξένος παράγων, με προεξάρχοντα τον Βρετανικό, με υποβάθμιση και συγκάλυψη της ουσίας του Κυπριακού, που είναι η Τουρκική εισβολή και κατοχή.
Προς την ίδια κατεύθυνση υπερακοντίζει, βεβαίως, και το άλλο κόμμα της Αντιπολιτεύσεως, το ΑΚΕΛ, το οποίο έχει καταλυτική ευθύνη για την επιβολή της πολιτικής της διζωνικής ομοσπονδίας, σε συνδυασμό με την πολιτική της προσεγγίσεως δήθεν με τους Τουρκοκυπρίους. Εφόσον οι Τουρκοκύπριοι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι το ήθελαν, δεν μπορούν να ακολουθήσουν άλλη πολιτική από εκείνη της Άγκυρας, η περιβόητη «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους κατέληξε να είναι προσέγγιση με τον Αττίλα και την κατοχή.
Το λυπηρό και επικίνδυνο, στη σημερινή συγκυρία, είναι ο διαφαινόμενος προσανατολισμός και του νέου Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη προς τη συνέχιση της ίδιας, αποτυχημένης και αδιέξοδης, κατευναστικής πολιτικής, που οδήγησε την Κύπρο κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού. Το νέο στοιχείο που προβάλλει είναι, υποτίθεται, η επιδιωκόμενη εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά κύριο λόγο της Γερμανίας. Το σημαντικό όμως και στην περίπτωση αυτή είναι η πολιτική βάση πάνω στην οποία επιδιώκεται η εμπλοκή της ΕΕ.
Τι ζητούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Καταδίκη της Τουρκικής εισβολής και κυρώσεις κατά της Τουρκίας. Εφαρμογή στην Κύπρο, χωρίς παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις, του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και του χάρτη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού κεκτημένου;
Οι μέχρι τώρα δηλώσεις και κινήσεις του Προέδρου υποδεικνύουν κάτι άλλο, ως θέμα δήθεν τακτικής. Επαναφορά της χρεοκοπημένης πολιτικής Σημίτη για κατευνασμό της Τουρκίας με «Ευρωπαϊκά» ανταλλάγματα. Να αναλάβει δηλαδή το θύμα της Τουρκίας, η Κύπρος, να πρωτοστατήσει, μαζί, προφανώς, με την Ελλάδα, στην προώθηση της Ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και γενικά των σχέσεών της με την Ευρώπη.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος δήλωσε ότι θα επιδιώξει, κατά την επίσκεψή του στην Αυστρία, να καταστήσει πιο ήπια την αντίθεση της Αυστρίας στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εάν επιβεβαιωθεί ο προσανατολισμός αυτός, θα διαψεύσει τις ελπίδες και τις προσδοκίες που επενδύθηκαν στην εκλογή του νέου Προέδρου.
Η επιβεβλημένη στρατηγική για την Κύπρο είναι ο αντικατοχικός αγώνας και όχι ο κατευνασμός και η αυταπάτη μιας δήθεν λύσεως, που έχει στο βάθος την εθελοδουλία και την υπαγωγή ολόκληρης της Κύπρου στον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο.