Ο εκλεγείς δήμαρχος Χειμάρρας εξακολουθεί να παραμένει στη φυλακή!
Ουδέν νεώτερον από το αλβανικό μέτωπο…
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνεται ένας μήνας από τη διενέργεια των δημοτικών εκλογών στη γειτονική μας Αλβανία και ο εκλεγείς από τους ψηφοφόρους της ιστορικής πόλης της Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρης εξακολουθεί να παραμένει προφυλακισμένος, χωρίς ακόμα να έχει καταστεί γνωστό πότε ο εισαγγελέας που έχει αναλάβει το προανακριτικό έργο θα προβεί σε σχετική πρόταση προς το αρμόδιο δικαστήριο για αποφυλάκιση του ή παραπομπή σε τακτική δίκη.
Η μόνη θετική εξέλιξη είναι η προσωρινή αποφυλάκιση –άνευ όρων– του στενού του συνεργάτη, ο οποίος διακομίσθηκε επειγόντως στην Ελλάδα, στο Ωνάσειο, όπου και νοσηλεύεται για σοβαρό καρδιακό επεισόδιο.
Ανεξάρτητα πάντως από την τελική εισαγγελική πρόταση, εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά όσον αφορά τον αλβανικό εκλογικό νόμο. Ειδικότερα αν προβλέπει την αντιμετώπιση ανάλογων περιπτώσεων. Πόσο μπορεί να διαρκέσει χρονικά η προφυλάκιση; Στο μεταξύ, ανεξαρτήτως των νομικών διαδικασιών, μπορεί ο εκλεγείς δήμαρχος, στον προβλεπτό χρόνο, να ορκιστεί και να ασκήσει τα δημαρχιακά του καθήκοντα; Αν όχι, τότε ακυρώνεται η εκλογή του και κατ’ επέκταση η βούληση των ψηφοφόρων;
Τα ερωτήματα είναι πρωτίστως νομικής φύσης. Ουδείς όμως αγνοεί και την πολιτική διάσταση του θέματος. Γιατί στην υπόθεση Μπελέρη βαρύνει πρωτίστως το πολιτικό στοιχείο, όπως είχε εκτεθεί σε προηγούμενο άρθρο μας. Η προφυλάκιση του Φρέντι Μπελέρη θυμίζει καταστάσεις ομηρίας σημαινόντων προσώπων είτε επρόκειτο για πολιτικούς εκβιασμούς είτε για αποκόμιση οικονομικών ωφελημάτων. Δεν θα στοιχημάτιζα αν οι Αλβανικές Αρχές συνειδητοποιούν ή όχι το κόστος της υπόθεσης Μπελέρη για την εικόνα της Αλβανίας διεθνώς, που προσβάλει την έννοια του κράτους δικαίου. Το ερώτημα γίνεται οξύτερο όταν κανείς αναλογιστεί ότι η υπόθεση προφυλάκισης και κράτησης ενός εκλεγέντος δημάρχου αφορά μια χώρα που επιδιώκει και διεκδικεί να ενταχθεί και να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), στην οποία ισχύουν και γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα αλλά και οι υποχρεώσεις του πολίτη… Στην Αλβανία συμβαίνει το αντίθετο. Κρατείται προφυλακισμένος εκλεγμένος δήμαρχος, χωρίς να έχουν αποφανθεί οι αρμόδιες Δικαστικές Αρχές για το βάσιμο ή όχι των κατηγοριών που του προσάπτονται και εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη η περαιτέρω δικαστική διαδικασία.
Η Αλβανία αποτελεί ένα κράτος sui generis. Στη μεγίστη πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, με εξαίρεση τους χριστιανούς ορθόδοξους του Νότου, που ανήκουν κυρίως στην ελληνική μειονότητα, και έναν περιορισμένο αριθμό ρωμαιοκαθολικών στον Βορρά. Φυλετικά είναι απόγονοι των Αρχαίων Ιλλυριών, συγγενούς φύλου των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Η επίσημη ονομασία της χώρας είναι Σκιπερία, που ετυμολογικά σημαίνει χώρα των αετών, ενώ οι ίδιοι αποκαλούνται Σκιπετάρι. Ο ορεινός χαρακτήρας της χώρας, που δυτικά βρέχεται από τη Αδριατική και στα νότια από το Ιόνιο, προφανώς συνετέλεσε στο να μείνει σχετικά απομονωμένη, με αποτέλεσμα να μη συμμετάσχει ενεργά στη διαμόρφωση της κοινής ευρωπαϊκής ιστορίας. Κατακτήθηκε, διαδοχικά, από τους Ρωμαίους, στη συνέχεια από τους Βυζαντινούς, τους Ούννους, Βησιγότθους και Σλάβους και τον 15ο αιώνα από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Σε αντίθεση με άλλους λαούς της Βαλκανικής, δέχθηκαν χωρίς να προβάλουν ιδιαίτερη αντίσταση τον εξισλαμισμό, ίσως λόγω και του ότι παραδοσιακά δεν διακρίνονταν από κάποια ιδιαίτερη θρησκευτικότητα. Πολλοί Αλβανοί στην καταγωγή διακρίθηκαν και ανέλαβαν ύπατα αξιώματα κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα, όντας ήδη γνωστοί ως δεινοί πολεμιστές. Το γεγονός της ισλαμοποίησης συνετέλεσε στην πλήρη αποκοπή από τον δυτικό κόσμο και στην αδυναμία να συμμετάσχει στις πνευματικές και πολιτισμικές εξελίξεις που σημειώνονταν στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Αυτό βέβαια συνέβαινε και στους άλλους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου, που ήταν υπόδουλοι στους Οθωμανούς, οι οποίοι όμως προέβαλαν αντίσταση έναντι των κατακτητών.
Η ανάπτυξη των διμερών ελληνοαλβανικών σχέσεων αρχίζει με τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, το 1912, και πλέον επισήμως με τον καθορισμό των συνόρων, που οριστικοποιήθηκαν με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων τον επόμενο χρόνο. Η πορεία των διμερών σχέσεων επηρεάστηκε αρνητικά από το Βορειοηπειρωτικό, με την επιδίωξη της Ελλάδος να υπαχθεί στην ελληνική επικράτεια και η περιοχή της Βορείου Ηπείρου ή Νοτίου Αλβανίας, που η μεγίστη πλειοψηφία του πληθυσμού της ήταν Έλληνες και χριστιανοί ορθόδοξοι. Αντίστοιχες διεκδικήσεις προέβαλαν αργότερα οι αλβανικές κυβερνήσεις για τη Θεσπρωτία, στην οποία είχαν απομείνει ολίγες χιλιάδες αλβανικής καταγωγής μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, οι λεγόμενοι «Τσάμηδες», που η δικτατορική κυβέρνηση Πάγκαλου είχε τελικά αποδεχθεί να εξαιρεθούν από την αναγκαστική ανταλλαγή που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης. Τελικά, οι μουσουλμάνοι «Τσάμηδες» εγκατέλειψαν οικειοθελώς τη Θεσπρωτία, ακολουθώντας τους ηττημένους Γερμανούς, με τους οποίους είχαν ταυτισθεί και συμπράξει –όπως προηγουμένως με τους Ιταλούς–, διαπράττοντας βιαιοπραγίες σε βάρος των γηγενών Ελλήνων.
Σε αντίθεση, ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου παρέμεινε και εξακολουθεί να παραμένει στις προγονικές του εστίες. Θεμιτό το ενδιαφέρον της Ελλάδος για τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους, που προβλέπεται από διεθνή κείμενα, όπως ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, σχετικές διατάξεις του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣΕ) και της ΕΕ. Ορθώς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών προέβη σε σχετικό διάβημα προς το αλβανικό, ενώ το θέμα έθιξε και ο υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Βασίλης Κασκαρέλης σε συνάντηση που είχε με την αλβανίδα ομόλογό του, στο πλαίσιο της πρόσφατης, άτυπης Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιήθηκε στην νορβηγική πρωτεύουσα. Επισήμως, το αλβανικό ΥΠΕΞ εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι η υπόθεση Μπελέρη αφορά τη δικαιοσύνη, η οποία εξετάζει το θέμα, με τα ερωτήματα που τίθενται παραπάνω να παραμένουν και να εκθέτουν τις Αλβανικές Αρχές. Ελπίζουμε ο αλβανός πρωθυπουργός κ. Έντι Ράμα να έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα του θέματος, όπως και τις συνέπειες στις διαπραγματευτικές διαδικασίες για την ένταξη της χώρας του στην ΕΕ.
Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εισήλθαν σε μια νέα εποχή με την υπογραφή της Συμφωνίας Φιλίας και Συνεργασίας του 1996 στα Τίρανα, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών, αείμνηστο, Κάρολο Παπούλια. Χρησιμοποιήσαμε ως τίτλο, παραφρασμένο βέβαια, το γνωστό αντιπολεμικό έργο του γερμανού συγγραφέα Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, ο οποίος καταδίκαζε τον πόλεμο μεταξύ των δυτικών χωρών, τονίζοντας τη σημασία της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ των λαών. Ελπίζουμε το αυτό να γίνει αντιληπτό από πλευράς των Τιράνων για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, που επηρεάζονται δυσμενώς από γεγονότα όπως η προφυλάκιση του εκλεγέντος δημάρχου Χειμάρρας.