Η πραγματικότητα και τα οικονομικά του κ. Σκέρτσου και του κ. Γεωργιάδη – Του Ν. Στραβελάκη

Η πραγματικότητα και τα οικονομικά του κ. Σκέρτσου και του κ. Γεωργιάδη – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Κεντρικό στοιχείο του προεκλογικού αφηγήματος της Νέας Δημοκρατίας είναι το ότι η οικονομία πάει καλά, κάτι που είναι αποτέλεσμα της κυβερνητικής της θητείας αλλά και της σταθερότητας που αποπνέει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το πρόβλημα είναι ότι, εκτός από τα στελέχη του κυβερνητικού κόμματος και τα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης, ελάχιστοι συμμερίζονται αυτή την άποψη.

Χαρακτηριστική είναι η εαρινή έκθεση της Κομισιόν (24/5/2023). Στην παράγραφο για την Ελλάδα (σελ. 37, 38) γράφει: «Η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει μεγάλες ανισορροπίες. Οι ευπάθειες που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ένα περιβάλλον υψηλής ανεργίας υποχωρούν, αλλά η εξωτερική της θέση έχει επιδεινωθεί. Βασική ανησυχία είναι το ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε σημαντικά το 2022, παρά την ανάκαμψη των εσόδων από τον τουρισμό.

Παρότι προβλέπεται να μειωθεί κάπως φέτος και το επόμενο έτος, το εξωτερικό έλλειμμα πρόκειται να παραμείνει πολύ πάνω από το επίπεδο που απαιτείται για να διασφαλιστεί η διαρκής βελτίωση της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης. (…) Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (…) συνεχίζουν να επιβαρύνουν την κερδοφορία και τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών, γεγονός που με τη σειρά του επηρεάζει (…) την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας».

Εν αντιθέσει με τον κ. Μητσοτάκη, λοιπόν, η Κομισιόν προαναγγέλλει λιτότητα για το αμέσως επόμενο διάστημα. Δεν θα ανεχθούν πλέον υπερβάσεις στις δαπάνες, όπως συνέβαινε όλο το προηγούμενο διάστημα λόγω της πανδημίας. Πλέον θα υπάρχει «κόφτης» αν κινδυνεύει ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι που θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα εφαρμογής των προεκλογικών προγραμμάτων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, ο δανεισμός της χώρας στο εξής θα είναι επώδυνος, αφού η χώρα εκτός από τα αυξημένα επιτόκια θα έχει να αντιμετωπίσει και την επιδείνωση της επενδυτικής της θέσης λόγω «επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».

Αυτή είναι η πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας με τους όρους του status quo των Βρυξελλών. Γι’ αυτό και η συζήτηση για την εαρινή έκθεση απουσιάζει επιδεικτικά από τον προεκλογικό διάλογο. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η αμφισβήτηση της εικόνας που επιχειρείται να περάσει για την κυβερνητική θητεία και το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ προκύπτει και από τις συνθήκες διαβίωσης του κόσμου, όχι μόνο από τις εκθέσεις των γραφειοκρατών.

Ο κόσμος, ανεξάρτητα από το τι ψήφισε και τι θα ψηφίσει, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν, εν έτει 2023, μια 19χρονη κοπέλα να χάνει τη ζωή της επειδή δεν υπήρχε ασθενοφόρο να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο εγκαίρως. Σε αυτό το επίπεδο οι πριν από μερικές εβδομάδες υπουργοί της ΝΔ δεν έχουν απάντηση. Χαρακτηριστική η αμηχανία του κ. Γεωργιάδη, που σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή την Πέμπτη 8 Ιουνίου είπε ότι η κυβέρνηση «έριξε τα λεφτά» για να βάλει μπρος την οικονομία και δεν είχε για ασθενοφόρα. Πέρα από το απαράδεκτο της δήλωσης, αφού προέχει η ανθρώπινη ζωή και όχι η οικονομία, η απάντηση του κ. Γεωργιάδη είναι λάθος και από οικονομικής απόψεως.

Όπως ξέρει ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής Οικονομικών, οι δημόσιες δαπάνες, όπως η αγορά ασθενοφόρων, επιδρούν προσθετικά στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Μάλιστα, το προηγούμενο διάστημα, της χαλάρωσης του «στενού κορσέ» των Βρυξελλών, ήταν ιδανικό για τη δρομολόγηση τέτοιων δαπανών, ώστε να αποκατασταθούν οι κρατικές υποδομές που κατέρρευσαν την περίοδο των Μνημονίων. Το ότι δεν έγιναν είναι μια (δυστυχώς, όχι η μόνη) καταστροφική επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ.

Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για το tweet του κ. Σκέρτσου σε απάντηση των ερωτήσεων για το αν θα περιοριστεί ο ΦΠΑ και ο ειδικός φόρος στα καύσιμα. Εδώ ο πρώην υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος «τα έσπασε», όπως λένε οι νέοι. Προσπάθησε να πείσει τους πολίτες ότι οι έμμεσοι φόροι είναι σε όφελός τους και σε βάρος των πλουσίων, παρότι έχουν τον ίδιο συντελεστή για όλους. Με άλλα λόγια, αγνοεί αυτό που και πρωτοετείς φοιτητές Οικονομικών γνωρίζουν. Ότι οι έμμεσοι φόροι είναι οι κατ’ εξοχήν κοινωνικά άδικοι φόροι.

Το συμπέρασμα είναι ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για να τα αφήσουμε στην αβάσταχτη ελαφρότητα του κ. Σκέρτσου, του κ. Γεωργιάδη και της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και στη διακριτική ευχέρεια της όποιας κυβέρνησης προκύψει από τις εκλογές. Μαζικά, λοιπόν, στον πολιτικό διάλογο και στις κάλπες.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ