Η Άγκυρα επιδιώκει βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση για λόγους τακτικής και οικονομίας

Η Άγκυρα επιδιώκει βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση για λόγους τακτικής και οικονομίας


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Με πρόσφατη δήλωσή του, ο Ταγίπ Ερντογάν ζήτησε από τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για θέματα εξωτερικής πολιτικής Μπορέλ την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δήλωση απευθύνεται και προς το εσωτερικό της Τουρκίας και προς το εξωτερικό.

Προς το εσωτερικό έχει το νόημα ότι δεν φταίει ο Ερντογάν και η πολιτική του για το ότι δεν προχωρεί η ένταξη της Τουρκίας. «Δεν μας θέλουν», λέει ο Ερντογάν προς την κοινή του γνώμη και η πολιτική της αυτόνομης πορείας, που ακολουθεί η Τουρκία, είναι, επομένως, μονόδρομος.

Προς το εξωτερικό, έχει το νόημα του μείζονος αιτήματος για να ασκηθεί πίεση για το έλασσον. Αφού, δηλαδή, δεν θέλετε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας, δώστε μας τουλάχιστον τις σχέσεις που είναι εφικτές και εξυπηρετούν, υποτίθεται, και τις δύο πλευρές.

Στη σημερινή συγκυρία, η Ά­γκυρα διεκδικεί μια αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση, που ήδη είναι πολύ προνομιακή για την Τουρκική πλευρά και αρκετά βλαπτική ειδικά για την Ελληνική. Δώστε μας επίσης την άρση της βίζας, γεγονός που θα επέτρεπε την ελεύθερη ουσιαστικά κυκλοφορία όλων των Τούρκων υπηκόων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περιλαμβανομένης της Ελλάδος. Προφανώς, η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συναινέσει σ’ ένα τέτοιο μέτρο, που δημιουργεί πρόβλημα εθνικής ασφάλειας.

Η Τουρκία έχει εμμονή από το παρελθόν και σ’ ένα άλλο θέμα, στην Ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Ανησυχούσε για το ενδεχόμενο να αναπτύξει η Ευρωπαϊκή Ένωση μια ανεξάρτητη από το ΝΑΤΟ πολιτική άμυνας και ασφάλειας, που θα έδινε πλεονεκτήματα στην Ελληνική πλευρά. Διεκδικούσε γι’ αυτό τη συμμετοχή της, εκμεταλλευόμενη τις οργανικές σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας με το ΝΑΤΟ και τη χρήση ειδικότερα απ’ αυτήν των υποδομών του ΝΑΤΟ.

Η ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική φαίνεται σήμερα μακρινή, μετά την καταλυτική υπερίσχυση του ΝΑΤΟ λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και την αναμφισβήτητη επικράτηση στην Ευρώπη του πνεύματος του Ατλαντισμού, με πρωτοπορία την Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη και εσχάτως και τα Σκανδιναβικά, που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Φινλανδία, Σουηδία, Δανία).

Παρά την υποχώρηση της ιδέας της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής άμυνας και την επιστροφή της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ορισμένες από τις δράσεις που είχαν προωθηθεί, όπως η διάθεση πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ανάπτυξη κοινών Ευρωπαϊκών οπλικών συστημάτων και ενίσχυση γενικά της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, παραμένουν ενεργές και επιπλέον διευρύνονται και αναπτύσσονται.

Η Άγκυρα ενδιαφέρεται, για λόγους ενισχύσεως της δικής της αμυντικής βιομηχανίας, να έχει δικαίωμα συμμετοχής, ως εξωτερικός εταίρος, σε διάφορα Ευρωπαϊκά προγράμματα και στις χρηματοδοτήσεις που συνεπάγονται. Το θέμα όμως αυτό είναι λιγότερο σημαντικό για την Άγκυρα, γιατί έχει ήδη δρομολογήσει, εδώ και πολλά χρόνια, μια δική της αυτόνομη εθνική στρατηγική, που αποφέρει ήδη καρπούς με τη μορφή σημαντικών εξαγωγών, που συμβάλλουν στην αυτοχρηματοδότησή της.

Καίριας σημασίας για την Άγκυρα σήμερα σε σχέση προς την Ευρώπη είναι τα δύο πρώτα θέματα, που συνδέονται με την Τουρκική οικονομία και τα πλεονεκτήματα που θα παρείχε η ελεύθερη κυκλοφορία των Τούρκων υπηκόων στην Ευρώπη.

Σε σχέση με τις ΗΠΑ, το Τουρκικό άνοιγμα αποβλέπει, κατά πρώτο λόγο, σε Αμερικανική βοήθεια για την αντιμετώπιση της εκρηκτικής καταστάσεως στην οικονομία. Κατά δεύτερο λόγο, στην αποδέσμευση των Τουρκικών F-16, που είναι υπερεπείγουσα για να προληφθεί η απαξίωση της Τουρκικής αεροπορικής ισχύος ή να αποφευχθεί το δίλημμα μιας δύσκολης εναλλακτικής επιλογής.

Η Άγκυρα διαπραγματεύεται σκληρά για να καταστήσει τη συναίνεσή της στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ επαρκές αντάλλαγμα για την αποδέσμευση των F-16. Προφανώς, το αντάλλαγμα αυτό δεν θεωρείται ως επαρκές από το Αμερικανικό Κογκρέσο, αν δεν συνοδεύεται και από άλλα δείγματα ουσιαστικής αλλαγής πολιτικής απέναντι στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία βρίσκεται σήμερα σε δεινή οικονομική κατάσταση και είναι υποχρεωμένη να επιδείξει συμβιβαστικό πρόσωπο και να υποθάλψει ελπίδες ότι μπορεί να κάνει βήματα πίσω από τις πολιτικές που ακολούθησε μέχρι προσφάτως και, στο πλαίσιο αυτό, να αναζητήσει λύσεις σε υπάρχοντα προβλήματα, όπως, π.χ., στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Στο θέμα αυτό είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί ότι ο Ερντογάν δεν πρόκειται να προβεί σε καμία υποχώρηση από αυτό που χαρακτηρίζει ως όραμα και στρατηγικό στόχο για την Τουρκία. Αυτό είναι σαφές και από τη σύνθεση της κυβερνήσεώς του, αλλά και από τον πολιτικό του λόγο κατά τη διάρκεια του εκλογικού αγώνα. Δεν δίστασε να επαναλάβει και τότε την αντι-Αμερικανική ρητορική του και να προβάλει ως νέα εθνική ιδεολογία την παλινόρθωση του Οθωμανισμού, που περιέχει τον Ισλαμισμό. Σ’ αυτόν προσέθεσε, ως απαραίτητη σπονδή στον Κεμαλισμό, και τον Τουρκικό εθνικισμό.

Στο πνεύμα της ιδεολογίας αυτής, το γεωπολιτικό άνοιγμα στην Ευρασία και η εμμονή σ’ αυτό είναι αναμφισβήτητο. Είναι ενδεικτική, από την άποψη αυτή, η παρουσία στην εκ νέου «ενθρόνισή» του στην Προεδρία των χωρών της Κε­ντρικής Ασίας, που συμμετέχουν στην Ένωση Τουρκικών Κρατών.

Ο προσανατολισμός αυτός δεν σημαίνει ότι μειώνεται το Τουρκικό ενδιαφέρον για τη Δύση. Ειδικότερα την Ανατολική Μεσόγειο, στην οποία η Άγκυρα ορέγεται ηγεμονία, αλλά επίσης τα Βαλκάνια και κατά δεύτερο λόγο την Αφρική, ιδίως τη Βόρεια, που βρέχεται από τη Μεσόγειο.

Η Ελλάδα και η Κύπρος θα βρεθούν, κατά τους επόμενους μήνες, στο επίκεντρο του ανοίγματος Ερ­ντογάν προς τη Δύση, με επωδό τις συνομιλίες και ξένες διαμεσολαβήσεις για επίλυση των Ελληνοτουρκικών προβλημάτων ή βελτίωση της σημερινής καταστάσεως. Δεν αποκλείεται να επανέλθει στο προσκήνιο και η Τουρκική ιδέα για Διεθνή Διάσκεψη Ανατολικής Μεσογείου, για να συζητηθούν ενεργειακά κυρίως θέματα.
Ελλάδα και Κύπρος δεν πρέπει να επιτρέψουν τη διεθνοποίηση θεμάτων που είναι δική τους μονομερούς αρμοδιότητας, με βάση το διεθνές δίκαιο.

Απαιτείται από Ελλάδα και Κύπρο η χάραξη σαφών κόκκινων γραμμών και εθνικής στρατηγικής, υποστηριζόμενης από αντίστοιχη ισχύ και συμμαχίες, για την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων και των ζωτικών στρατηγικών συμφερόντων τους.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ