Θεόδωρος Τσούχλος στο “Π”: Δημόσια Εκπαίδευση: Εκκρεμότητες και προοπτικές
Του
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΣΟΥΧΛΟΥ
Προέδρου ΟΛΜΕ
Η κυβερνητική τετραετία ολοκληρώθηκε, όπως και το έργο της απελθούσης υπουργού. Τα προβλήματα και οι εκκρεμότητες στον χώρο της εκπαίδευσης, αλλά και η επιτακτική ανάγκη επίλυσής τους, παραμένουν. Τα πλέον βασικά είναι χρονίζοντα, απότοκα της μνημονιακής δεκαετίας και των ακούσιων ή εκούσιων ευθυνών όσων κυβέρνησαν κατά τη διάρκειά της.
Οι μισθοί, οι συντάξεις, η αδήριτη ανάγκη ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, οι μόνιμοι διορισμοί-μονιμοποιήσεις, οι 50.000 αναπληρωτές, η γραφειοκρατική πίεση και εξουθένωση, το διδακτικό ωράριο, η ουσιαστική επιμόρφωση, η πλήρης αποκατάσταση όσων υπέστησαν τη διαθεσιμότητα, ο εξοβελισμός των κοινωνικών επιστημών και των καλλιτεχνικών μαθημάτων αποτελούν μείζονα διαχρονικά προβλήματα, τα οποία οφείλει να επιλύσει η επόμενη κυβέρνηση και η νέα ηγεσία του ΥΠΑΙΘ.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις μισθολογικές, συνταξιοδοτικές, ασφαλιστικές διεκδικήσεων, απαιτούνται:
1.Σημαντική αύξηση των μισθών μας, επαναφορά των δώρων, ανάκτηση του απολεσθέντος κλιμακίου (2015 – 2017). Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έχουμε απολέσει δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Το νέο μισθολόγιο υποχρεούται να καλύπτει το σύνολο των συναδέλφων και οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα. Υπάρχει σχετική, ομόφωνη, απόφαση του ΔΣ της ΟΛΜΕ, η οποία όμως δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί.
2.Ευπρεπείς συντάξεις με γενναία ετήσια αύξηση, άμεση απόδοσή τους και επαναφορά του εφάπαξ στην προ των Μνημονίων κατάσταση. Κατάργηση της προσωπικής διαφοράς και του «νόμου Κατρούγκαλου». Μείωση των ορίων αφυπηρέτησής μας – είναι αδιανόητο για τους εκπαιδευτικούς το 67ο έτος. Η πρόταση της ομοσπονδίας για συνταξιοδότηση στην ηλικία των 60, με τριάντα έτη προϋπηρεσίας, ας είναι το εφαλτήριο ενός ουσιαστικού διαλόγου με τα αρμόδια υπουργεία. Η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ οφείλει να συνδράμει και να συνηγορήσει στο απόλυτα δίκαιο αίτημά μας.
Οι μηδενικοί διορισμοί επί μία δεκαετία εκτόξευσαν τον αριθμό των αναπληρωτών, μολονότι την περίοδο 2020 – 2023 υπήρξαν 28.500 μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών και μελών ειδικού εκπαιδευτικού και βοηθητικού προσωπικού. Οι 50.000 συνάδελφοι που θα κληθούν εκ νέου να καλύψουν τα υπάρχοντα κενά στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αποτελούν ένα εκρηκτικό πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί άμεσα. Την επόμενη τετραετία οι μόνιμοι διορισμοί πρέπει να αυξηθούν, έτσι ώστε να καλυφθούν όλα τα υπάρχοντα κενά. Φυσικά, δεν νοείται ένας διαγωνισμός τύπου ΑΣΕΠ την περίοδο αυτή. Εκπαιδευτικοί με πολυετή εμπειρία και πλείστες επιστημονικές γνώσεις, που έχουν υπηρετήσει σε δυσπρόσιτες και απομακρυσμένες περιοχές, μακριά από τις οικογένειές τους, είναι αδιανόητο να κληθούν να δώσουν εκ νέου εισαγωγικές εξετάσεις. Αλλά και οι μονιμοποιήσεις όσων διορίστηκαν το 2020 είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν άμεσα. Σε λίγους μήνες θα έχουν κλείσει ως δόκιμοι τριετία στο Δημόσιο, απόλυτα καινοφανές και αυτό. Δυστυχώς, οι διαδικασίες αυτές, που θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί το φθινόπωρο του 2022, έχουν εγκλωβιστεί σε μια ατελέσφορη και νομικά αμφισβητήσιμη διαδικασία «αξιολόγησης».
Όσον αφορά την εισαγωγική επιμόρφωση του ΙΕΠ, η ΟΛΜΕ την έχει χαρακτηρίσει σκοταδιστική, καταγγέλλοντας παράλληλα πως καταπατά τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Απίστευτη προχειρότητα, με υλικό παρωχημένο και αντιπαιδαγωγικό. Αλλά και εκατοντάδες συνάδελφοι στη Γενική και Ειδική Εκπαίδευση, που έχουν πλέον διοριστεί, εμφανίστηκαν ως υπόχρεοι παρακολούθησης, μολονότι είχαν συμμετάσχει στο πρόγραμμα εισαγωγικής επιμόρφωσης ως αναπληρωτές τα προηγούμενα έτη και είχαν λάβει τις σχετικές βεβαιώσεις. Σε όλα αυτά προστίθενται:
α) Η γραφειοκρατική πίεση και εξουθένωση εξαιτίας των πρόσθετων υποχρεώσεων που επέφερε η λεγόμενη «αυτοαξιολόγηση». Μολονότι η Ομοσπονδία έχει ταχθεί με πολύ μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της αποτίμησης του έργου της σχολικής μονάδας στο 20ό Συνέδριο (Ιούλιος 2022), το ΥΠΑΙΘ συνέχισε να μη λαμβάνει υπόψη την πρόταση αυτή που θα μας απέμπλεκε από μια διαρκή νοσηρότητα, που τελικά έχει οδηγήσει σε μια αντιφατική και αδιέξοδη κατάσταση.
β) Η αύξηση του ωραρίου μας το 2013 είχε αρχικά κριθεί ως μνημονιακή υποχρέωση, η οποία θεωρητικά θα έληγε το 2018. Δυστυχώς, οι δύο υπουργοί, διαφορετικών κυβερνήσεων, δεν τήρησαν την έννοια της συνέπειας και συνέχειας του κράτους. Οφείλουμε να συνεχίσουμε τη διεκδίκηση αυτή, έτσι ώστε η νέα πολιτική ηγεσία να κάνει αποδεκτό το αυτονόητο.
γ) Επί σειρά ετών διεκδικούμε την άρση των αρνητικών συνεπειών που είχαν προκληθεί λόγω της διαθεσιμότητας 2.500 εκπαιδευτικών την περίοδο 2013 – 2015. Απαιτούμε να επιστραφούν τα χρήματα που παρακρατήθηκαν αλλά και να αρθούν οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις που προκλήθηκαν στις συντάξεις τους.
δ) Το ΥΠΑΙΘ οφείλει να συμμορφωθεί στις αποφάσεις του ΣτΕ και να επαναφέρει άμεσα τις κοινωνικές – πολιτικές – νομικές επιστήμες και την καλλιτεχνική παιδεία στα ωρολόγια προγράμματα.
Την τελευταία εβδομάδα αντιμετωπίσαμε ένα πρωτοφανές γεγονός, με την κατάρρευση της πλατφόρμας της Τράπεζας Θεμάτων. Δεκάδες χιλιάδες μαθητές/τριες των λυκείων όλης της χώρας, οι γονείς τους, αλλά και σημαντικός αριθμός εκπαιδευτικών βίωσαν μια απαράδεκτη, εξουθενωτική και αγχωτική κατάσταση. Δυστυχώς, οι ιθύνοντες δεν είχαν φροντίσει να υπάρχει δικλείδα ασφαλείας, ένα δεύτερο πλάνο. Πολύ απλά, θα μπορούσαν να είχαν νομοθετήσει ότι σε εντελώς εξαιρετικές καταστάσεις οι εκπαιδευτικοί κάθε σχολείου θα είχαν τη δυνατότητα να ορίζουν θέματα προς εξέταση από αυτά της Τράπεζας Θεμάτων. Απλές και πρακτικές λύσεις, καθώς οι εξετάσεις δεν πρέπει να είναι φίλτρα απόρριψης, εντατικοποίησης και αύξησης άγχους.
Εκτός όλων των άλλων, σημαντικά προβλήματα δημιουργήθηκαν στην πλατφόρμα του ΟΠΣΥΔ, στην οποία κλήθηκαν να καταθέσουν τα νέα οικογενειακά ή επιστημονικά τους στοιχεία οι συνάδελφοι αναπληρωτές, με στόχο την κατάρτιση νέων πινάκων για τις προσλήψεις. Μολονότι είχαν αναρτήσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα που απαιτούνται για τη μοριοδότησή τους, σε πολλές περιπτώσεις ορισμένα από αυτά εξαφανίστηκαν, με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν τα μόρια και να ανατραπεί η τελική κατάταξη στον πίνακα. Απαραίτητη και εδώ είναι η άμεση παρέμβαση του υπουργείου, η διόρθωση των τεχνικών ζητημάτων, η καταχώρηση εκ νέου των απαιτούμενων εγγράφων και η εμφάνισή τους στα τελικά αποτελέσματα.