Η επανεκλογή Ερντογάν και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

Η επανεκλογή Ερντογάν και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Ο Ερντογάν επανεξελέγη, με καθαρή διαφορά πέντε μονάδων από τον αντίπαλό του. Η αποτυχία του Κιλιτσντάρογλου να επιβληθεί στον πρώτο γύρο τού στέρησε κάθε λογική ελπίδα να κυριαρχήσει στον δεύτερο. Η δυναμική του νικητή είχε ταυτισθεί με τον καθεστωτικό Ερντογάν.

Ο τελευταίος δεν κρίθηκε τελικά από το κρεμμύδι, που κράδαινε επιδεικτικά στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ο Κιλιτσντάρογλου, ως σύμβολο της ακρίβειας και της δραματικής οικονομικής καταστάσεως στην οποία έχει περιέλθει ο Τουρκικός λαός. Κρίθηκε από το όραμα της «μεγάλης Τουρκίας» και την ελπίδα που μπόρεσε να δώσει ο Ερντογάν, κατά πρώτο λόγο στους σεισμόπληκτους συμπατριώτες του, αλλά κατά δεύτερο λόγο και στην πλειοψηφία του Τουρκικού λαού.

Η νίκη Ερντογάν προεξοφλήθηκε, όταν και ο τρίτος του πρώτου γύρου των Προεδρικών εκλογών, ο υπερεθνικιστής Ογάν, απεφάσισε να δώσει στον Ερντογάν το 5% των ψήφων που είχε κατακτήσει. Η καθαρή πλειοψηφία που είχε κερδίσει επίσης στη Βουλή το κόμμα ΑΚΡ ήταν ένα προμήνυμα της επανεκλογής Ερντογάν.
Ο τελευταίος δεν χαμήλωσε τους τόνους στην προεκλογική ρητορική του έναντι των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσεως. Αντιθέτως, θεώρησε ότι η ρητορική αυτή θα τον εξυπηρετούσε εκλογικά, υποδαυλίζοντας και θωπεύοντας τα αντι-Αμερικανικά και αντι-Δυτικά αισθήματα. Θα τον εξυπηρετούσε επίσης μετεκλογικά, ενισχύοντας τη διαπραγματευτική του θέση έναντι των ΗΠΑ και της Δύσεως.

Όλοι αναγνωρίζουν πάντως ότι ο Ερντογάν, παρά τους λεονταρισμούς του, έχει να αντιμετωπίσει μια πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, για την οποία έχει ανάγκη τη Δύση. Οι άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες της Τουρκίας υπολογίζονται από τους ειδικούς σε 300 περίπου δισ. ευ­ρώ. Τα δύο τρίτα του ποσού αυτού καλύπτουν την έκτακτη α­νάγκη της αποκαταστάσεως των ζημιών από τους σεισμούς.

Ο Ερντογάν δεν είναι διατεθειμένος να υποθηκεύσει τις προοπτικές της χώρας του στη μέγγενη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως επίσης τους ρυθμούς αναπτύξεως της οικονομίας με υψηλά επιτόκια. Περιμένουμε, επομένως, να δούμε τις πολιτικές διαπραγματεύσεις που θα διεξαγάγει ο Ερντογάν με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη για να εξασφαλίσει ανεκτούς όρους χρηματοδοτήσεως, όπως επίσης τους ελιγμούς και τις διαπραγματεύσεις που θα κάνει με άλλους παράγοντες (χώρες του Κόλπου, Ρωσία, Κίνα) για να κατορθώσει να επιτύχει την αντιμετώπιση του μεγάλου οικονομικού προβλήματος της Τουρκίας.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η επανεκλογή Ερντογάν δεν αποτέλεσε δυσάρεστη έκπληξη. Ήταν αναμενόμενη. Για πολλούς μάλιστα ήταν και προτιμότερη από την εκλογή Κιλιτσντάρογλου. Όχι, βεβαίως, γιατί η Ελληνική πλευρά έχει οποιαδήποτε συμπάθεια στις πολιτικές και πρακτικές Ερντογάν, αλλά για τον απλό λόγο ότι οι υποτιθέμενοι Κεμαλικοί, που αντιπροσωπεύει ο Κιλιτσντάρογλου, υπερακοντίζουν σε εθνικιστικές πολιτικές, παρά την ηπιότερη ρητορική που ακολούθησε στις εκλογές ο υποψήφιός τους.

Υπάρχει, επιπλέον, ο πρόσθετος και πολύ κρίσιμος λόγος η εκλογή μιας φιλο-Δυτικότερης κυβερνήσεως στην Τουρκία να έχει υψηλό κόστος για την Ελλάδα, που θα εκαλείτο να στηρίξει, με «παραχωρήσεις», τη νέα φιλο-Δυτική και «δημοκρατική» κυβέρνηση στην Τουρκία.

Ο κίνδυνος υπάρχει βεβαίως και με μια κυβέρνηση Ερντογάν, στη βάση ενός «ρεαλιστικού» Δυτικού σκεπτικού, ότι εφόσον ο Ερντογάν είναι εκεί, πρέπει να βρούμε τρόπους συνεργασίας μαζί του και επηρεασμού, όσο το δυνατόν, των πολιτικών του. Θεωρητικά όμως είναι μικρότερος ο κίνδυνος γιατί η επανεκλογή Ερντογάν επιβεβαιώνει το χάσμα αξιοπιστίας μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας και αυτό ενισχύει, εξ αντανακλάσεως, τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδος.

Στο πλαίσιο των παραπάνω σκέψεων, είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν, μετά την πρώτη μεγάλη προτεραιότητα, που είναι η σταθεροποίηση και η εξισορρόπηση της οικονομίας, θα επιδοθεί στην προώθηση του μεγάλου οράματος «του αιώνα της Τουρκίας», που προέβαλε κατά κόρον στην προεκλογική του εκστρατεία. Το όραμα αυτό περιλαμβάνει ασφαλώς ένα μεγάλο στρατηγικό άνοιγμα προς την Ευρασία και την Ασία, που εξελίσσεται σταθερά σε πρωταγωνιστικό οικονομικό πόλο του κόσμου, με επικεφαλής την Κίνα.

Η Τουρκία ενισχύει τους δεσμούς της με την Κίνα, αλλά προσπαθεί να αντιγράψει επίσης το παράδειγμά της και να γίνει μια μικρή Κίνα στις παρυφές της Ευρώπης. Προωθεί επίσης τις σχέσεις της στην Κεντρική Ασία, με τη Διεθνή Ένωση Τουρκικών Κρατών, εκμεταλλευόμενη την εμπλοκή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον μαινόμενο πόλεμο εναντίον της από τη Δύση. Η Κίνα δεν είναι αδιάφορη για τα τεκταινόμενα στην περιοχή αυτή. Λίγες εβδομάδες πριν έσπευσε να συγκαλέσει τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, πρώην Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ενώσεως, σε Διεθνή Διάσκεψη στην Κίνα.

Η Τουρκία αποδίδει επίσης μεγάλη σημασία στις σχέσεις της με τη Ρωσία. Ο Ερντογάν απέρριψε προεκλογικά, για μια φορά ακόμη, κάθε ιδέα για επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, με αφορμή την Ουκρανία. Μεγάλη σημασία αποδίδει επίσης στις σχέσεις της στη Μέση Ανατολή, πέραν των χωρών του Κόλπου. Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτική η συνεργασία της με το Ιράκ για την κατασκευή στρατηγικής οδού που θα ενώνει τον νότιο λιμένα Φάο του Ιράκ με την Τουρκία, παρακάμπτοντας το Σουέζ.

Η γεωπολιτική στροφή της Τουρκίας προς την Ανατολή δεν σημαίνει ότι υποβαθμίζονται οι σχέσεις με τη Δύση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μεγαλύτερη αγορά για τα Τουρκικά προϊόντα και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ θεωρούνται πολύ μεγάλης και ιδιαίτερης σημασίας για την επιδιωκόμενη νέα ισορροπία και γενικά για τα Τουρκικά συμφέρο­ντα. Η ειδοποιός διαφορά με τον Ερ­ντογάν είναι η γεωπολιτική επανατοποθέτηση της Τουρκίας στον χάρτη ως αυτόνομης δυνάμεως και προσδιοριζόμενης από την Ισλαμιστική της ταυτότητα, σε σύνθεση με τον Τουρκικό εθνικισμό.

Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία δεν μπορεί να είναι απλώς μια χώρα του ΝΑΤΟ, που είναι ένας Δυτικός συνασπισμός, ούτε να προσδιορίζεται μόνο από τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί ειδικότερα από το Δόγμα Τρούμαν του 1947 και τον φόβο της Σοβιετικής Ενώσεως.

Το αναθεωρητικό και επεκτατικό δόγμα Ερντογάν έχει προφανώς στόχο προτεραιότητας την ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο και την προώθηση των Τουρκικών βλέψεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ο στρατηγικός χαρακτήρας των Τουρκικών βλέψεων δεν επιτρέπει ψευδαπάτες στην Ελληνική πλευρά.

Πρώτιστη μέριμνα για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι η προώθηση της αποτρεπτικής ισχύος, σε όλους τους βασικούς πυλώνες που τη συγκροτούν: τα οπλικά δηλαδή συστήματα, την εθνική αμυντική βιομηχανία, την τεχνολογία, τον ενιαίο αμυντικό χώρο Ελλάδος – Κύπρου, τις στρατηγικές συμμαχίες, την εθνική αμυντική στρατηγική και την πολιτική βούληση, που συσπειρώνει και κινητοποιεί τον λαό και αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα το δέον γενέσθαι και τις προκλήσεις.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ