Απρόβλεπτες οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την επανεκλογή Ερντογάν

Απρόβλεπτες οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την επανεκλογή Ερντογάν


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Το προηγούμενο δίμηνο του έτους που διανύουμε, και σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στη χώρα μας, χαρακτηρίσθηκε από έντονη πολιτική δραστηριότητα και αντιπαραθέσεις μεταξύ των κοινοβουλευτικών και άλλων κομμάτων, που τυπικά περατώθηκαν με τη διεξαγωγή των εκλογών την Κυριακή 21 Μαΐου. Όμως ο εκλογικός αγώνας δεν τελείωσε λόγω του ισχύοντος εκλογικού νόμου της απλής αναλογικής, που δεν επέτρεψε τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, αυτοδύναμης ή συνεργασίας.

Η εκλογική αναμέτρηση θα επαναληφθεί στις 25 Ιουνίου. Ευκταίο να καταστεί δυνατή η ανάδειξη κυβέρνησης, γιατί, όπως είχαμε τονίσει και σε προηγούμενο άρθρο μας, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας –εσωτερικής και εξωτερικής φύσης– δεν επιτρέπουν περιόδους εσωτερικής αστάθειας. Τα αποτελέσματα των ελληνικών κοινοβουλευτικών εκλογών απασχόλησαν την ευρωπαϊκή και διεθνή ειδησεογραφία περισσότερο ειδησεογραφικά, παρά ουσιαστικά και πολιτικά. Το γεγονός αποτελεί απόδειξη ότι η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών που οι εσωτερικής φύσεως εξελίξεις της προκαλούν ανησυχίες για τις επιπτώσεις στο γειτονικό και ευρύτερο διεθνές περιβάλλον. Και τούτο γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα με σταθερό πολιτικό σύστημα, που συνεργάζεται εποικοδομητικά με τις άλλες χώρες, στο πλαίσιο των διατάξεων και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των αξιών του δυτικού κόσμου.

Σε αντίθεση με τις ελληνικές κοινοβουλευτικές εκλογές, οι προεδρικές στην Τουρκία, που προηγήθηκαν των ελληνικών κατά μία εβδομάδα, προκάλεσαν και απασχόλησαν έντονα τη διεθνή ειδησεογραφία, όπως και οι επαναληπτικές, που έλαβαν χώρα την περασμένη Κυριακή 28 Μαΐου, στις οποίες ανεδείχθη νικητής, για τρίτη συνεχή φορά, ο Ταγίπ Ερντογάν. Ο κύριος αντίπαλος και διεκδικητής της Προεδρίας Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ηττήθηκε –όπως προέκυπτε και από τις δημοσκοπήσεις– με διαφορά πέντε ποσοστιαίων μονάδων. Το ενδιαφέρον –ιδιαίτερα των δυτικών χωρών– για τις τουρκικές προεδρικές εκλογές εξηγείται τόσο από τη σημασία που της αποδίδεται γεωπολιτικά από τον δυτικό κόσμο όσο και από τα σοβαρά επενδεδυμένα οικονομικά συμφέροντα δυτικών χωρών.

Η Τουρκία θεωρείται ότι μπορεί να παίξει έναν εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και –γιατί όχι– μεταξύ του χριστιανικού και ισλαμικού κόσμου. Επιπλέον, συνδέεται με τους προβληματισμούς που προκαλούν στους ηγέτες του δυτικού κόσμου οι γνωστοί ελιγμοί του τούρκου Προέδρου στην εξωτερική πολιτική, με ακροβατισμούς και επιλογές σε θέματα που απασχολούν και ενδιαφέρουν τις δυτικές χώρες. Χαρακτηριστική η συμπεριφορά του Ερντογάν στο θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, με την επίμονη άρνησή του να αποδεχθεί την ένταξη της Σουηδίας, της μόνης σκανδιναβικής χώρας που έχει παραμείνει εκτός της Νατοϊκής Συμμαχίας. Τις δυτικές χώρες προβληματίζει επίσης και η στενή συνεργασία της Άγκυρας με τη Μόσχα σε ευαίσθητους τομείς, όπως η προμήθεια πολεμικού υλικού (περίπτωση των S-400), αλλά και η διαφοροποίηση της Άγκυρας στο Ουκρανικό.

Παρά την απρόβλεπτη συμπεριφορά του τούρκου Προέδρου και τις εκβιαστικές τακτικές που συχνά εφαρμόζει σε θέματα που ενδιαφέρουν τις δυτικές χώρες, η Δύση εμφανίζεται διστακτική να αποστασιοποιήσει την Τουρκία με ανταποδοτικές συμπεριφορές. Τού­το οφείλεται σε παγιωμένες αντιλήψεις όσον αφορά την πολιτική – γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας για τα δυτικά συμφέροντα, ενώ πολλές δυτικές χώρες έχουν προχωρήσει σε σοβαρές επενδύσεις στην Τουρκία, σε διάφορους παραγωγικούς τομείς. Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό το ότι ο γερμανός καγκελάριος ήταν από τους πρώτους δυτικούς ηγέτες που έσπευσαν να συγχαρούν τον τούρκο Πρόεδρο για την επανεκλογή και μάλιστα του απηύθυνε πρόσκληση προκειμένου να επισκεφθεί το Βερολίνο. Πιθανότατα θα ακολουθήσουν προσκλήσεις και από ηγέτες άλλων δυτικών χωρών.

Η διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των τουρκικών προεδρικών εκλογών είχαν ιδιαίτερη σημασία και για τη χώρα μας. Παρακολουθήθηκαν και σχολιάστηκαν δε από τα τηλεοπτικά δίκτυα ad nauseam. Εξυπακουόμενο το ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στη γειτονική μας χώρα και για τα πολιτικά της πρόσωπα, όμως πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί σε προσδοκίες ότι οι αλλαγές σε πρόσωπα μπορούν να αλλάξουν άρδην τη συμπεριφορά της Άγκυρας έναντι της Ελλάδος.

Από αυτές τις στήλες είχαμε εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για το αν τα πράγματα θα άλλαζαν σε περίπτωση που οι επαναληπτικές εκλογές αναδείκνυαν νικητή τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Είχαμε εκφράσει, επίσης, βάσιμους φόβους ότι πολλές δυτικές χώρες, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, ήταν πολύ πιθανόν να πλειοδοτούσαν σε υποσχέσεις και υποστήριξη της Άγκυρας, με στόχο να ακυρώσουν ή να απομειώσουν τη συνεργασία με τη Μόσχα. Η στήριξη μπορούσε να αφορά και διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Οι φόβοι μας αυτοί, και για τους ίδιους και πρόσθετους λόγους, δεν έχουν εκλείψει και με την επανεκλογή του Ερντογάν, που εξήλθε πολιτικά και προσωπικά ενισχυμένος με την τρίτη ανάληψη της Προεδρίας, αφού ο ίδιος είχε φροντίσει προηγουμένως να μετατρέψει από το πολίτευμα από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία, αναλαμβάνοντας και την εκτελεστική εξουσία. Οι επιφυλάξεις μας για τη στάση που μπορεί να τηρήσουν ισχυροί δυτικοί παράγοντες έναντι του νεοεκλεγέντος τούρκου Προέδρου ενισχύονται από τις αντιλήψεις που επικρατούν για τον σταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου.

Η ελληνική διπλωματία οφείλει να εμμείνει και να παραμείνει ακλόνητη και σταθερή στις γνωστές θέσεις ότι η μόνη διαφορά με τη γειτονική χώρα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Να είμαστε επιφυλακτικοί στις παροτρύνσεις για χάραξη νέου πλαισίου διαπραγματεύσεων και στόχων προς επίλυση διμερών διαφορών που θα προκύψουν έπειτα από συνάντηση σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Για να δυνηθούμε να αντισταθούμε σε πιέσεις και υποδείξεις αναγκαία κρίνεται η συχνή ενημέρωση των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων και η επίτευξη ευρύτερης δυνατής συναίνεσης μεταξύ τους. Εξυπακούεται η διατήρηση σε πλήρη ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, με συνεχή εκσυγχρονισμό των οπλικών συστημάτων, αν απαιτείται. Αναγκαία, επίσης, η ενίσχυση της Διπλωματικής Υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, ο ρόλος της οποίας τα τελευταία χρόνια έχει υποβαθμιστεί, με λάθος επιλογές και εκτιμήσεις για τον ρόλο και την αποστολή της.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ