Έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υγεία: Δεν πήρε ιατρική φροντίδα το 24,3% των Ελλήνων που τη χρειάστηκαν!

Έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υγεία: Δεν πήρε ιατρική φροντίδα το 24,3% των Ελλήνων που τη χρειάστηκαν!

–Οι 7 στους 10 (66,8%) δεν είχαν να πληρώσουν
–Υπέρβαρο ή παχύσαρκο το 55%
–Με χρόνιο πρόβλημα υγείας 1 στους 4!

Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ


Τραγικά είναι τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την υγεία των Ελλήνων ηλικίας 16 ετών και άνω κατά τη διάρκεια του 2022.

Κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν από τη διενέργεια της έρευνας, περίπου 1 στους 2 (54%) ηλικίας 16 ετών και άνω χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία. Ωστόσο, ποσοστό 24,3% όσων χρειάστηκαν ιατρική εξέταση ή θεραπεία δεν την έλαβε κάθε φορά που χρειάστηκε. Σύμφωνα με την έρευνα, ποσοστό 19,9% του φτωχού πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δεν έλαβε ιατρική εξέταση ή θεραπεία κάθε φορά που χρειάστηκε. Το ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται στο 11,6%. Για περίπου 7 στους 10 (66,8%) ο κύριος λόγος ήταν οικονομικός.

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στον τομέα της οδοντιατρικής φροντίδας. Κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν από τη διενέργεια της έρευνας, περίπου 1 στους 2 (46,8%) χρειάστηκε οδοντιατρική / στοματολογική / ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία. Ποσοστό 32% όσων χρειάστηκαν οδοντιατρική / στοματολογική / ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία δεν την έλαβε κάθε φορά που χρειάστηκε.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 21% του φτωχού πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δεν έλαβε οδοντιατρική /στοματολογική /ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία κάθε φορά που χρειάστηκε. Το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται στο 13,7%. Για περίπου 9 στους 10 (87,5%) ο κύριος λόγος ήταν οικονομικός.

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε στοιχεία για την υγεία του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω. Τα στοιχεία προέρχονται από την «Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών» για το 2022, η οποία διενεργείται ετησίως και συγκεντρώνει αναλυτικές πληροφορίες για τη γενική κατάσταση υγείας του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω, καθώς και για τη χρήση των υπηρεσιών υγείας (πραγματοποίηση ή μη ιατρικών και οδοντιατρικών εξετάσεων, λήψη ή μη θεραπείας), ανάλογα με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά (φύλο και ηλικία), την εκπαίδευση, την ασχολία και το εισόδημα.

Στην έρευνα για το 2022 συγκεντρώθηκαν ακόμη πληροφορίες για τον δείκτη μάζας σώματος, την ικανότητα του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω να εκτελεί βασικές λειτουργίες (όραση, ακοή, μετακίνηση, μνήμη / συγκέ­ντρωση), τους παράγοντες που επηρεάζουν –θετικά ή αρνητικά– την κατάσταση της υγείας (άσκηση, κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ), καθώς και για την επιβάρυνση των νοικοκυριών από δαπάνες υγείας.

Με χρόνιο πρόβλημα υγείας 1 στους 4
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 7,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 15,4% μέτρια και το 77,2% πολύ καλή ή καλή υγεία.

Το 24,9% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας. Χρόνιο πρόβλημα ή χρόνια πάθηση δηλώνουν περίπου 3 στις 10 γυναίκες (27%) και 2 στους 10 άνδρες (22,6%). Χρόνιο θεωρείται το πρόβλημα υγείας ή η πάθηση που διαρκεί ή πρόκειται να διαρκέσει περισσότερους από 6 μήνες, με ή χωρίς φαρμακευτική αγωγή.

Το 9% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω είχε περιορίσει για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,2% είχε περιορίσει κάποιες δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές, αλλά όχι πάρα πολύ.

Υπέρβαρο ή παχύσαρκο το 55%
Σε ό,τι αφορά το βάρος, η έρευνα κατέδειξε ότι στο σύνολο του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω:
• 1,1% είναι ελλιποβαρές.
• 44,1% είναι φυσιολογικού βάρους.
• 42,7% είναι υπέρβαρο.
• 12,2% είναι παχύσαρκο.

Η αναλογία υπέρβαρων στους άνδρες είναι 1 στους 2 (50,3%) και στις γυναίκες πάνω από 3 στις 10 (35,6%).

Ακόμη, η έρευνα κατέγραψε τους περιορισμούς που υφίσταται στις αισθητηριακές και στις σωματικές λειτουργίες του ο πληθυσμός ηλικίας 16 ετών και άνω. Συγκεκριμένα, τον βαθμό δυσκολίας στην όραση, στην ακοή, στην κινητικότητα και στη μνήμη – συγκέντρωση, ανεξάρτητα από το αν οι περιορισμοί προκύπτουν λόγω ηλικίας, ασθενειών, ατυχημάτων ή εκ γενετής προβλημάτων. Συγκεκριμένα:

• Το 13,5% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω αντιμετωπίζει δυσκολία στην όραση. Ποσοστό 78,8% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
• Το 11% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω αντιμετωπίζει δυσκολία στην ακοή. Ποσοστό 86,6% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
• Το 15,8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω αντιμετωπίζει δυσκολία κατά τη μετακίνησή του. Ποσοστό 74,4% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
• Το 11,6% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω αντιμετωπίζει δυσκολία στη μνήμη – συ­γκέντρωση. Ποσοστό 82,5% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
• Το 8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω αντιμετωπίζει δυσκολία στη φροντίδα του εαυτού του. Ποσοστό 78,1% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
• Το 4,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω αντιμετωπίζει δυσκολία στην επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Ποσοστό 70,1% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την υγεία
Στην έρευνα εξετάζονται και οι παράγοντες που επηρεάζουν –θετικά ή αρνητικά– την κατάσταση υγείας του πληθυσμού, όπως είναι η άσκηση, η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ. Τα ευρήματα έχουν ως εξής:
• Περίπου 1 στους 10 (11,9%) ηλικίας 16 ετών και άνω δεν ασκείται καθόλου κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης εβδομάδας.
• Περίπου 4 στους 10 (41,1%) ηλικίας 16 ετών και άνω καταναλώνουν φρούτα καθημερινά, ενώ ποσοστό 0,7% δεν καταναλώνει καθόλου. Περισσότεροι από 4 στους 10 (46,9%) καταναλώνουν λαχανικά ή σαλάτες καθημερινά, ενώ ποσοστό 0,5% δεν καταναλώνει καθόλου.

Σε ό,τι αφορά τις καπνιστικές συνήθειες του πληθυσμού κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, διαπιστώνονται τα εξής:
• Το 24,8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω καπνίζει καθημερινά, το 1,9% καπνίζει μερικές φορές την εβδομάδα, το 1,5% καπνίζει μερικές φορές τον μήνα και το 1,1% καπνίζει μερικές φορές τον χρόνο.
• Το 71,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δεν κάπνισε καθόλου.

Επίσης, η έρευνα καταγράφει πληροφορίες για την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, οποιουδήποτε είδους (μπίρα, κρασί, ουίσκι, λικέρ, ούζο, τσίπουρο, ρακή κ.ά.). Συγκεκριμένα, καταγράφεται η συχνότητα κατανάλωσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, ανεξάρτητα από την ποσότητα:

• Το 3,8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω καταναλώνει καθημερινά αλκοολούχα ποτά. Λιγότεροι από 2 στους 10 (18,7%) καταναλώνουν μερικές φορές την εβδομάδα. Πάνω από 2 στους 10 (24,9%) μερικές φορές τον μήνα. Λιγότεροι από 2 στους 10 (17,4%) μερικές φορές τον χρόνο.
• Το 35,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δεν κατανάλωσε καθόλου αλκοολούχα ποτά.

Τέλος, με την έρευνα εξετάζεται κατά πόσο οι δαπάνες υγείας επιβάρυναν οικονομικά τα νοικοκυριά κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού 16 ετών και άνω που επιβαρύνεται πάρα πολύ οικονομικά από τις δαπάνες:
• για παροχή ιατρικής φροντίδας ήταν 8,6%,
• για παροχή οδοντιατρικής / στοματικής φρο­ντίδας ήταν 10,6%,
• για αγορά φαρμάκων ή βιταμινών ήταν 7,3%.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ