Αποτελέσματα της επιφανειακής και γεωαρχαιολογικής έρευνας στη Μεγαλόπολη
Ολοκληρώθηκε το εγκεκριμένο πενταετές πρόγραμμα επιφανειακής και γεωαρχαιολογικής έρευνας στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας με σκοπό την ανεύρεση παλαιολιθικών θέσεων στην περιοχή του λιγνιτορυχείου της Μεγαλόπολης, καθώς και τη μελέτη και αναπαράσταση των παλαιο-περιβαλλοντικών συνθηκών και της γεωλογικής εξέλιξης της λεκάνης και της παλαιο-λίμνης στην οποία δημιουργήθηκαν οι λιγνίτες.
Οι πέντε καινούριες θέσεις που βρέθηκαν στο λιγνιτορυχείο της Μεγαλόπολης διασώζουν πολιτισμικά και πανιδικά κατάλοιπα σε στρωματογραφική συνάφεια και προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία διαχρονικής διερεύνησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, για μια σημαντική περίοδο στην ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης και σε μια περιοχή που έως τώρα είχε ελάχιστα ερευνηθεί. Η προκαταρκτική μελέτη των παλαιοπεριβαλλοντικών και παλαιοκλιματικών δεικτών δείχνουν ότι όλες οι θέσεις έχουν βρεθεί σε περιβάλλοντα παγετωδών περιόδων, και μάλιστα εντοπίζονται χρονολογικά σχεδόν στο σύνολο των παγετωδών περιόδων του Μέσου Πλειστόκαινου. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι η λεκάνη της Μεγαλόπολης αποτέλεσε ένα από τα νοτιότερα οικολογικά καταφύγια της Ευρώπης κατά τη διάρκεια των παγετωδών περιόδων.
Το πρόγραμμα αποτελεί έρευνα συνεργασίας της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας (ΕΠΣ) και της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών (ΑΣΚΣ) υπό τη διεύθυνση της Δρ. Ε. Παναγοπούλου-Καράμπελα (εκ μέρους της ΕΠΣ), του Δρ. Π. Καρκάνα (ΑΣΚΣ) και της Καθ. Κ. Χαρβάτη (Πανεπιστήμιο Tübingen). Το πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (Πρόγραμμα “Human Evolution at the Crossroads”).
Η συστηματική επιφανειακή έρευνα των τεχνητών πρανών και τομών του λιγνιτορυχείου που έχουν δημιουργηθεί από τις εξορυκτικές εργασίες της ΔΕΗ είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό πέντε νέων αρχαιολογικών θέσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται η παλαιότερη χρονολογημένη αρχαιολογική θέση της Κατώτερης Παλαιολιθικής στην Ελλάδα (περίπου 700 χιλιάδες χρόνια πριν), καθώς και η αρχαιότερη Μέση Παλαιολιθική θέση στην Ελλάδα και μια από τις παλαιότερες στην Ευρώπη (περίπου 280 χιλιάδες χρόνια πριν). Για τη χρονολόγηση των θέσεων χρησιμοποιήθηκε μια πλειάδα μεθόδων και νέων τεχνικών, συμπεριλαμβανομένων του παλαιομαγνητισμού, της οπτικής φωταύγειας, του συντονισμού ηλεκτρονικής στροφορμής, της ραδιενεργούς σειράς του ουρανίου και των κοσμογενών ραδιονουκλιδίων, καθώς και βιοστρωματογραφικές και λιθοστρωματογραφικές αναλύσεις και συσχετίσεις.
Η παλαιότερη θέση που εντοπίστηκε είναι τα Κυπαρίσσια 4, η οποία χρονολογείται περίπου 700 χιλιάδες χρόνια πριν και βρίσκεται 70 περίπου μέτρα κάτω από την σημερινή επιφάνεια του εδάφους (πριν την έναρξη των εργασιών του ορυχείου). Η θέση περιέχει λίθινα τέχνεργα της Κατώτερης Παλαιολιθικής, μαζί με κατάλοιπα εξαφανισμένων ζώων, όπως γιγαντιαίου ελαφιού (Praemegaceros), ιπποπόταμου, ρινόκερου, ελέφαντα, καθώς και ενός δοντιού του κερκοπίθηκου Μακάκου.
Η στρωματογραφικά νεότερη, κοντινή θέση Κυπαρίσσια 3 απέδωσε κυρίως οστά ελεφάντων που σχετίζονται με λίθινα εργαλεία. Στη θέση Μαραθούσα 2 που χρονολογείται περίπου στα 450 χιλιάδες χρόνια πριν, βρέθηκε τμήμα σκελετού ιπποποτάμου με ίχνη κοπής σε συνδυασμό με υπολείμματα λίθινων εργαλείων, και αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα εκμετάλλευσης ιπποποτάμου στην Ευρώπη του Πλειστόκαινου.
Σημαντική είναι η θέση Τριπόταμος 4, η οποία βρίσκεται 15 περίπου μέτρα κάτω από τη σημερινή επιφάνεια. Η θέση χρονολογείται περίπου στα 400 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα και χαρακτηρίζεται από σχετικά μεγάλη συγκέντρωση λίθινων εργαλείων, τα οποία παρουσιάζουν νέα στοιχεία στις τεχνικές κατεργασίας του λίθου σε σχέση με τις παλαιότερες θέσεις, καθιστώντας τη θέση σημαντικό σημείο στις τεχνολογικές εξελίξεις της ύστερης Κατώτερης Παλαιολιθικής.
Τέλος, η θέση Χωρέμη 7 βρέθηκε στο ανώτερο τμήμα της γεωλογικής ακολουθίας, 8 περίπου μέτρα κάτω από την σημερινή επιφάνεια και χρονολογείται στα 280 χιλιάδες χρόνια περίπου. Η λιθοτεχνία της θέσης περιλαμβάνει τυπολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά της Μέσης Παλαιολιθικής. Το πανιδικό σύνολο της θέσης αποτελείται κυρίως από θραύσματα οστών κυρίως ελαφοειδών, ορισμένα από τα οποία φέρουν ίχνη ανθρώπινης επεξεργασίας.