Τα μη αναμενόμενα αποτελέσματα των εκλογών και τα μηνύματά τους


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, με ποσοστό άνω του 30%, ηττήθηκε ως κυβέρνηση, έχοντας στο παθητικό του το τρίτο Μνημόνιο, το όχι που έγινε ναι στο δημοψήφισμα και τη Συμφωνία των Πρεσπών, φαινόταν απίθανο να μη διατηρήσει τα ποσοστά του ως αντιπολίτευση μεταξύ 25% και 30% και τη διαφορά με τη Νέα Δημοκρατία κοντά στις πέντε έως έξι μονάδες.

Η κλιμάκωση της διαφοράς στις 20 μονάδες, όταν η Νέα Δημοκρατία επιβαρύνεται ως κυβέρνηση από σκάνδαλα, πολύ υψηλή ακρίβεια ζωής, αντιπαθητικές πολιτικές, όπως οι θέσεις της για την παράνομη μετανάστευση και το δημογραφικό, ο ζήλος της υπέρ των δικαιωματιστών, οι έντονες ανησυχίες και υποψίες για την πολιτική της στα εθνικά θέματα και ο εθνομηδενισμός, προκαλεί δικαιολογημένα απορία. Η εξήγηση βρίσκεται αφενός στα θετικά που αναγνωρίζει η κοινή γνώμη στην κυβέρνηση και αφετέρου στον αναξιόπιστο, θολό και ανησυχητικό λόγο της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.

Συγκεκριμένα, η κοινή γνώμη αναγνωρίζει ότι, βοηθούντος και του τουρισμού, που υπερβαίνει τώρα τα 30 περίπου εκατομμύρια επισκεπτών ετησίως, η οικονομική κατάσταση έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, σε σύγκριση με το θλιβερό παρελθόν των Μνημονίων. Η βελτίωση είναι εμφανής στον ρυθμό αναπτύξεως, στις ξένες επενδύσεις, στο ύψος των εξαγωγών, στην προοπτική αποδόσεως στη χώρα από τις ξένες αγορές της επενδυτικής βαθμίδος.
Ασφαλώς, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική εμπνέεται από την ιδεολογία του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Αυτή όμως είναι η κυρίαρχη ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία, δυστυχώς, έχει ταυτισθεί με τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης.

Η κυβέρνηση, υπό την πίεση επίσης της κοινής γνώμης, αλλά και της σκληρής πραγματικότητας, όπως εκδηλώθηκε, π.χ., στη μαζική απόπειρα εισόδου λαθρομεταναστών στη χώρα, στον Έβρο, αναγκάσθηκε να τροποποιήσει, σταδιακά, τις πιο ακραίες μορφές ανοχής της λαθρομεταναστεύσεως, που είναι γνωστό ότι, στην περίπτωση της Ελλάδος, εργαλειοποιείται από το καθεστώς Ερντογάν. Δεν άλλαξε ουσιαστικά πολιτική, παραμένει ευθυγραμμισμένη με την προβληματική πολιτική των Βρυξελλών. Κατόρθωσε όμως να περάσει ένα μήνυμα ότι δεν ακολουθεί μια άκριτη πολιτική ανοικτών συνόρων, που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας. Κατέστησε σύμβολο της διαφοροποιημένης αυτής πολιτικής τον φράχτη στον Έβρο και τη μείωση των μεταναστευτικών ροών στα νησιά.

Ένας τρίτος τομέας, στον οποίο η κυβέρνηση έδωσε θετικά δείγματα γραφής, είναι η αμυντική θωράκιση της χώρας. Οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε, με την Ελληνογαλλική στρατηγική σχέση, την αγορά των Γαλλικών φρεγατών Belharra και των αεροσκαφών Ραφάλ, τις άλλες αγορές όπλων από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, έστειλαν θετικά μηνύματα στην Ελληνική κοινή γνώμη, μετά την απίστευτη απραξία των προηγουμένων 15 ετών, που έφερε την άμυνα της χώρας σε οριακή κατάσταση. Ως αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής μυωπίας και αδράνειας, η χώρα θα βρισκόταν σε τραγική θέση και θα μπορούσε να είχε γίνει θύμα στρατηγικού εκβιασμού από την Άγκυρα, εάν δεν στρατηγούσε η καλή τύχη υπέρ της Ελλάδος, που ματαίωσε, για τους γνωστούς λόγους, την παραλαβή των αεροσκαφών F-35 από την Άγκυρα, αλλά και την ίδια τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα της συμπαραγωγής τους.

Η κυβέρνηση, κατά τέταρτο λόγο, προσπάθησε να δώσει ένα θετικό πρόσημο στην κοινωνία και σε μια σειρά άλλους τομείς, από την Παιδεία και ειδικότερα τα Πανεπιστήμια μέχρι τους πλειστηριασμούς εκατοντάδων χιλιάδων ακινήτων από ξένα funds και τις τράπεζες, την ψηφιοποίηση του κράτους, τη στέγαση των νέων, την πρωτογενή παραγωγή.

Οι πολιτικές της ήταν, βεβαίως, ανεπαρκείς και αποσπασματικές, με εξαίρεση την ψηφιοποίηση, στην οποία έγιναν πραγματικά άλματα σε σύντομο χρόνο, υπό την καθοδήγηση του αρμόδιου υπουργού Πιερρακάκη.

Λογικά θα ανέμενε κανείς η αξιωματική αντιπολίτευση να αρθρώσει έναν πολιτικό λόγο, σοβαρό, τεκμηριωμένο και υπεύθυνο και να προβάλει ένα πρόγραμμα και μια προοπτική που θα ανέπνεε αξιοπιστία και ελπίδα για πρόοδο, ανάπτυξη και ασφαλή πορεία της χώρας.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία ως κυβέρνηση να διδαχθεί από τα λάθη της, ακολούθησε τον δρόμο του άκρατου και ανεύθυνου λαϊκισμού, των ιδεολογίστικων αγκυλώσεων, της παροχολογίας και του πολιτικού καιροσκοπισμού. Καμιά σοβαρότητα και ώριμη και υπεύθυνη τοποθέτηση απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της χώρας.

Στο μεταναστευτικό πλήρης ευθυγράμμιση με την Γιόχανσον και τον Σχοινά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που είναι υπέρμαχοι των ανοικτών συνόρων. Επεσκέφθη, πριν από λίγες μέρες, ο Σχοινάς την Κύπρο, που έχει τεράστιο πρόβλημα με τους λαθρομετανάστες – εποίκους που στέλνει ο Ερντογάν μέσω της «Πράσινης Γραμμής». Το μόνο που βρήκε να πει στους Κυπρίους είναι ότι θα τους δώσει Ευρωπαϊκά κονδύλια για τη στέγαση των λαθρομεταναστών, τη μόνιμη δηλαδή εγκατάστασή τους στην Κύπρο.

Σύμβολο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα αυτό, που εν δυνάμει είναι υπαρξιακό θέμα για την εθνική συνέχεια της Ελλάδος, έγινε και γι’ αυτόν, αλλά με αντίθετο νόημα, ο Έβρος. Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Παπαδημούλης ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στο Ευρωκοινοβούλιο για να μην εγκριθεί η χρηματοδότηση του φράχτη στον Έβρο από Ευρωπαϊκά κονδύλια και να καταδικασθεί πολιτικά η κατασκευή του. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ενεκρίθη τελικά η χρηματοδότηση του φράχτη από Ευρωπαϊκά κονδύλια. Η θέση όμως του ΣΥΡΙΖΑ, με ένα μεγάλο γιατί, αποτυπώθηκε στη μνήμη της κοινής γνώμης.

Την ίδια και χειρότερη πολιτική ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα άλλο ζωτικό εθνικό θέμα. Την εθνική άμυνα. Αντί να κάνει την αυτοκριτική του για την προηγούμενη στάση του στο θέμα των εξοπλισμών, με το περιβόητο ιδεολόγημα ότι «θα το ρισκάρουμε με την Τουρκία», επανέκαμψε στην ίδια ανεύθυνη πολιτική, ζητώντας την ακύρωση της αμυντικής στρατηγικής σχέσεως με τη Γαλλία, την επανεξέταση των συμφωνιών για τις Belharra και τα Ραφάλ και τον περιορισμό των εξοπλισμών, με το επιχείρημα ότι είναι «μεγάλοι» και ενδεχομένως αχρείαστοι.

Αντί δηλαδή να ασκήσει υπεύθυνη και εποικοδομητική κριτική και να κάνει προτάσεις, όπως, π.χ., η ίδρυση υφυπουργείου για την ανάπτυξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας, που είναι απαραίτητη για τη χώρα, παραμένει καθηλωμένος στο πνεύμα μιας καταστρεπτικής πολιτικής του παρελθόντος.

Με την ίδια νοοτροπία, δεν κατόρθωσε να προβάλει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα για την ανάπτυξη και τις επιμέρους τομεακές πολιτικές και να εμπνεύσει ένα όραμα.

Τα άλλα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, παλαιά και νέα, δεν είχαν το βεληνεκές να υποκαταστήσουν στον ρόλο του το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως. Το τελευταίο άφησε ουσιαστικά, με την αναξιοπιστία και τον αλλοπρόσαλλο και ατεκμηρίωτο λόγο του, το πεδίο ελεύθερο για την επέλαση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η ταπεινωτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ήττα του πολιτικού παραλογισμού και της πολιτικής ανευθυνότητας, σε μια χώρα που αγωνιά για την ασφάλειά της, την κοινωνική και οικονομική, αλλά και την εθνική.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: politica.gr


Σχολιάστε εδώ