Οι οικονομικές πολιτικές όμηροι των οίκων αξιολόγησης

Οι οικονομικές πολιτικές όμηροι των οίκων αξιολόγησης


Των
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομότιμου Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
και
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΜΠΕΤΣΗ
Δρος Παντείου Πανεπιστημίου


Η στρατηγική επιβολής περιοριστικών πολιτικών από τους οίκους αξιολόγησης στις οικονομικές πολιτικές των κρατών αναδεικνύει, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με τον πιο εύληπτο τρόπο την επιδίωξη ομηρίας των δημόσιων πολιτικών.

Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνεται από την πρόσφατη προειδοποίηση των οίκων αξιολόγησης (S&P, Moody’s, Fitch), που απειλούν ουσιαστικά τις κυβερνήσεις των χωρών ότι, εάν δεν προωθήσουν σαρωτικές μεταρρυθμίσεις λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, θα υποβαθμίσουν την πιστοληπτική τους ικανότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολος για τις συγκεκριμένες χώρες ο δανεισμός από τις αγορές.

Με άλλα λόγια, η διεθνής, ευρωπαϊκή και εθνική αυτή πραγματικότητα καθιστά, μεταξύ άλλων, ιδιωτικές εταιρείες που αμείβονται για τις αξιολογήσεις αυτές, παράγοντες πιέσεων προς τις υπεύθυνες κυβερνήσεις για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, στην κατεύθυνση του περιορισμού των δαπανών για τις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Σε διαφορετική περίπτωση, η απειλή των οίκων αξιολόγησης προς τις εκλεγμένες δημοκρατικά κυβερνήσεις είναι η υποβάθμιση των οικονομιών των χωρών τους. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί το παράδειγμα της εταιρείας Fitch, η οποία υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας, προειδοποιώντας για την πιθανότητα παρεμπόδισης, από τις μαζικές (70% των Γάλλων) κινητοποιήσεις, της ψήφισης της «μεταρρύθμισης» της κυβέρνησης του Εμανουέλ Μακρόν για την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη.

Στις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι οίκοι αξιολόγησης, με τις παρεμβάσεις τους αυτές, απειλούν στο βάθος τη δημοκρατική λειτουργία ή την υποβάθμιση των οικονομιών των συγκεκριμένων δημοκρατικών χωρών; Επίσης, οι αναλύσεις τους (S&P, Fitch και Moody’s) σε ποια στοιχεία βασίζονται; Και αυτό επειδή η συνταξιοδοτική δαπάνη της Γαλλίας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 14,8% το 2020 προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες, στο 12,6%, του ΑΕΠ το έτος 2070 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Ageing Working Group). Επιπλέον, για το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συνταξιοδοτική δαπάνη κατά το διάστημα 2020 – 2070 παραμένει ουσιαστικά σταθερή (από 11,6% του ΑΕΠ το 2020 σε 11,7% του ΑΕΠ το 2070). Κατά συνέπεια, είναι εμφανής η νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση των πιέσεων, των προειδοποιήσεων και των απειλών των οίκων αξιολόγησης προς τις κυβερνήσεις των χωρών, προκειμένου να εμποδίσουν τον σχεδιασμό και την υλοποίηση αναδιανεμητικών πολιτικών μείωσης των ανισοτήτων, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία.

Πράγματι, οι πιστοληπτικοί οίκοι πρόσφατα εξέπεμψαν σήμα κινδύνου στις αναλύσεις τους για το διαρθρωτικό έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ισπανίας, επειδή στη συγκεκριμένη χώρα θα εφαρμοστούν πολιτικές που δεν προσβλέπουν στην περικοπή των συνταξιοδοτικών παροχών, αλλά στην εξεύρεση νέων πόρων για τη χρηματοδότηση της αύξησης των συντάξεων, προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό των ηλικιωμένων που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Αντίθετα, εκθειάζουν τη χώρα μας επειδή μείωσε τις συντάξεις κατά 35% στο διάστημα 2010 – 2020 κατά μέσο όρο (περικοπές ύψους 65 δισ. ευρώ), καθώς και επειδή αυτή η μείωση θα συνεχιστεί στο μέλλον, δεδομένου ότι ο λόγος της συνταξιοδοτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα θα μειωθεί από 15,6% το 2021 σε 11,6% του ΑΕΠ το 2070.

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης εστιάζουν στο γεγονός ότι, εάν αυξηθεί το κόστος δανεισμού, θα βρεθεί σε δυσμενέστερη κατάσταση το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όμως, το ερώτημα που προκύπτει αφορά το τι μπορεί να είναι αυτό που έχει προκαλέσει την αύξηση του κόστους δανεισμού. Και αυτό επειδή στην παρούσα συγκυρία το κόστος δανεισμού αυξήθηκε προκειμένου να μειωθεί ο υψηλός πληθωρισμός. Όμως, ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένας τρόπος για να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της χώρας μας, όπου το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, εμφανίζει μείωση στο επίπεδο του 171% του ΑΕΠ, παρόλο που σε νομισματικές μονάδες είναι 353 δισ. ευρώ.

Αντίθετα, όμως, από την επικρατούσα νεοφιλελεύθερη άποψη, υποστηρίζεται ότι τα προγράμματα κοινωνικής στήριξης δεν θα πρέπει να ανησυχούν τους οίκους αξιολόγησης και τις κυβερνήσεις σε τόσο μεγάλο βαθμό. Και αυτό επειδή το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού, όσον αφορά τον πληθωρισμό, λειτουργεί, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αντιπληθωριστικά. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι η μεταβολή της πληθυσμιακής δομής επηρεάζει και μεταβάλλει τις προτιμήσεις και την οικονομική συμπεριφορά του πληθυσμού, δεδομένου ότι θα αυξήσει την αποταμίευσή του λόγω της αύξησης της μακροζωίας (Σ. Ρομπόλης – Β. Μπέτσης, 2023). Αυτό σημαίνει ότι, τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, οι φορείς σχεδιασμού και άσκησης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής απαιτείται να αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 βαθμολογούσαν με την υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση χρηματοοικονομικά προϊόντα με μηδενική αξία, με αποτέλεσμα εκατομμύρια εργαζόμενοι σε διεθνές επίπεδο να απωλέσουν την εργασία τους και την ακίνητη περιουσία τους και αρκετά ασφαλιστικά κεφαλαιοποιητικά ταμεία να απωλέσουν τις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων.

Στις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που τίθεται στα κράτη και στις κυβερνήσεις είναι εάν κατά τον 21ο αιώνα οι στρατηγικές επιλογές οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όπως η παραγωγή και η αναδιανομή του πλούτου, το εύρος του κοινωνικού κράτους, η αντιμετώπιση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων κ.λπ., θα παραμείνουν όμηροι των οίκων αξιολόγησης, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ή θα αποτελούν κυρίαρχο πεδίο σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιολόγησης των δημόσιων πολιτικών.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ