H υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ έκοψε 1,4 χρόνια από το προσδόκιμο επιβίωσης!
–Μόνο το 45% των Ελλήνων είναι ικανοποιημένο από το ΕΣΥ
Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ
Μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης κατά 1,4 χρόνια και αύξηση των ανικανοποίητων αναγκών για υγειονομική περίθαλψη, όπως και των «καταστροφικών δαπανών» των ελληνικών νοικοκυριών είναι κάποιες από τις συνέπειες της συρρίκνωσης της δημόσιας δαπάνης για την υγεία, τις οποίες καταδεικνύει η νέα μελέτη του Ινστιτούτου Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (ΙΠΟΚΕ).
Η μελέτη επισημαίνει ότι η επένδυση στην Υγεία αποτελεί το κλειδί για την πρόσβαση των ασθενών σε ποιοτική και αποδοτική υγειονομική περίθαλψη.
Τη μελέτη, με τίτλο «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο και στις Υπηρεσίες Υγείας», παρουσίασε για πρώτη φορά, στο πλαίσιο δημοσιογραφικής εκδήλωσης, ο Ιωάννης Υφαντόπουλος, καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του ΕΚΠΑ και πρόεδρος του ΙΠΟΚΕ, επισημαίνοντας ότι τα πορίσματά της είναι χρήσιμα για τον στρατηγικό προγραμματισμό και την επιστημονική τεκμηρίωση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της Υγείας που σχεδιάζουν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα.
Η υποχρηματοδότηση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας στη χώρα μας, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης και τον μέσο όρο των 27 χωρών της Ευρώπης (ΕΕ-27), έχει επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των Ελλήνων. Η έρευνα βασίζεται σε συνδυασμό χρονολογικών σειρών, που καλύπτουν περίοδο 60 χρόνων (από το 1960 μέχρι το 2021), και διακρατικών δεδομένων των ευρωπαϊκών χωρών. Το σύνολο του δείγματος των χωρών της Ευρώπης ήταν 322.724 άτομα και της Ελλάδας 16.621 άτομα.
Στην ανάλυσή του ο κ. Υφαντόπουλος ανέφερε: «Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα τρία Μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση της Covid-19 επηρέασαν σημαντικά την υποχρηματοδότηση του Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα. Όσον αφορά το σκέλος της χρηματοδότησης, η Ελλάδα παρουσίασε σημαντικές αποκλίσεις από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Οι αποκλίσεις αυτές ανέρχονται σε δύο ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο των δαπανών υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε τρεις ποσοστιαίες μονάδες στις δημόσιες δαπάνες υγείας. Η Ελλάδα αποτελεί τη χώρα της ΕΕ-27 με τις μεγαλύτερες υποχρηματοδοτήσεις του Συστήματος Υγείας».
Αναφέρονται ενδεικτικά οι ακόλουθες μειώσεις / αποκλίσεις από τον μέσο όρο της ΕΕ-27:
1) Σύνολο δαπανών υγείας κατά κεφαλήν: μείωση στην Ελλάδα κατά 22,8% έναντι αύξησης στον μ.ό. της ΕΕ-27 κατά 16,7%.
2) Δημόσιες δαπάνες κατά κεφαλήν: μείωση στην Ελλάδα κατά 32,5% έναντι αύξησης στον μ.ό. της ΕΕ-27 κατά 15,3%.
3) Σύνολο φαρμακευτικών δαπανών κατά κεφαλήν: μείωση στην Ελλάδα κατά 26,2% έναντι αύξησης στον μ.ό. της ΕΕ-27 κατά 3,6%.
4) Δημόσιες φαρμακευτικές δαπάνες κατά κεφαλήν: μείωση στην Ελλάδα κατά 51,8% σε σχέση με αντίστοιχη μείωση στον μ.ό. της ΕΕ-27 μόνο κατά 6,7%.
Από την ανάλυση προκύπτει σημαντική υποχρηματοδότηση του δημόσιου τομέα της υγείας στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά το μείγμα των δημόσιων / ιδιωτικών δαπανών υγείας για φάρμακο, παρατηρείται, επίσης, μια σημαντική συρρίκνωση της δημόσιας δαπάνης στην Ελλάδα από 78,1% το 2009 σε 51% το 2019. Οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για τον μ.ό. της ΕΕ-27 ήταν από 65,9% το 2009 σε 59,3% το 2019.
Όπως επισημαίνει ο κ. Ιωάννης Υφαντόπουλος, εξετάζοντας διαχρονικά το πρότυπο χρηματοδότησης των δαπανών υγείας στην Ελλάδα, παρατηρούμε μια σημαντική συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών υγείας, με αντίστοιχη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών. Η μετακύλιση αυτή της δαπάνης από τον δημόσιο τομέα στις τσέπες των ελλήνων πολιτών έφερε ένα επιπλέον βάρος στα ελληνικά νοικοκυριά, δημιουργώντας σημαντικές καταστροφικές δαπάνες. Ως καταστροφικές δαπάνες ορίζονται οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές του νοικοκυριού για ιατρικές δαπάνες που ξεπερνούν το 40% των συνολικών δαπανών του, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες κάλυψης βασικών αναγκών (δηλαδή, για διατροφή, στέγαση και λογαριασμούς Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας).
Οι παραπάνω μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα και την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη. Η Ελλάδα καταγράφεται ως μια από τις χώρες της ΕΕ-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες. Η αύξηση αποδίδεται στην υποεπένδυση του δημόσιου τομέα στην υγεία.
Συγκρίνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες σε συνδυασμό με τις δημόσιες δαπάνες υγείας στις 27 χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των ανατολικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία), με τις χαμηλότερες δαπάνες υγείας και τις υψηλότερες ανικανοποίητες ανάγκες.
Εξετάζοντας την ικανοποίηση των ευρωπαίων πολιτών από το Σύστημα Υγείας, προέκυψε ότι οι Έλληνες δηλώνουν τη χαμηλότερη ικανοποίηση. Ικανοποίηση από το Σύστημα Υγείας δηλώνει το 45% των Ελλήνων έναντι του 96,5% των Ελβετών, του 94% των Δανών και του 91% των Ισπανών.
Από περαιτέρω μελέτη των δεδομένων, προκύπτει ότι η επένδυση στην υγεία αυξάνει σημαντικά την ευημερία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, φυσικά, και των Ελλήνων.