Η συνέχιση του Ερντογανισμού στην Τουρκία και η ελληνική πολιτική
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Διαψεύδοντας τις δημοσκοπήσεις, ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του ΑΚΡ κατέκτησε την πρώτη θέση, με σημαντική διαφορά απέναντι στους συνασπισμένους αντιπάλους του.
Τα Δυτικά ΜΜΕ και πολλοί έγκυροι αναλυτές προεξοφλούσαν ότι, τη φορά αυτή, ο Ερντογάν δεν θα τα κατάφερνε. Η μεγάλη οικονομική κρίση και η ακρίβεια, οι προβληματικές σχέσεις με τη Δύση, το έλλειμμα δημοκρατίας και το πλεόνασμα αυταρχισμού και ακραίου Ισλαμισμού, η συμφορά των μεγάλων σεισμών στη ΝΑ Τουρκία αξιολογούνταν ως παράγοντες που θα επέτρεπαν στην αντιπολίτευση να υπερνικήσει.
Αυτό όμως δεν συνέβη. Ένας πρώτος λόγος γι’ αυτό ανάγεται στη σύγκριση των δύο κυρίων πρωταγωνιστών, Ερντογάν και Κιλιτσντάρογλου. Ο πρώτος υπερέχει σαφώς σε πολιτικό χάρισμα, επικοινωνιακή τακτική και πολιτική επιτηδειότητα. Ένας δεύτερος, και ίσως ο σημαντικότερος, είναι η ιδεολογική ηγεμονία που έχτισε ο Ερντογάν κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, γύρω από το όραμα μιας νέας, μεγάλης και ανεξάρτητης Τουρκίας. Το τελευταίο αναγνωρίστηκε ως εθνικό όραμα από όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος. Η επιτήδεια υπόσκαψη του Κεμαλισμού από τον Ερντογάν, που θα μπορούσε να είναι το αντίπαλον ιδεολογικό δέος, τον κατέστησε παρωχημένο, εφόσον τη δραστικότερη παράμετρό του, τον Τουρκικό εθνικισμό, τον ενέταξε στο νέο όραμα σε σύνθεση με το Ισλάμ.
Έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι ο οικονομικός παράγων δεν επηρέασε, στον αναμενόμενο βαθμό, το πολιτικό αποτέλεσμα. Μια εξήγηση μπορεί να είναι η υπερίσχυση του ιδεολογικού παράγοντα και της προπαγάνδας του Ερντογάν ότι οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Τουρκία οφείλονται στον πόλεμο που διεξάγει ο Μπάιντεν και η Δύση κατά του Ερντογάν, γιατί θέλουν να τον ανατρέψουν και να φέρουν στη θέση του έναν άλλο ηγέτη, υποχείριό τους. Μέσα από το πρίσμα αυτό, οι οικονομικές δυσκολίες παρουσιάζονται ως το αναπόφευκτο τίμημα στον αγώνα για μια ανεξάρτητη και μεγάλη Τουρκία.
Μια άλλη, συμπληρωματική εξήγηση είναι η πίστη στις ικανότητες του Ερντογάν να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση και να επαναφέρει την ταχύρρυθμη ανάπτυξη, που οδήγησε στον πρόσφατο παρελθόν στον τριπλασιασμό του Τουρκικού ΑΕΠ.
Έκπληξη αποτέλεσε επίσης η μαζική ψήφος των σεισμόπληκτων υπέρ του Ερντογάν. Οι εκτιμήσεις ότι η οργή των σεισμοπλήκτων θα εκτονωνόταν εναντίον του Ερντογάν δεν επιβεβαιώθηκαν. Ο τελευταίος έσπευσε να δώσει ελπίδα και προσδοκία στην απόγνωσή τους με την υπόσχεση ότι σε έναν χρόνο θα έχει ο καθένας ένα καινούργιο σπίτι.
Ανεξακρίβωτες πληροφορίες κάνουν λόγο επίσης για έναν κρυμμένο άσο του Ερντογάν, με τη μορφή δύο περίπου εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων, στους οποίους ο Ερντογάν είχε δώσει υπηκοότητα και οι οποίοι ψήφισαν μαζικά υπέρ του.
Υπάρχει, βεβαίως, και ο δεύτερος γύρος. Είναι δύσκολο και όμως να εκτιμήσει κανείς ότι σε διάστημα δύο εβδομάδων μπορεί να υπάρξει ανατροπή, αν δεν μεσολαβήσουν απρόβλεπτα, συνταρακτικά γεγονότα. Οι μεγαλύτερες πιέσεις που μπορούν να ασκηθούν από τον Δυτικό παράγοντα είναι στην οικονομία. Θεωρείται όμως απίθανο ότι ο κυρίαρχος Αμερικανικός παράγων θα εξαντλήσει την επιρροή του και τις δυνατότητές του για να αποσταθεροποιήσει τον Ερντογάν και εμμέσως την Τουρκία. Επιδίωξη των Δυτικών είναι η διατήρηση διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας, ώστε να μην εξωθηθεί η Άγκυρα προς περαιτέρω αποστασιοποίηση από τη Δύση. Προσδοκούν, αντιθέτως, ότι η έκτακτη και επικίνδυνη οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζει η Τουρκία θα την εξωθήσει προς μεγαλύτερη συνεργασία με τη Δύση.
Πράγματι, η Τουρκία μετά τις εκλογές θα αντιμετωπίσει μια πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση. Ο Ερντογάν δεν αναμένεται και τη φορά αυτή να προστρέξει σε ορθόδοξες οικονομικές πρακτικές, που θα υποθήκευαν την ανεξαρτησία και την ανάπτυξη της Τουρκίας, όπως η προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Θα επιχειρήσει να εμμείνει στη δική του ανορθόδοξη συνταγή, που δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, στην παραγωγή και στα χαμηλά επιτόκια. Θα χρειασθεί όμως πολύ σημαντική οικονομική βοήθεια, το μεγαλύτερος μέρος της οποίας πρέπει να το διαπραγματευθεί με τη Δύση.
Είναι βέβαιο ότι, στο πλαίσιο αυτό, θα εντείνει τις πιέσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως της Τουρκίας με την Ευρώπη, ώστε να αυξήσει τις εξαγωγές προς αυτήν. Στο ίδιο πνεύμα, θα ασκήσει πιέσεις προς τις ΗΠΑ για την αναβάθμιση του υπάρχοντος καθεστώτος εξαγωγών, με την παροχή πιο ευνοϊκής ρήτρας προς τις Τουρκικές εξαγωγές.
Η Άγκυρα τρέφει όμως μεγάλες ελπίδες και από τις σχέσεις της με την Κίνα, τις Ευρωασιατικές αγορές, τις οικονομικές σχέσεις της με τις χώρες του Κόλπου και με τη Ρωσική αγορά, στην οποία έχει προνομιακή πρόσβαση, έχοντας αρνηθεί να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία.
Η δυσκολότερη εξίσωση που θα έχει να επιλύσει ο Ερντογάν μετεκλογικά είναι, προφανώς, η σταθεροποίηση και η ανόρθωση της Τουρκικής οικονομίας. Η επίλυση του προβλήματος συγχέεται εκ των πραγμάτων με τη διαπραγμάτευση των σχέσεών του με τη Δύση. Παρόμοιο είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζει στο πεδίο της αμυντικής συνεργασίας. Η φθίνουσα κατάσταση της τακτικής Τουρκικής Αεροπορίας επιβάλλει την ταχύτερη δυνατή αποδέσμευση των Τουρκικών F-16, της αγοράς δηλαδή 40 νέων F-16, Block 70, και της αναβαθμίσεως των άλλων Τουρκικών F-16.
Οι Τουρκικές πρωτοβουλίες για την κατασκευή εθνικού μαχητικού 5ης γενιάς, όπως επίσης η θεαματική ανάπτυξη νέων μη επανδρωμένων αεροσκαφών με πολύ αυξημένες δυνατότητες, ενισχύουν, σε προοπτική, την Τουρκική Αεροπορία και την Τουρκική αυτονομία σ’ έναν πολύ κρίσιμο τομέα, αλλά δεν μπορούν άμεσα να αναπληρώσουν το χάσμα που δημιουργείται μεταξύ της Ελληνικής και της Τουρκικής τακτικής Αεροπορίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει πάντως να υπογραμμίσει κανείς ότι η Άγκυρα επιδιώκει να αναπτύξει μια εναλλακτική Αεροπορία με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (ΜΕΑ) υψηλών δυνατοτήτων, που θα είναι σε θέση να συμβάλουν καθοριστικά σε επιθέσεις κορεσμού. Η Ελληνική πλευρά πρέπει να επιταχύνει τους ρυθμούς της και να καλύψει αποτελεσματικά το χάσμα που υπάρχει σήμερα, όχι μόνο στα ΜΕΑ αλλά και στα θαλάσσια και υποβρύχια μη επανδρωμένα σκάφη.
Γίνεται μεγάλη συζήτηση στην Ελληνική κοινή γνώμη για το ποιος από τους δύο μονομάχους, με δεδομένη την κατάσταση που υπάρχει στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, μπορεί να είναι προτιμότερος για την Ελληνική πλευρά. Οι περισσότεροι αποκλίνουν προς τον Ερντογάν γιατί, με τη μεγαλεπήβολη και Ισλαμιστική πολιτική του, αποστασιοποιείται από τη Δύση και υποθηκεύει το παραδοσιακό πλεονέκτημα που είχε η Τουρκία στο ΝΑΤΟ και γενικά στο Δυτικό χρηματιστήριο, με το πολύ σημαντικό γεωστρατηγικό της κεφάλαιο.
«Προτιμάται» επίσης γιατί, παρά τη ρητορική του, έχει αποφύγει μέχρι τώρα οποιαδήποτε επιθετική κίνηση κατά της Ελλάδος και γιατί, κατά την παροιμία, είναι προτιμότερος ένας «διάβολος» που τον γνωρίζουμε. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Ερντογάν δεν είναι λιγότερο αποφασισμένος να κατακτήσει τους στρατηγικούς στόχους της Άγκυρας. Επιλέγει όμως να τους επιτύχει «ειρηνικά», με στρατηγικό εκβιασμό από θέση ισχύος. Με ανατροπή δηλαδή της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και υπερφαλάγγιση γενικότερα της Ελλάδος στην οικονομική ανάπτυξη, στην τεχνολογία και στη διπλωματική επιρροή.
Με βάση τη διαπίστωση αυτή, είναι σαφές πόσο σημαντική και επείγουσα είναι για την Ελλάδα μια αναγκαία ισορροπία δυνάμεων και ταυτοχρόνως η ταχύρρυθμη οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη.