Χριστόφορος Βερναρδάκης στο “Π”: Να τα αλλάξουμε όλα
Του
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
Πανεπιστημιακού, Υποψήφιου Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Α’ Αθηνών
Το μεγαλύτερο ζήτημα που θα κρίνουν οι σημερινές εκλογές είναι το σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί η χώρα τα επόμενα χρόνια. Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο, είναι όμως όλη η ουσία της σημερινής πραγματικότητας.
Παραδείγματος χάρη, θα αποκτήσει επιτέλους ένα αξιόπιστο και γρήγορο τρένο, πάνω σε σύγχρονες υποδομές; Ή θα συνεχίσει τη σημερινή πολιτική, που κατατεμαχίζει τον σιδηρόδρομο και φτιάχνει ένα μείγμα κακών και ακριβών δημόσιων μεταφορών; Είναι κομβικό το παράδειγμα, το έκανε τραγικό το δυστύχημα των Τεμπών, το κάνει ανυπόφορο το γεγονός ότι, τρεις μήνες μετά, επί της ουσίας, δεν υπάρχει σύνδεση Αθήνας – Θεσσαλονίκης.
Θα αποκτήσει η χώρα μια καθολική, δημόσια, υψηλού επιπέδου παιδεία και υγεία ή θα εξακολουθήσει να είναι έρμαιο ιδιωτικών μικροσυμφερόντων που επιχειρούν στον χώρο;
Θα αποκτήσει σχέδιο για τη δική της παραγωγή, αξιοποιώντας τα φυσικά πλεονεκτήματα που διαθέτει και το ανθρώπινο δυναμικό της, ή θα ταλανιστεί στα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου και θα χάσει ακόμα μια γενιά μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού;
Τα διλήμματα δεν είναι ρητορικά, είναι απολύτως πραγματικά. Μάλιστα, το γεγονός ότι στην προεκλογική περίοδο δεν έγινε εξονυχιστική συζήτηση για όλα αυτά είναι μια ακόμα ένδειξη της παρακμής που διέρχεται η χώρα. Με τη συνυπευθυνότητα και των περισσότερων Μέσων Ενημέρωσης.
Δεν μπορεί να είναι αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία το γεγονός ότι η κυβερνώσα παράταξη της χώρας παρουσιάζει τέτοιο έλλειμμα πολιτικής και ιδεολογικής συγκρότησης. Η αποστροφή του πρωθυπουργού για την «εργαλειοποίηση» που κάνουν οι γονείς των θυμάτων των Τεμπών προκαλεί τεράστια εντύπωση ακόμα και για τη στοιχειώδη ικανότητα έκφρασης δημόσιου λόγου. Η παραδοχή ύπαρξης σκανδάλου των υποκλοπών, εννιά μήνες μετά την εμφάνιση του θέματος και ενώ έχουν μείνει τεράστια αναπάντητα ερωτήματα για τις διαδρομές της υπόθεσης μέσα στο ίδιο το πρωθυπουργικό γραφείο και στο κράτος, αποτελεί ένα ακόμα μυστήριο στον παράλληλο κόσμο της κυβέρνησης.
Εν τω μεταξύ, η χώρα βλέπει το δημόσιο χρέος να αυξάνεται, το ιδιωτικό χρέος να εκτοξεύεται, τον δημόσιο τομέα να συνθλίβεται και την εργασία στον ιδιωτικό τομέα να παραπαίει μεταξύ ελαστικότητας και διαρκούς λιτότητας.
Έχει μέλλον μια χώρα με αυτά τα δεδομένα; Κανένα μέλλον. Το αναπτυξιακό πρότυπο που κυριάρχησε δογματικά την τελευταία τετραετία περιορίζεται στο real estate, στον τουρισμό και στις χαμηλού κόστους υπηρεσίες. Οι υποδομές της παλιώνουν και είναι πια ξεπερασμένες, τα χρηματοδοτικά εργαλεία εξαντλήθηκαν σε απευθείας αναθέσεις, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αποκλείστηκαν από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι τράπεζες βρίσκονται ανεξέλεγκτες από ικανό ρυθμιστικό πλαίσιο προστασίας των νοικοκυριών.
Τίποτα από όλα αυτά δεν συζητήθηκε κανονικά στην προεκλογική περίοδο. Τα προγραμματικά ζητήματα εξαντλήθηκαν στο πολιτικό κουτσομπολιό για τις εν δυνάμει κυβερνητικές συνεργασίες και την αναζήτηση πρωθυπουργών από κάποιες εφεδρείες. Προφανώς, δεν μπορεί να συνεχιστεί μια τέτοια κατάσταση. Είναι επείγον το αίτημα να διαμορφωθεί μια νέα εθνική συμφωνία για τους όρους λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Μια «νέα Μεταπολίτευση». Είναι επείγον το αίτημα μιας βαθιάς ανανέωσης των πολιτικών κομμάτων όλων των ιδεολογικών παρατάξεων, μιας εμβάπτισης εκ νέου στις κοινωνικές τους αναφορές. Η αποδοκιμασία της σημερινής ΝΔ ακόμα και από ένα μεγάλο τμήμα της παραδοσιακής της βάσης σηματοδοτεί την ανάγκη η πολιτική να απεγκλωβιστεί από την ολιγαρχία και να ξαναγίνει κτήμα της κοινωνίας.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς, και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, με τη συνολική πολιτισμική του πολιτική ταυτότητα, μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για μια ριζική αναβάπτιση της πολιτικής. Η ήττα των νεοφιλελεύθερων ιδεών περνά σήμερα μέσα από την ενίσχυση του και αύριο από την εφαρμογή ενός προγράμματος υπεράσπισης της κοινωνίας. Γι’ αυτό η σημερινή μέρα είναι πολύ σημαντική και μας καλεί να τη σεβαστούμε συμμετέχοντας στις εκλογές.