Ανταγωνισμός, ορθολογισμός και αντισυστημική συμπεριφορά

Ανταγωνισμός, ορθολογισμός και αντισυστημική συμπεριφορά


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ


Ο κ. Μητσοτάκης σε μια από τις πρόσφατες συνεντεύξεις του ρωτήθηκε αν έχει τύχει να παίξει τένις με την κ. Σάκκαρη και απάντησε, γελώντας: «Ναι, μου έκανε την χάρη. Όσοι έχουν παίξει τένις θα καταλάβουν. Δεν μπορούσα να γυρίσω ούτε το δεύτερο σερβίς της».

Ο ανταγωνισμός, από τη στιγμή που γίνεται συνειδητός στο άτομο, είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο, έχει τη δυνατότητα να συμβάλει στην ατομική αυτογνωσία αναπτύσσοντας ορθολογισμό στη σκέψη του και στη συμπεριφορά του. Ο αθλητισμός και η παιδεία είναι δύο κοινωνικές δραστηριότητες που συμβάλλουν απόλυτα στον εξορθολογισμό της συμπεριφοράς μας. Η συγκεκριμένη φράση του πρωθυπουργού έχει δύο σημεία που ανάγλυφα περιγράφουν αυτήν τη διαπίστωση: «Μου έκανε τη χάρη». Φράση δηλωτική της εκ προοιμίου αναγνώρισης, και από τα δύο μέρη, του ποιοτικού κενού που χώριζε τους δύο αντιπάλους. «Δεν μπορούσα να γυρίσω το δεύτερο σερβίς της». Φράση που δηλώνει με σαφήνεια την αποτίμηση της αδυναμίας του ίδιου να αντιμετωπίσει την αντίπαλο και ουσιαστικά να συνεχίσει σε ίσους όρους το παιχνίδι. Σε απλά ελληνικά, ο ανταγωνισμός οδήγησε ορθολογικά και τα δύο μέρη να προσαρμοστούν στο πραγματικό ποιοτικό κενό που τους χώριζε, έτσι ώστε να συνεχίσουν να παίζουν ευχάριστα.

Από τις κερκίδες τώρα, ένας αμερόληπτος παρατηρητής θα μπορούσε να πει ότι ήταν προφανές το πώς θα εξελισσόταν το παιχνίδι. Η Σάκκαρη θα περιόριζε την αγωνιστική της πίεση και ο κ. Μητσοτάκης θα αγωνιζόταν να βελτιωθεί, διασκεδάζοντας και γνωρίζοντας ότι με τίποτα δεν κερδίζει το παιχνίδι. Λογικά, μετά από τα πρώτα λεπτά του αγώνα, όλοι οι εμπλεκόμενοι θα είχαν αντιληφθεί ότι ούτε ο διαιτητής, ούτε τα καλύτερα παπούτσια, ούτε η καλύτερη ρακέτα, ούτε βέβαια η στιγμή του αγώνα θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν ένα αποτέλεσμα διαφορετικό από μια ήττα του κ. Μητσοτάκη.

Υπάρχουν όμως και ομαδικά αθλήματα. Ένα σύνολο αθλητών ανταγωνίζεται ένα άλλο σύνολο και, υπό την επίβλεψη του προπονητή, οι ομάδες, ως ένα συνεκτικό σύνολο ατόμων, επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τους φιλάθλους και κυρίως τους οπαδούς. Η βαθμολογική ιεράρχηση είναι κατ’ αρχάς δεδομένη, αλλά το αποτέλεσμα προκύπτει από τη συλλογική απόδοση των αθλητών, τόσο κατά μέσο όρο όσο και σε σχέση με τα βασικά στελέχη της ομάδας.

Σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα, το μάθημα αλλά και η απόδοση του καθηγητή αυξάνεται όσο η ποιοτική διασπορά των φοιτητών είναι μικρή. Μεγάλες ποιοτικές και γνωστικές αποκλίσεις δεν συμβάλλουν στην απόδοση. Οι άριστοι βελτιώνουν τους μέτριους όταν, αντιγράφοντας το προηγούμενο παράδειγμα με το τένις, δεν τους κάνουν χάρη. Μελετούν και ανεβάζουν το επίπεδο των απαιτήσεών τους από την απόδοση του καθηγητή και τραβάνε τους συμφοιτητές τους ανταγωνιστικά στο να βελτιώσουν και εκείνοι την απόδοσή τους. Το σύνολο τελικά, όσο δεν υπάρχει μεγάλο ποιοτικό χάσμα, παράγει περισσότερη γνώση. Ο ορθολογισμός και η αξιολόγηση δημιουργούν με τον ανταγωνισμό ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές, έτσι ώστε εξελικτικά η ομάδα να επιτυγχάνει συνολική βελτίωση.

Αν, τώρα, έρθει η στιγμή που ο φίλαθλος –αλλά ταυτόχρονα και οπαδός– αποχωρήσει από τον χώρο διεξαγωγής του αθλήματος, και αυτός θα γνωρίζει πολύ καλά για ποιο λόγο κέρδισε ή έχασε η ομάδα του. Όπως ακριβώς και ο φοιτητής θα γνωρίζει αν έμαθε ή αν έχασε τον χρόνο του παρακολουθώντας το συγκεκριμένο μάθημα. Θα γνωρίζουν όμως όλοι τα λάθη που έχουν γίνει και πρέπει να διορθωθούν από την ομάδα, ώστε να συνεχίσουν να έχουν σχέση με την διαδικασία, είτε ως αθλητές, είτε ως φοιτητές, είτε ως οπαδοί. Σε τελική ανάλυση, αν κάποιος δεν θέλει να παρακολουθεί ένα σπορ, είτε ως φίλαθλος είτε ως οπαδός μιας ομάδας, επειδή αισθάνεται ότι του κάνουν χάρη οι αθλητές για να περάσει ανώδυνα την ώρα του, ο ορθολογισμός του θα τον οδηγήσει σε αποφάσεις. Ένας αδιάφορος οπαδός, και μάλιστα αναλαμβάνοντας ακόμη και στιγμιαία το κόστος του εισιτηρίου, αποτελεί λογικό παράδοξο.
Υπάρχουν στιγμές που κάποιες κατηγορίες οπαδών, μη κρίνοντας ορθολογικά, παρερμηνεύουν την ανταγωνιστική εξέλιξη του αγώνα και επιλέγουν να φύγουν από το γήπεδο, αποφεύγοντας να αξιολογήσουν την απόκλιση στην ποιότητα των αντιπάλων. Εφευρίσκουν τυχαίες αδυναμίες για να δικαιολογήσουν τις πραγματικές αδυναμίες της ομάδας τους.

«Χάσαμε» και φταίει το σύστημα που μας εμπόδισε να κερδίσουμε ή προφανώς «κερδίσαμε» δικαιωματικά ως ποιοτικά καλύτεροι. Είναι εκείνη η κατηγορία των φιλάθλων που αντιλαμβάνονται τον ανταγωνισμό όχι απλά ως αποτέλεσμα της ατομικής ή/και συλλογικής ικανότητας, αλλά ως προϊόν του συστήματος. Κερδίζει η ομάδα επειδή, σύμφωνα με τη λογική τους, η διαιτησία επέτρεψε και δεν εμπόδισε να αναδειχθούν οι ικανότητες των παικτών και του προπονητή. Αντίθετα, έχασε η ομάδα επειδή, σύμφωνα με τη λογική τους, υπήρξαν σφάλματα ή εμπόδια τρίτων. Είναι η κατηγορία των αντισυστημικών. Άτομα που θεωρούν ότι το σύστημα δεν είναι εμπόδιο στις επιλογές τους, εφόσον το αποτέλεσμα τούς ευνοεί και αποδίδουν στο σύστημα την ευθύνη για κάθε αρνητικό αποτέλεσμα… Ως και αν το σύστημα είναι ένα ζωντανός οργανισμός, ανεξάρτητος από τους ανταγωνιστές, που άλλοτε συμβάλλει και άλλοτε παρεμποδίζει το αποτέλεσμα. Ως και αν το δίχτυ στο τένις ανεβαίνει και κατεβαίνει ανάλογα με τον παίκτη.
Θα μπορούσαμε να καταλάβουμε την αντισυστημική λογική, αν είχαμε να κρίνουμε ένα στιγμιαίο γεγονός. Είναι αυτό που ο λαός αποκαλεί «η κακιά η ώρα». Είναι η στιγμή που μια ασήμαντη και τυχαία μεταβολή οδήγησε σε ανατροπή ενός προσδοκώμενου και εφικτού αποτελέσματος. Ένα ενδεχόμενο που η λογική το θεωρούσε δεδομένο.

Για ανεξήγητους λόγους, για παράδειγμα, η κ. Σάκκαρη χάνει τον αγώνα από τον κ. Μητσοτάκη. Τότε είναι που ο αντισυστημικός οπαδός που παρακολουθεί τον αγώνα, ιδιαίτερα μάλιστα αν δεν αντιλαμβάνεται την ποιοτική διαφορά των δύο αντιπάλων, είναι πιθανό να καταλήξει στο συμπέρασμα της υπεροχής του κ. Μητσοτάκη. Αν όμως παρακολουθεί για έξι συνεχόμενα χρόνια τη συγκεκριμένη αντιπαλότητα, και μάλιστα αφού οι δύο ανταγωνιστές είχαν αλλάξει θέση και τεχνική στο γήπεδο, όσο αντισυστημικός και αν είναι, εύκολα θα έχει αντιληφθεί ότι η κ. Σάκκαρη χαρίζει το παιχνίδι στον πρωθυπουργό. Και αν είχε παρατηρήσει ότι η κ. Σάκκαρη μπορούσε να αλλάζει κατά το δοκούν το αποτέλεσμα του αγώνα, όποτε το επιθυμούσε, κάθε θεατής, οπαδός ή μη, αντισυστημικός ή μη, εύκολα θα αντιλαμβανόταν ποιος εκ των δύο ήταν ο ποιοτικά ανώτερος.

Η ποιοτική ανωτερότητα σε ανταγωνιστικό επίπεδο είναι όπως «ο βήχας και το χρήμα», δεν κρύβεται. Οι δύο αντίπαλοι βρίσκονται στο ίδιο γήπεδο γιατί ο ένας κάνει συμβατικά χάρη στον άλλον. Διασκεδάζει ελέγχοντας τον ρυθμό και το αποτέλεσμα του αγώνα.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε όμως να κάνουμε μια διευκρίνιση. Το ποιοτικό κενό που χαρακτηρίζει τελικά το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού δεν είναι απόλυτα δαρβινιστικό. Είναι και αποτέλεσμα διαρκούς βελτίωσης. Προκύπτει ως αποτέλεσμα συστημικής προσπάθειας, που χτίζει σταδιακά την ατομική αλλά και τη συλλογική αυτοπεποίθηση των παικτών της ομάδας. Είναι η αιτιολογημένη σύγκριση και αναγνώριση των ατομικών και ομαδικών ικανοτήτων, που επιβεβαιώνονται με τη διαρκή αξιολόγηση οπαδών και μη. Και όσο αυτή η απόκλιση των ικανοτήτων παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα αμετάβλητη στην κρίση των θεατών τόσο συστημικά προεξοφλείται και το αποτέλεσμα του αγώνα.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ