Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής προεκλογικής περιόδου
–Χαλάρωση του ενδιαφέροντος για τις διεθνείς εξελίξεις
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Η διεξαγωγή των κοινοβουλευτικών εκλογών ανά τετραετία αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατικής διακυβέρνησης μιας χώρας και έχει καθιερωθεί –τουλάχιστον στα δυτικά κράτη– από τον 19ο αιώνα.
Οι λαοί των χωρών με δημοκρατικά καθεστώτα καλούνται ανά τετραετία –αν απαιτηθεί, και σε μικρότερο χρονικό διάστημα– να εκλέξουν το κόμμα –και τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους– που κρίνουν καταλληλότερο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας τους.
Οι Έλληνες μπορεί να επαίρονται για τους αρχαίους προγόνους τους, καθώς ήταν εκείνοι που όχι μόνο εφεύραν την έννοια της Δημοκρατίας αλλά και την εφάρμοσαν, με τη συνήθη αντιπαράθεση μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών, όροι που έκτοτε έχουν καθιερωθεί διεθνώς.
Η προεκλογική περίοδος είναι απαραίτητη προκειμένου τα κόμματα να επιλέξουν τους υποψηφίους για το βουλευτικό αξίωμα, κυρίως όμως για να εκθέσουν στο εκλογικό σώμα τις θέσεις για τα κύρια θέματα που συντίθενται στο προεκλογικό πρόγραμμα.
Η πολιτική ζωή και οι κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παρουσιάζουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Εκτός της οικογενειοκρατίας –μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη–, επικρατεί έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων, και σε αυτό συμβάλλουν και τα Μέσα Ενημέρωσης, καθώς το ειδησεογραφικό τους πρόγραμμα επικεντρώνεται στην προεκλογική αναμέτρηση των κομμάτων. Το πρόγραμμα των τηλεοπτικών, κυρίως, δικτύων ενημέρωσης μονοπωλούν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των εκπροσώπων των κομμάτων, σε σημείο να αποσιωπάται, σχεδόν, όλη η υπόλοιπη ειδησεογραφία που αφορά άλλα, εσωτερικά και διεθνή, συμβαίνοντα.
Όσοι έτυχε να βρίσκονται σε προεκλογική περίοδο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως στις ΗΠΑ, εκπλήσσονται με την παντελή, σχεδόν, έλλειψη προεκλογικής ατμόσφαιρας, γεγονός που επιβεβαιώνει την ελληνική ιδιαιτερότητα. Ασφαλώς, κάθε χώρα και κάθε λαός εκδηλώνεται διαφορετικά στα θέματα που αφορούν τον δημόσιο βίο. Όμως, η υπερβολή, κυρίως όταν απουσιάζει από την ειδησεογραφία η θεματολογία των διεθνών εξελίξεων και γεγονότων, συνιστά μειονέκτημα, γιατί αφήνει ανενημέρωτο τον πολίτη, που πλέον δεν ζει απομονωμένος στα στενά όρια της χώρας του. Αποφυγή αναφοράς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως και στις σχέσεις της Ελλάδος με άλλες χώρες, παρατηρείται και σε διάφορες συνεντεύξεις και προεκλογικές συζητήσεις μεταξύ εκπροσώπων κοινοβουλευτικών και άλλων κομμάτων.
Βέβαια, το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Και σε άλλες χώρες αποφεύγονται ευρείες συζητήσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, προφανώς γιατί δεν προσφέρονται για έντονες αντιπαραθέσεις ή και λόγω της ευαισθησίας που παρουσιάζουν τα περισσότερα από τα θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος. Η θεματολογία της εξωτερικής πολιτικής περιλαμβάνεται στην ατζέντα του ντιμπέιτ που θα διεξαχθεί στις 10 Μαΐου μεταξύ των αρχηγών των έξι κοινοβουλευτικών κομμάτων, κατά το οποίο αναμένεται να υπάρξουν τοποθετήσεις στα θέματα τόσο ελληνικού όσο και διεθνούς ενδιαφέροντος.
Αξίζει, πιστεύω, μια συνοπτική αναφορά στα κυριότερα από αυτά που επηρεάζουν ή μπορεί να επηρεάσουν –θετικά ή αρνητικά– τις διεθνείς εξελίξεις και ασφαλώς και τα ελληνικά συμφέροντα. Μέγιστο θέμα των τελευταίων ημερών, με διεθνείς επιπτώσεις και προεκτάσεις, αποτελεί η χρεοκοπία τριών αμερικανικών τραπεζών, καθώς οι συνέπειές της δεν περιορίζονται μόνο στις ΗΠΑ, αλλά μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη διεθνή οικονομική ζωή και την ευμάρεια των πολιτών παγκοσμίως.
Παρά το γεγονός ότι δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο για την αμερικανική τραπεζική πραγματικότητα, στις διεθνείς αγορές επικρατεί μεγάλη ανησυχία, ενώ ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για επανάληψη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008. Τις ανησυχίες επέτεινε αμερικανή αξιωματούχος, η οποία δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο παύσης πληρωμών από 1ης Ιουνίου. Η διάψευση και ο καθησυχασμός ήρθαν από τον Πρόεδρο Μπάιντεν, σε δηλώσεις του προ ημερών. Μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία, γιατί θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομία όλου του Δυτικού Κόσμου.
Εκτός των θεμάτων που αφορούν την παγκόσμια οικονομία, χαίνουσα πληγή αποτελεί ο συνεχιζόμενος ρωσοουκρανικός πόλεμος, η διαιώνιση του οποίου προβληματίζει και απασχολεί τους πολιτικούς ηγέτες και σίγουρα θα απασχολήσει τους ιστορικούς του μέλλοντος. Παρά τις φήμες ότι στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής των ηγετών των χωρών της Νατοϊκής Συμμαχίας, που θα πραγματοποιηθεί στο Βίλνιους της Λιθουανίας τον Ιούλιο, πρόκειται να τεθεί θέμα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, εκείνο που ήδη συζητείται, διά της διπλωματικής οδού, είναι αν θα κληθεί να συμμετάσχει στη Σύνοδο ο Ουκρανός Πρόεδρος Ζελένσκι ή αν το Ουκρανικό θα συμπεριληφθεί στο κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου.
Υπέρμαχοι της ένταξης είναι κυρίως οι τρεις χώρες της Βαλτικής, αλλά την άποψη αυτή δεν φαίνεται να συμμερίζονται οι άλλες χώρες-μέλη. Τυχόν απόφαση για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ πριν επέλθει ειρήνευση και επίλυση των διαφορών με τη Μόσχα θα συνιστούσε μέγα σφάλμα, γιατί θα έφερνε σε άμεση αντιπαράθεση τη Νατοϊκή Συμμαχία με τη Ρωσία, με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια ειρήνη.
Ανησυχία στη διεθνή κοινότητα προκαλεί και η έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο Σουδάν, όπου μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος. Ο κίνδυνος μετάδοσης των πολεμικών επιχειρήσεων σε όμορες χώρες είναι μεγάλος. Η ΕΕ ως σύνολο και τα κράτη-μέλη ξεχωριστά, που έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα και επιρροή σε αφρικανικές χώρες, καταβάλλουν μεσολαβητικές προσπάθειες προκειμένου να σταματήσουν οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, καθώς, αν συνεχισθούν, μπορεί να προκαλέσουν μεγάλα προσφυγικά και μεταναστευτικά κύματα με κύριο προορισμό την Ευρώπη.
Ο πλέον εντεταλμένος διεθνής οργανισμός για μεσολάβηση, ο ΟΗΕ, αποδεικνύεται αδύναμος, για λόγους που ανάγονται στις παρούσες συγκυρίες και στη δυσκολία συναίνεσης μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ). Στα τρία παραπάνω θέματα, και παρά την ουσιαστική διαφορά από αυτά, θα μπορούσε να προστεθεί και η εσωτερική κρίση που μαστίζει τη Γαλλία, με την αμφισβήτηση του Προέδρου Μακρόν, ο οποίος σχεδίαζε να πάρει σοβαρές πρωτοβουλίες για θεσμικές αλλαγές στην ΕΕ, προκειμένου να ενισχυθεί η παρουσία και ο ρόλος της στη διεθνή κοινότητα. Ασφαλώς, η κρίση στη Γαλλία αποτελεί εσωτερικό πρόβλημα και όχι ευρωπαϊκό. Ας μην ξεχνάμε μια παλιά αγγλική ρήση που έλεγε ότι «όταν η Γαλλία κρυολογεί, η Ευρώπη φταρνίζεται» («When France catches a cold, Europe sneezes»).
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΥΡΙΖΑ/Thomas Zikos