Απεμπόληση από τον ΣΥΡΙΖΑ και μισόλογα από τη Νέα Δημοκρατία για τους Ελληνικούς Υδρογονάνθρακες

Απεμπόληση από τον ΣΥΡΙΖΑ και μισόλογα από τη Νέα Δημοκρατία για τους Ελληνικούς Υδρογονάνθρακες


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η Νορβηγία ανακοίνωσε ότι τα κέρδη της από τους υδρογονάνθρακες, το 2022, ήταν 131 δισ. ευρώ. Ο Ερντογάν, μετά τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Τουρκική ΑΟΖ, στη Μαύρη Θάλασσα, που είχε εξαγγείλει λίγους μήνες πριν, επανήλθε προεκλογικά και εξαγγέλλει τον εντοπισμό μεγάλου κοιτάσματος πετρελαίου στα Τουρκο-Ιρανικά σύνορα, κοντά στο όρος Γκαμπάρ, που μπορεί να καλύψει το 1/10 των ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας. Ο Τούρκος υπουργός Αμύνης Ακάρ επανέρχεται κάθε τόσο για να προβάλει διεθνώς την Τουρκική θέση, που ζητά «δίκαιο» μοίρασμα του πλούτου του Αιγαίου στις δύο πλευρές.

Τι κάνει όμως η Ελληνική πλευρά; Εντυπωσιάζει η διακριτική σιωπή των τριών μεγαλύτερων κομμάτων, ιδίως της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, στο κρίσιμο θέμα των υδρογονανθράκων. Το θέμα α­ντιμετωπίζεται ως ταμπού, που μπορεί να δημιουργήσει κρίση με την Τουρκία. Η ίδια δηλαδή η Ελληνική πλευρά δεν επιδεικνύει καμιά αυτοπεποίθηση και καμιά αποφασιστικότητα για ένα θέμα που αφορά ζωτικά δικαιώματά της, για τα οποία το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο είναι ξεκάθαρο.

Πολύ χειρότερα ακόμη, η πολιτική της σιωπή τηρείται την ίδια ώρα που συνεχίζονται και εντείνονται οι φημολογίες για παρέμβαση του Δυτικού παράγοντα, μετά τις Τουρκικές και τις Ελληνικές εκλογές, για Ελληνο-Τουρκική προσέγγιση και «επίλυση» ειδικότερα του θέματος του Αιγαίου. Στους γνωστούς εντόπιους καλοθελητές προσετέθησαν προσφάτως ο Ελληνοαμερικανός πρέσβυς Τσούνης, ο πρώην υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος και ξένος συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ και της Γερμανικής Deutsche Welle. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η ατυχής παρέμβαση του Ελληνοαμερικανού πρέσβεως Τσούνη, ο οποίος έφερε στη μνήμη παλαιότερες Αμερικανικές παρεμβάσεις «ίσων αποστάσεων» και νουθεσιών «να τα βρούμε με την Τουρκία»!

Η τοποθέτησή του δεν είναι, ασφαλώς, τυχαία. Αντικαθρεπτίζει τις γνωστές Αμερικανικές πολιτικές του παρελθόντος, που πίεζαν την Ελλάδα να κάνει υποχωρήσεις προς την Τουρκία για να μην οδηγηθούν τα πράγματα σε πλήρη ρήξη και για να εξυπηρετηθούν ευρύτερα Δυτικά συμφέροντα, ειδικότερα η συνοχή της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Παρά τη γνωστή Τουρκική πολιτική Ερντογάν έναντι των ΗΠΑ, οι τελευταίες δεν εγκαταλείπουν τις προσπάθειες να ασκήσουν επιρροή πάνω στις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και, ει δυνατόν, να τις μεταστρέψουν υπέρ των δικών τους στρατηγικών συμφερόντων, όπως, τουλάχιστον, τα αντιλαμβάνονται.

Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο παράγων των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και των αξιώσεων που εγείρει η Άγκυρα κατά της Ελλάδος και της Κύπρου. Θα συζητήσει, π.χ., η Ελληνική πλευρά τη «Γαλάζια Πατρίδα», γιατί αυτό θα βοηθούσε ως αντάλλαγμα μια πιο φιλο-Δυτική πορεία της Άγκυρας; Θα συζητούσε, με την ίδια λογική, αποδοχή της κατοχής στην Κύπρο και δήθεν «λύση» του Κυπριακού πάνω στη βάση των τετελεσμένων γεγονότων;

Η Τουρκία, ανεξαρτήτως Ερντογάν, έχει χαράξει μια πορεία από την οποία δύσκολα μπορεί να υπάρξει επιστροφή. Αυτό φαίνεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι το «όραμα» Ερντογάν γίνεται αποδεκτό, σε αδρές γραμμές, και υποστηρίζεται από όλο το φάσμα του Τουρκικού πολιτικού συστήματος. Θα αποτελούσε για την Ελλάδα πολύ επικίνδυνη αυταπάτη να πιστέψει ότι θα υποχωρούσε ή θα επανεξεταζόταν ο Τουρκικός αναθεωρητισμός, μετά από μια φιλο-Δυτικότερη στροφή της Άγκυρας. Οι νέες φιλοδοξίες που έχει εκθρέψει το καθεστώς Ερντογάν και έχει επιβάλει ως κοινούς στόχους Τουρκικής εθνικής στρατηγικής δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν μέ­σα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η διαπραγμάτευση με το ΝΑΤΟ και τον Δυτικό παράγοντα έχει χαρακτήρα συγκυριακό και συμπληρωματικό μιας ανεξάρτητης εθνικής στρατηγικής.

Η Ελλάδα πρέπει, στο πνεύμα αυτό, να διαμορφώσει τη δική της αμυντική εθνική στρατηγική, με σαφείς κόκκινες γραμμές προς τους συμμάχους, που θα ήθελαν ενδεχομένως να προσφέρουν «ανταλλάγματα» προς την Άγκυρα, σε βάρος των Ελληνικών συμφερόντων.

Η «Γαλάζια Πατρίδα» ήρθε από την Τουρκική πλευρά ως συνέχεια της πολιτικής του casus belli και της Ελληνικής αδράνειας να κάνει πράξη τα δικαιώματα που της αναγνωρίζει το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Η Άγκυρα χρησιμοποιεί σήμερα το εφεύρημα αυτό ως εργαλείο για να εμποδίσει την Ελλάδα να επωφεληθεί από τους υποθαλάσσιους ενεργειακούς πόρους στη δική της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα και να διεκδικήσει αυθαιρέτως «δικαιώματα» και παρουσία σ’ όλες τις Ελληνικές θάλασσες, ακόμη και Νότια της Κρήτης.

Τι μήνυμα παίρνει η Άγκυρα, όταν η Αθήνα δεν προχωρεί, ακόμα και σήμερα, στην πρακτική εφαρμογή των δικαιωμάτων, που της αναγνωρίζει το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, ακόμη και Νότια και ΝΔ της Κρήτης;

Το ίδιο ερώτημα τίθεται για την πολιτική της απεμπολήσεως των Ελληνικών υδρογονανθράκων που ακολούθησε, μέχρι προσφάτως, η σημερινή κυβέρνηση, με πρόσχημα την πράσινη ενεργειακή μετάβαση. Χρειάσθηκε να έρθει η ενεργειακή κρίση, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, για να γίνει προφανές σε όλους πόσο έωλο και ανεδαφικό είναι το ιδεολόγημα αυτό, στον βωμό του οποίου απεμπολήθηκαν οι Ελληνικοί θησαυροί των λιγνιτών και των υδρογονανθράκων.

Υποτίθεται ότι, μετά το μάθημα αυτό που έδωσε η σκληρή πραγματικότητα, η κυβέρνηση άλλαξε πολιτική και έθεσε ως εθνική προτεραιότητα την εξόρυξη των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Η περίεργη όμως σιωπή για πολύ χρόνο, παράλληλα με τις φημολογίες για Ελληνοτουρκικές συζητήσεις, μετά τις Τουρκικές και τις Ελληνικές εκλογές, προκαλεί απορία και ερωτηματικά. Μήπως για ορισμένους η εξόρυξη υδρογονανθράκων ακόμη και Νότια και ΝΔ της Κρήτης είναι θέμα που πρέπει να συζητήσουμε με τους Τούρκους;

Ο πρωθυπουργός έσπασε, προσφάτως, τη σιωπή του, κατά την υπογραφή συμβάσεως για τμήμα του Βορείου Οδικού Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ). Αναφέρθηκε και στο θέμα των υδρογονανθράκων, λέγοντας: «Η δική μας κυβέρνηση δρομολόγησε, για πρώτη φορά σοβαρά, ουσιαστικές σεισμικές έρευνες ΝΔ της Κρήτης, οι οποίες έχουν ολοκληρωθεί και αυτήν τη στιγμή τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί εξετάζονται από την εταιρεία η οποία έχει εμπλακεί σε αυτήν τη διαδικασία, ώστε ενδεχομένως και το 2026 να μπορούμε να έχουμε τις πρώτες εξορύξεις φυσικού αερίου πια εντός Ελληνικής και εθνικής κυριαρχίας, ζώνης Ελληνικής κυριαρχίας».

Υπάρχει, προφανώς, αμφισημία στην ορολογία που χρησιμοποιεί ο πρωθυπουργός. Η αμφισημία αυτή επιβαρύνεται από τη διευκρίνηση Γεραπετρίτη, που είχε δώσει το 2020 ότι η Ελλάδα δεν θα ανεχθεί παραβίαση της εθνικής της κυριαρχίας, εντός των χωρικών υδάτων, των 6 μιλίων. Αυτά δηλαδή που δεν τα αμφισβητεί κανείς.

Πιο ανησυχητικό ακόμη είναι το σπάσιμο της σιωπής από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στο προεκλογικό του πρόγραμμα, απεμπολεί απροκάλυπτα τους Ελληνικούς υδρογονάνθρακες: «Κατοχυρώνουμε την Απεμπλοκή από την πολιτική εξόρυξης υδρογονανθράκων με μη ανανέωση αδειών έρευνας και εκμετάλλευσης και μη παραχώρηση νέ­ων περιοχών».

Είναι δυνατόν να μη ανησυχεί κανείς ενώπιον ενός τέτοιου παραλογισμού και μιας τέτοιας φοβικής και ενδοτικής πολιτικής;


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ