Άνευ όρων διάλογο-«πακέτο» ζητά η Τουρκία! – Πιέσεις για συμβιβασμό από Ουάσινγκτον και Βερολίνο

Άνευ όρων διάλογο-«πακέτο» ζητά η Τουρκία! – Πιέσεις για συμβιβασμό από Ουάσινγκτον και Βερολίνο

Η Αθήνα βλέπει «παράθυρο ευκαιρίας»

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Αφήνουν τα μισόλογα και πλέον, δημοσίως και απροκάλυπτα, ξένοι παράγοντες ξεσκεπάζουν το βρώμικο παιχνίδι που στήνεται στα ελληνοτουρκικά, εκθέτοντας και την κυβέρνηση, η οποία έσπευσε, με την ανοχή της αντιπολίτευσης, να ομιλήσει για «παράθυρο ευκαιρίας» στα ελληνοτουρκικά.

Την προηγούμενη εβδομάδα, και μάλιστα εν μέσω προεκλογικής περιόδου, Ουάσινγκτον και Βερολίνο έστειλαν το μήνυμα ότι μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία θα επιδιωχθεί επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να υποδειχθεί αν δεν υπήρχε προηγουμένως και το πράσινο φως από την Αθήνα και δεν είχαν προηγηθεί και συναντήσεις για μια τέτοια εξέλιξη.

Στο πλαίσιο του Φόρουμ των Δελφών, ο διπλωματικός σύμβουλος του καγκελάριου Σόλτς και πρώην πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα Γενς Πλέτνερ ουσιαστικά προανήγγειλε νέα «διαμεσολάβηση» του Βερολίνου, δηλώνοντας ότι οι εκλογές και στις δύο χώρες «προσφέρουν μια καλή ευκαιρία για μια θετική ώθηση για τη σταθερότητα στην περιοχή». Ο κ. Πλέτνερ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Αθήνα δεν είχε κρύψει την ισορροπιστική διάθεσή του μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ήταν αυτός που καθοδήγησε τις μυστικές συνεννοήσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, που κατέληξαν στη συνάντηση Καλίν – Μπούρα στο Βερολίνο τον Δεκέμβριο. Μια συνάντηση η οποία κρατήθηκε μυστική και αποκαλύφθηκε μέσω διαρροής πιθανότατα από κέντρο του ΥΠΕΞ, που δεν ήθελε να αφήσει την πρωτοβουλία των ελληνοτουρκικών αποκλειστικά στο Μέγαρο Μαξίμου.

Η πρωτοβουλία Πλέτνερ, στην οποία είχε σπεύσει να συναινέσει η ελληνική πλευρά, είχε εκδηλωθεί ενώ ήταν στην κορύφωσή της το ανθελληνικό παραλήρημα της τουρκικής ηγεσίας και ενώ φυσικά δεν είχε εκπληρωθεί κανένας από τους όρους που ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης είχε θέσει για την αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Όπως ήταν φυσικό, τα όσα ακολούθησαν μετά τους σεισμούς στην Τουρκία ανοίγουν την όρεξη του φιλόδοξου γερμανού διπλωμάτη, στη βάση ότι πλέον, και αφού ξεπερασθεί ο σκόπελος των εκλογών στις δύο χώρες, θα μπορέσει να δώσει ώθηση στην πρωτοβουλία του, οδηγώντας τις δύο χώρες σε ουσιαστικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις.

Η μεγάλη έκπληξη στους Δελφούς όμως ήρθε από τον ελληνοαμερικανό πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζορτζ Τσούνη, ο οποίος προανήγγειλε ότι «θα δούμε μια πολύ σοβαρή προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων μετά τις εκλογές» και διαπίστωσε ότι υπάρχει «επιθυμία για συμβιβασμό» και από τις δύο πλευρές. Ο αμερικανός πρεσβευτής είπε ακόμη ότι «οι διαφορές είναι δυνατόν να επιλυθούν» και, ενώ απέφυγε να καταδικάσει τις απειλές που δέχονταν η Ελλάδα καθημερινά από την τουρκική ηγεσία, έσπευσε να δηλώσει ότι «καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει το μονοπώλιο του τι είναι σωστό και τι λάθος».

Προβληματικές, επίσης, ήταν οι δηλώσεις του σχετικά με την πώληση των F-16 στην Τουρκία, ενώ ήταν επικριτικός προς την ΕΕ επειδή δεν μεταχειρίζεται δίκαια (!) την Τουρκία.

Είναι προφανές ότι οι δηλώσεις αυτές δεν έγιναν τυχαία, αλλά αποκαλύπτουν ότι πλέον Ουάσινγκτον και Βερολίνο επιδιώκουν να μοιράσουν ρόλους και να πιέσουν για ελληνοτουρκικό διάλογο αμέσως μετά τις εκλογές. Και θέλουν να στείλουν τα μηνύματα ε­γκαίρως, καθώς οι κάλπες είναι απρόβλεπτες και στις δύο χώρες. Όμως, σε ό,τι αφορά την Τουρκία, ακόμη και αν ο Ταγίπ Ερντογάν ηττηθεί, ο αντίπαλος του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, θεωρείται δεδομένο ότι στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να εμφανισθεί ως φιλοδυτικός και να καθησυχάσει έτσι τον διεθνή παράγοντα, που ανησυχεί για τη στροφή της Τουρκίας προς την Ανατολή, κάθε άλλο παρά θα αρνηθεί μια τέτοια πρόσκληση για διάλογο με την Αθήνα. Και αυτό μάλιστα θα μπορεί να γίνει με καλυτέρους όρους για την Τουρκία, λόγω της διάθεσης τόσο των Βρυξελλών όσο και της Ουάσινγκτον να προσφέρουν… κίνητρα στον νέο τούρκο ηγέτη ώστε να διατηρήσει αυτήν την φιλοδυτική τροχιά.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η επανεκλογή μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης ΝΔ είναι προφανές ότι θα είναι το καλύτερο σενάριο για την υλοποίηση αυτών των σχεδίων, όμως και μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήταν αντίθετη σε αυτούς τους σχεδιασμούς, μετά και την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο και τις συνομιλίες που είχε με τον κ. Σόοτς.

Όμως και μια κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ θα είναι ακόμη πιο ευάλωτη σε έξωθεν πιέσεις, αν και το εύθραυστο τέτοιων συνεργασιών δυσκολεύει την αποδοχή από την κοινή γνώμη μεγάλων βημάτων στην εξωτερική πολιτική, όπως θα ήταν η έναρξη διαλόγου με την Τουρκία. Αντιθέτως, λειτουργεί αρνητικά, δίνοντας την εντύπωση και προσφέροντας πεδίο συνωμοσιολογίας, στη βάση ότι μια κυβέρνηση συνεργασίας συγκροτήθηκε ακριβώς να περάσει από το παράθυρο τις «Πρέσπες του Αιγαίου».

Όμως, το μεγάλο ερώτημα είναι εάν υπάρχουν πράγματι οι προϋποθέσεις για διάλογο με την Τουρκία και σε ποια βάση θα μπορούσε να διεξαχθεί ένας τέτοιος διάλογος, τη στιγμή που η Τουρκία υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι το φιλικό κλίμα των τελευταίων εβδομάδων δεν έχει αλλάξει τη θέση για συζήτηση-πακέτο όλων των θεμάτων που θεωρεί προβλήματα μεταξύ αυτών και η κυριαρχία νησιών και νησίδων…

Αν εξαιρέσουμε τη διακοπή της δραστηριότητας της Τουρκικής Αεροπορίας στο Αιγαίο και της επιθετικής ρητορικής (αν και τις τελευταίες ημέρες έχουν επαναληφθεί οι απειλητικές δηλώσεις), δεν υπάρχει το παραμικρό σημάδι αλλαγής στάσης από την τουρκική πλευρά στα ελληνοτουρκικά, ώστε να διευκολυνθεί η έναρξη διαλόγου, που θα έχει προοπτική και δεν θα χρησιμοποιηθεί απλώς για το ξέπλυμα της Τουρκίας σε Ευρώπη και Αμερική και θα οδηγήσει τελικά σε ακόμη μεγαλύτερα αδιέξοδα.

Δεν γνωρίζουμε τι δεσμεύσεις έχει αναλάβει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας έναντι των εταίρων, κυρίως όμως έναντι των Αμερικανών, για τα ελληνοτουρκικά και εμφανίζονται να μιλούν για «παράθυρο ευκαιρίας», όταν και ο Ερντογάν και η αντιπολίτευση μιλούν για συγκεκριμένη ατζέντα που περιλαμβάνει και ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Όμως με το να δίνουν την εντύπωση ότι αρκεί το κλίμα των τελευταίων εβδομάδων για να ξεκινήσει μια «ελπιδοφόρα» προσπάθεια για τα ελληνοτουρκικά προσφέρουν κακή υπηρεσία, καθώς ανοίγουν την όρεξη των επίδοξων μεσολαβητών και δεσμεύουν την επόμενη κυβέρνηση, όποια κι αν είναι αυτή. Όμως θα πρέπει και ο ΣΥΡΙΖΑ να ξεκαθαρίσει τη στάση του έναντι των επίδοξων μεσολαβητών και να εξηγήσει αν στις προθέσεις του είναι να επιδιώξει μια αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών με το… ανοικτό πνεύμα που χρησιμοποίησε και στο Σκοπιανό.

Δυστυχώς, βαδίζουμε προς τις εκλογές και αντί να υπάρχει, έστω και υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, στοιχειώδης συναίνεση και συνεννόηση για τα εθνικά θέματα, και πρωτίστως για τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα μας, μαθαίνουμε λεπτομέρειες από ξένους διπλωμάτες.

Όμως, η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει και για να ενημερωθούν οι έλληνες πολίτες, πριν φτάσουν στην κάλπη, τι ακριβώς επιδιώκει η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση στα ελληνοτουρκικά και για να σταλούν μηνύματα στους επίδοξους μεσολαβητές, και στην ίδια την Άγκυρα, για το τι είναι διατεθειμένη να συζητήσει η Ελλάδα και ποιες είναι οι απαράβατες κόκκινες γραμμές…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ