Γρ. Σταμούλης στο “Π”: Τα έθιμα των Μεγάρων και τα ανθρωπάκια του Γαΐτη

Γρ. Σταμούλης στο “Π”: Τα έθιμα των Μεγάρων και τα ανθρωπάκια του Γαΐτη

Του
ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΤΑΜΟΥΛΗ
Δημάρχου Μεγαρέων


Τα παραδοσιακά έθιμα ενός τόπου ή και ενός λαού αποτελούν σημαντικό τμήμα της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Μέχρι πριν από 30 – 40 χρόνια αυτό ήταν τόσο γνωστό, σημαντικό και σεβαστό, ώστε δεν θα χρειαζόταν να πούμε περισσότερα.

Σήμερα όμως, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου όλα είναι γρήγορα, εύκολα και «κοντά μας», είναι ορατός ο κίνδυνος της ομογενοποίησης των ανθρώπων. Η τάση είναι να έχουμε όλοι το ίδιο φαγητό, το ίδιο σαπούνι, το ίδιο ωράριο, την ίδια διασκέδαση. Αν το εξετάσουμε σοβαρά, αυτός ο εφιάλτης είναι περισσότερο τρομακτικός από όσο ακούγεται. Τα ανθρωπάκια του περίφημου ζωγράφου μας Γιάννη Γαΐτη, αυτά τα κονσερβοποιημένα άβουλα όντα μαζικής παραγωγής, ίσως είναι πιο κοντά μας από όσο νομίζουμε.

Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Έστω ότι σταδιακά γινόμαστε τα εξαρτήματα ενός «Μάτριξ» (ταινία), δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό;

Κάθε ρεαλιστική πρόταση, για να έχει ελπίδες επιτυχίας, οφείλει να περιλαμβάνει τα παραδοσιακά έθιμα, τα οποία έχουν κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης και της πολιτισμικής ταυτότητας. Για να έρθω «στα δικά μας», όπως δεν νοείται Πάτρα χωρίς καρναβάλι, Κρήτη χωρίς μαντινάδες και καζανέματα και Κοζάνη ή Νάουσα χωρίς «μωμόγερους», έτσι δεν νοούνται Μέγαρα χωρίς το έθιμο του «Μάη», τον «Χορό της Τράτας» και τα «Ρουσάλια». Δεν είναι βέβαια τα μόνα έθιμα του τόπου μας, είναι όμως τα πιο γνωστά σε όσους δεν έχουν κάποια σχέση με τα Μέγαρα, τα οποία, παρεμπιπτόντως, είναι από τις ελάχιστες πόλεις στην Ελλάδα που κατοικούνται αδιάλειπτα, στην ίδια περιοχή, από την Εποχή του Χαλκού έως σήμερα (όλη η περιοχή είναι χαρακτηρισμένος αρχαιολογικός χώρος).

Ξεκινώντας από το παλαιότερο, το έθιμο του «Μάη», το οποίο δεν αναβιώνει, αλλά είναι η ζωντανή συνέχεια, τελείται στην πόλη των Μεγάρων κάθε παραμονή Πρωτομαγιάς και οι ρίζες του χάνονται στην αρχαιότητα. Εντελώς επιγραμματικά, η αρραβωνιασμένη νύφη, συνοδευόμενη από φίλες της, φορώντας όλες τα «κατηφένια» (επίσημη παραδοσιακή ενδυμασία), παρέα με ένα αγόρι που έχει και τους δύο γονείς εν ζωή και το οποίο κρατάει μία κανάτα με κόκκινο κρασί, περνούν από τον κεντρικό δρόμο της πόλης και καταλήγουν στο σπίτι του γαμπρού, στρίβοντας μόνο δεξιά. Κομίζουν ένα περίτεχνα ανθοστόλιστο στεφάνι, τον «Μάη», ένα καλάθι με μια ζυμωτή κουλούρα κεντημένη και στολισμένη, πραγματικό κομψοτέχνημα, καθώς και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Οι γονείς του γαμπρού παίρνουν τα δώρα και γεμίζουν το καλάθι με χρήματα και δικά τους δώρα, τα οποία περιλαμβάνουν τις παραδοσιακές «κουντούρες» (κεντητές παντόφλες).

Τα «Ρουσάλια» είναι τα παραδοσιακά μας κάλαντα του Πάσχα, ένας «αγερμός» που λέμε εδώ, και οι ρίζες τους ανάγονται στη Βυζαντινή Εποχή. Ομάδες ανδρών γυρνούν στα σπίτια και στις γειτονιές της πόλης, χορεύοντας κυκλικά και τραγουδώντας τα «Ρουσάλια» («Καλώς σ’ εύραμε αφέντη, άρχοντά μας τσαι λεβέντη…»). Αυτός που σέρνει τον χορό κρατάει την «καλαμάτα» (μεταξωτό μαντίλι) και ένα λουλουδένιο σταυρό (λόγω της άνοιξης). Ο «σαχαναντάρης» (ο τελευταίος του χορού), κρατάει το «καρτάλι» (στολισμένο καλάθι), το οποίο κατά τη διάρκεια του χορού τοποθετείται στο κέντρο του, ενώ αργότερα ο κόσμος βάζει σε αυτό χρήματα, κουλούρια και πασχαλινά αυγά. Οι φορεσιές των ανδρών είναι είτε η παραδοσιακή καθημερινή πουκαμίσα (γκρι) είτε η επίσημη (λευκή).

Για το τέλος άφησα τον «Χορό της Τράτας», τόσο επειδή δεχόταν και δέχεται μεγάλη δημοσιότητα όσο και επειδή είναι δύσκολο να τοποθετηθεί χρονικά, αφού οι πολλοί και ισχυροί θρύλοι γύρω από αυτόν επισκιάζουν τα πραγματικά ευρήματα. Το βέβαιο είναι ότι αναβίωσε και καθιερώθηκε από την εποχή της Τουρκοκρατίας και μετά, οπότε και διατηρείται αναλλοίωτος. Αναβιώνει κάθε Τρίτη του Πάσχα στην πλατεία του Αγίου Ιωάννου Γαλιλαίου («Χορευταρά») και τελείται από γυναίκες ντυμένες με τα «κατηφένια», που χορεύουν με τα χέρια πιασμένα χιαστί και τραγουδούν, μεταξύ άλλων, «Ωραία που ‘ν’ τα Μέγαρα την Τρίτη στον Αγιάννη, που ’ρχεται όλη η ξενουργιά και κάνουνε σεργιάνι».


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ