Η επιβεβλημένη εθνική στρατηγική απέναντι στην Άγκυρα και η ηθελημένη πολιτική αυταπάτης των κυβερνώντων

Η επιβεβλημένη εθνική στρατηγική απέναντι στην Άγκυρα και η ηθελημένη πολιτική αυταπάτης των κυβερνώντων


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Oι δηλώσεις Τσαβούσογλου για νησιά στο Αιγαίο, που έχουν δήθεν απροσδιοριστικό καθεστώς, ο χάρτης που δόθηκε στη δημοσιότητα με βαμμένα κόκκινα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τη Θράκη και οι πανηγυρισμοί σε σχέση με το ελικοπτεροφόρο «Αναντολού» και τη σημασία του για τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα» ήρθαν να επιβεβαιώσουν ότι οι επεκτατικές βλέψεις των Τούρκων έναντι της Ελλάδος είναι μέρος μιας Τουρκικής εθνικής στρατηγικής, πίσω από την οποία, δυστυχώς, συντάσσονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους όλα τα Τουρκικά κόμματα.

Αφελείς προσεγγίσεις ότι δήθεν η διπλωματία των σεισμών και η υπερπροσφορά καλής θελήσεως εκ μέρους της Ελληνικής πλευράς μπορούν να δρομολογήσουν αποκλιμάκωση και να οδηγήσουν σταδιακά σε μια «συνεννόηση» η Τουρκική πλευρά τις εκλαμβάνει ως χρήσιμες για να βελτιώσει τη διεθνή εικόνα και τις σχέσεις της κυρίως με τις ΗΠΑ, αλλά και ως μηνύματα ότι η Ελληνική πλευρά είναι έτοιμη για υποχωρήσεις, με παρεμβάσεις και πιέσεις ενδεχομένως και ξένων παραγόντων (ΗΠΑ, ΕΕ).

Εάν, όπως σαφώς εκδηλώνεται στην πράξη, η Τουρκική πολιτική και στρατηγική είναι αυτή του αναθεωρητισμού, της επεκτάσεως και της «Γαλάζιας Πατρίδας», τότε ποια πρέπει να είναι η Ελληνική πολιτική και στρατηγική; Πρέπει να είναι, προφανώς, μια πολιτική και στρατηγική που θα έχει ως στόχο να καταστήσει ανέφικτες και να ακυρώσει τις Τουρκικές επιδιώξεις, μέσα από μια αποτελεσματική αποτροπή, τη στρατιωτική ισχύ, τη διπλωματική δράση, τη σύμπηξη συμμαχιών και την άσκηση των δικαιωμάτων που έχει η Ελλάδα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

Εάν εξετάσει κανείς το πώς επιδιώκει η Τουρκική πλευρά να προωθήσει και να επιβάλει τους στόχους που διακηρύσσει, θα διαπιστώσει ότι βασίζεται στη στρατιωτική ισχύ και στον στρατηγικό εκβιασμό. Επιδιώκει δηλαδή να κατακτήσει, έναντι της Ελλάδος, σαφή αεροναυτική κυρίως υπεροχή και από θέση ισχύος να ασκήσει στρατηγικό εκβιασμό, ώστε να επιβάλει «ειρηνικά», με τετελεσμένα γεγονότα, τους στόχους της, όπως, π.χ., τη «Γαλάζια Πατρίδα».

Για τον σκοπό αυτό, η Άγκυρα έχει διαμορφώσει έναν συγκεκριμένο στρατηγικό προγραμματισμό, με φιλόδοξα προγράμματα εξοπλισμών και εθνικής πολεμικής βιομηχανίας. Ο προγραμματισμός αυτός υπηρετεί, βεβαίως, τον ευρύτερο στόχο της Άγκυρας να καταστεί αυτόνομος διεθνής πόλος ισχύος, αλλ’ έχει εκ των πραγμάτων άμεση εφαρμογή στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, εφόσον η ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο είναι στόχος προτεραιότητας για την Τουρκική εθνική στρατηγική και το «όραμα» για μια Νέο-Οθωμανική αναγέννηση.

Παρά το γεγονός ότι οι Τουρκικοί στόχοι δεν αποκρύπτονται και είναι δηλωμένοι, η Ελλάδα κινδύνευσε να βρεθεί σε μια ανυπόφορη κατάσταση στρατηγικού εκβιασμού, λόγω μιας απίστευτης στρατηγικής μυωπίας, πολιτικού παραλογισμού και αδράνειας και απραξίας στην εθνική της άμυνα. Αναφέρομαι στη συμφωνία συμπαραγωγής και προμήθειας από την Άγκυρα, χωρίς καμιά ισοδύναμη Ελληνική εξοπλιστική αντίδραση, 100 αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35.

Η υποτίμηση από την Άγκυρα των Αμερικανικών αντιδράσεων στην προμήθεια του Ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 οδήγησε, ευτυχώς με τη συνδρομή και του Ελληνικού λόμπι στην Ουάσινγκτον, στη ματαίωση του προγράμματος αυτού, που θα έδινε αδιαμφισβήτητη αεροπορική υπεροχή στην Τουρκική πλευρά, με ό,τι αυτό σημαίνει.

Η εγκατάλειψη, επιτέλους, της πολιτικής της εξοπλιστικής απραξίας, που καθήλωσε, επί μια 15ετία σχεδόν, τους Ελληνικούς εξοπλισμούς, επέτρεψε την προμήθεια των Γαλλικών αεροσκαφών Ραφάλ και την αναβάθμιση των Ελληνικών F-16, που έδωσαν το αεροπορικό πλεονέκτημα στην Ελληνική πλευρά. Επέτρεψε επίσης την παραγγελία τριών φρεγατών Belharra και τη δρομολόγηση άλλων, συμπληρωματικών ναυτικών εξοπλισμών που ενισχύουν το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό.

Η κάλυψη όμως όλων των μεγάλων κενών και η διατήρηση της αναγκαίας ισορροπίας δυνάμεων είναι αγώνισμα διαρκείας και μακροπρόθεσμου προγραμματισμού και όχι αποσπασματικών ενεργειών και πρωτοβουλιών, χωρίς συνέχεια και σταθερότητα. Ήδη εντοπίζονται δύο μεγάλα προβλήματα, που δημιουργούν ισάριθμες απειλές στην Ελληνική εθνική άμυνα. Η πρώτη αφορά τη συνεχιζόμενη απραξία στον τομέα της Ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και στην απαξίωσή της. Η εθνική πολεμική βιομηχανία δεν έχει μόνο το πλεονέκτημα της ασφάλειας του εφοδιασμού σε χαμηλές τιμές. Είναι επίσης καταλύτης βιομηχανικής και τεχνολογικής αναπτύξεως της χώρας και κύριο πεδίο καινοτομίας, που είναι ένας νέος τομέας ισχύος και επιρροής για κάθε χώρα. Παρέχει επίσης το πλεονέκτημα του σχεδιασμού και της παραγωγής όπλων, προσαρμοσμένων στις ειδικές εθνικές ανάγκες.

Η κυβέρνηση, σε μια περίοδο μάλιστα που η Ευρωπαϊκή Ένωση προσανατολίζεται προς τη διάθεση πολύ σημαντικών χρηματοδοτικών πόρων για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, σπεύδει να ιδιωτικοποιήσει και ό,τι απέμεινε από την Ελληνική αμυντική βιομηχανία, αγόμενη από ιδεολογήματα ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Αδρανεί επίσης στη δημιουργία, με πρωτοβουλία του Δημοσίου (εξαιρούνται οι αμυντικές δαπάνες από τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς), ορισμένων νέων μονάδων αμυντικής βιομηχανίας, όπως, π.χ., μιας μονάδος πυραυλικών ερευνών και αναπτύξεων. Η δημιουργία μιας τέτοιας μονάδος είναι άκρως επιτακτική, εν όψει της αναπτυσσόμενης Τουρκικής πυραυλικής τεχνολογίας, που παρουσιάζει συνεχώς νέα προϊόντα κάθε είδους.

Η ριζική ανακαίνιση και ανασυγκρότηση επίσης των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων (ΕΑΣ) θα έδινε λύση στο κρίσιμο θέμα της παραγωγής συγχρόνων και αιωρούμενων πυρομαχικών, που η σημασία και ο ρόλος τους είναι καταφανής σήμερα στον πόλεμο της Ουκρανίας. Τι έκανε όμως η κυβέρνηση; Υποθήκευσε τα ΕΑΣ σε μια ελληνική θυγατρική της Γερμανικής εταιρείας Heckler-Koch, που ανέλαβε ως «στρατηγικός» συνεργάτης και επενδυτής τον ουσιαστικό έλεγχο των ΕΑΣ.

Η ολέθρια αυτή πολιτική στην αμυντική βιομηχανία δεν αντισταθμίζεται από την ελπιδοφόρα πρόοδο και ανάπτυξη ορισμένων ιδιωτικών αμυντικών εταιρειών, γιατί αυτές δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να καλύψουν ορισμένους τομείς, όπως, π.χ., τις πυραυλικές αναπτύξεις, που είναι προφανώς κυβερνητική ευθύνη και αρμοδιότητα.

Ο άλλος τομέας στον οποίο παρατηρείται επικίνδυνη υστέρηση και ολιγωρία στην εθνική άμυνα είναι αυτός του ανορθόδοξου πολέμου και της καινοτομίας, που αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό και τις μεθόδους και τακτικές μάχης. Η Τουρκία, με αιχμή του δόρατος τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, επιχειρεί να κατακτήσει ένα σαφές πλεονέκτημα απέναντι στην Ελληνική πλευρά, επενδύοντας σε ανορθόδοξες τακτικές και σε στρατηγική κορεσμού της Ελληνικής άμυνας, με τη βοήθεια ενός πλήθους πυραυλικών φορέων, στον αέρα, στη θάλασσα και στην ξηρά.

Η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί να παραμένει αδρανής και να επιτρέψει στην Τουρκική πλευρά να κατακτήσει ένα τέτοιο πλεονέκτημα.

Η επιμονή στην αμυντική διάσταση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι εύλογη, λόγω της προφανούς επιδιώξεως της Τουρκικής πλευράς να επιβάλει, διά της ισχύος, τις διεκδικήσεις της. Με αντίστροφη λογική, η Ελληνική πλευρά πρέπει, διά της ισχύος και της ισορροπίας δυνάμεων, να καταστήσει ανέφικτες τις Τουρκικές επιδιώξεις. Τότε μόνο μπορεί η Άγκυρα να υποχρεωθεί από τα πράγματα σε μια λογική συνεννόηση, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ