Η κλιμάκωση του παραλογισμού στις διεθνείς σχέσεις και οι προοπτικές της Ελλάδος

Η κλιμάκωση του παραλογισμού στις διεθνείς σχέσεις και οι προοπτικές της Ελλάδος


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Μια μικρή αναλαμπή καλής ελπίδας ήταν, προσφάτως, η δήλωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλει την εμπορική αποσύνδεση από την Κίνα, υπονοώντας το πρότυπο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Δεν είπε, ακριβώς, τα ίδια, όταν μετέβη, μερικές εβδομάδες πριν, στο Πεκίνο.

Οι Κινεζικές αρχές υπεβάθμισαν γι’ αυτό την επίσκεψή της. Τα πράγματα άλλαξαν όταν έσπευσαν, διαδοχικά, Γερμανοί και Γάλλοι επίσημοι στο Πεκίνο, με πρόσχημα την άσκηση πιέσεων στις Κινεζικές αρχές για την τήρηση αποστάσεων από τη σύμμαχό τους Ρωσία στην Ουκρανία. Πραγματικός τους όμως στόχος ήταν να διαφυλάξουν τις σχέσεις της Ευρώπης με το Πεκίνο και να μη δεχθούν την επανάληψη και με την Κίνα, με αφορμή την Ταϊβάν, του προηγουμένου των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

Οικονομικοί κύκλοι στη Γερμανία τόνιζαν σχετικά ότι οι ετήσιες εμπορικές ανταλλαγές Γερμανίας – Κίνας ανέρχονται σε 250 περίπου δισ. ευρώ. Διακοπή των σχέσεων αυτών θα ήταν καταστροφή. Στο ίδιο πνεύμα και με πιο προωθημένες ακόμη θέσεις, μετέβη στο Πεκίνο και ο ίδιος ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος δήλωσε κατά την επιστροφή του, αναφερόμενος στις ΗΠΑ και στην πολιτική τους υπέρ των κυρώσεων κατά του άξονα Μόσχας – Πεκίνου: «Είμαστε σύμμαχοι, όχι όμως υποτελείς».

Η Ντε Γκωλλική αυτή αποστροφή είναι μια άλλη μικρή αναλαμπή στο Ευρωπαϊκό τοπίο, όπου οι κυβερνητικές συμπεριφορές μοιάζουν, δυστυχώς, περισσότερο με συμπεριφορές υποτελών παρά συμμάχων. Του λόγου το αληθές έσπευσε να επιβεβαιώσει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Λίντνερ, ο οποίος βρισκόταν σε επίσκεψη στις ΗΠΑ. Ερωτώμενος από δημοσιογράφους για τη δήλωση Μακρόν, ο Γερμανός υ­πουργός χαρακτήρισε ως «αφέλεια» τη θέση που εξέφρασε ο Μανουέλ Μακρόν.

Αυτό δείχνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο άλλοτε ισχυρός Γαλλο-Γερμανικός άξονας, αλλά και το μόνιμο πρόβλημα που είχε η Γαλλία για την προώθηση μιας ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής πολιτικής. Η Γερμανία ήταν πάντα αντίθετη και προέτασσε την εγγύηση του ΝΑΤΟ για την εθνική της ασφάλεια. Αυτό δεν άλλαξε ακόμη και μετά την επανένωση της Γερμανίας και την υποτιθέμενη πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.

Η κατάσταση αυτή παρεκίνησε τον Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί να επανεντάξει τη Γαλλία στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, με τη θεωρία ότι το ΝΑΤΟ θα μετεξελισσόταν σε έναν Οργανισμό δύο ισοτίμων πυλώνων, ενός Αμερικανικού και ενός Ευρωπαϊκού. Ο Νικολά Σαρκοζί πίστευε ότι, μέσα από αυτό το σχήμα, θα υπερέβαινε τη Γερμανική άρνηση, που εμπόδιζε την αυτόνομη αμυντική ανάπτυξη της Ευρώπης και μια πραγματικά ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή πολιτική.

Τα πράγματα όμως δεν ακολούθησαν αυτήν την πορεία. Αντιθέτως, με αφορμή την Ουκρανία και την αναγέννηση της Ρωσικής απειλής, είχαμε μια νέα προέλαση του Ατλαντικού ΝΑΤΟ, μετά από εκείνη που ακολούθησε την επανένωση της Γερμανίας και οδήγησε στην ένταξη στο ΝΑΤΟ των πρώην δορυφόρων της Σοβιετικής Ενώσεως μέχρι τα Ουκρανικά σύνορα. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, κινητοποιήθηκαν και χώρες, όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, για να μπουν στο ΝΑΤΟ, εγκαταλείποντας το καθεστώς ουδετερότητας που είχαν και δημιουργώντας, μαζί με την Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη, έναν νέο, ισχυρό πόλο του ΝΑΤΟ στη Βόρεια Ευρώπη και στη Βαλτική.

Η Γερμανία, αντί να αρθρώσει, μαζί με τη Γαλλία, έναν πιο ανεξάρτητο πολιτικό λόγο, που θα αναχαίτιζε και θα μετρίαζε ακραίες πολιτικές, που εκπορεύονται από την Ουάσινγκτον, συμπεριφέρεται ως υποτελής με το πρόσχημα ότι η επιθετική πολιτική Πούτιν δεν αφήνει στην Ευρώπη κανένα άλλο περιθώριο.

Σ’ εφάμιλλο τόνο, η προηγούμενη Καγκελάριος Μέρκελ δήλωσε επανειλημμένα ότι οι εγγυήσεις που είχαν αναλάβει, απέναντι στη Ρωσία, Γερμανία και Γαλλία, για την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ, για την Ουκρανία, ήταν τέχνασμα για να κερδηθεί χρόνος και να προετοιμασθεί η άμυνα της Ουκρανίας.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν αναπόφευκτος. Παραμερίσθηκε όμως, με αφροσύνη, το καθοριστικό θέμα της ουδετερότητας, πάνω στη βάση της οποίας ήταν δυνατό να βρεθεί μια ειρηνική λύση, που θα άντεχε στον χρόνο.

Με παρόμοια αφροσύνη αντιμετωπίζεται σήμερα από τις ΗΠΑ, μετά την Ουκρανία, η περίπτωση της Ταϊβάν. Όταν, το 1972, έγινε η επίσκεψη Νίξον και Κίσινγκερ στο Πεκίνο, συζήτησαν με την τότε Κινεζική ηγεσία το θέμα της Ταϊβάν. Συμφώνησαν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και ότι οι ΗΠΑ δεν θα υπεστήριζαν την ένταξη στον ΟΗΕ μιας δεύτερης Κίνας. Ιστορικά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Ταϊβάν δημιουργήθηκε, ως χωριστό κράτος, ως μια περιπέτεια του Κινεζικού εμφυλίου πολέμου, το 1948. Ο ηττημένος στρατάρχης Τζαγκ Κάι Σεκ απεσύρθη από την ηπειρωτική Κίνα στην Ταϊβάν, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η τότε Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ δεν είχε Αεροπορία και Ναυτικό για να επέμβει.

Η σημερινή Κίνα έχει ως πολιτική την ειρηνική ενσωμάτωση της Ταϊβάν, μέσα από την οικονομική συνεργασία και τη σταδιακή προσέγγιση. Υπάρχει, προφανώς, μια στρο­φή στην Αμερικανική πολιτική, που εμπνέεται από τον φόβο που προκαλεί η αλματώδης ανάπτυξη της Κίνας και η διατάραξη των στρατηγικών ισορροπιών στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, η Αμερικανική πολιτική βλέπει την Ταϊβάν ως ένα πολύτιμο κεφάλαιο κατά της Κίνας που δεν πρέπει να χαθεί. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οι ΗΠΑ πρέπει να εναντιωθούν στην επανένωση της Ταϊβάν με την Κίνα και να υποστηρίξουν τη διαιώνιση του ανεξάρτητου καθεστώτος της. Αυτό όμως είναι αιτία που μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο για την Κίνα.

Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό του παραλόγου, λαμβάνουν χώρα και στην ευρύτερη περιοχή μας ανακατατάξεις που αλλάζουν ριζικά τους συσχετισμούς δυνάμεων και τις ισορροπίες. Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές αυτές είναι η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, αλλά και η ανεξάρτητη πολιτική της τελευταίας στο κρίσιμο θέμα του πετρελαίου.

Οι αλλαγές δεν είναι ανεξάρτητες και από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον ρόλο του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Ως αντίδραση στις κυρώσεις, οι μεγάλες χώρες που θίγονται (Ρωσία, Κίνα) και άλλες φιλικές τους χώρες αναζητούν τρόπους για να αμφισβητήσουν και να περιορίσουν τον ρόλο του δολαρίου. Αυτό επηρεάζει εμμέσως και το Αμερικανικό δημόσιο χρέος. Με περιορισμένη εξωτερική ζήτηση, η αλόγιστη εκτύπωση δολαρίων δεν απορροφάται και καταλήγει σε πληθωρισμό και υπερχρέωση.

Η Ελλάδα έχει το αιώνιο πρόβλημα με την Άγκυρα. Η αποδέσμευση, χωρίς προβλήματα, ενός περιορισμένου εκσυγχρονισμού των Τουρκικών F-16 είναι, ασφαλώς, θετικό για την Τουρκική πλευρά, αλλά απέχει από το κύριο αίτημά της, που παραμένει σ’ εκκρεμότητα, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές.

Το ανησυχητικό από την Ελληνική πλευρά είναι η κατευναστική σπουδή της κυβερνήσεως αλλά και των μεγαλύτερων συστημικών κομμάτων απέναντι στην Άγκυρα. Ο πρωθυπουργός μίλησε, προσφάτως, για προσφυγή στη Χάγη για την οριοθέτηση των «θαλασσίων ζωνών» μεταξύ των δύο χωρών. Στη Χάγη προσφεύγουμε για να οριοθετήσουμε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Η επέκταση, π.χ., των χωρικών μας υδάτων δεν είναι θέμα Δικαστηρίου της Χάγης ή του Αμβούργου.

Η θέση της Ελλάδος είναι ισχυρή και στο διπλωματικό και στο στρατιωτικό επίπεδο. Τίθεται όμως, για άλλη μια φορά, το θέμα μιας αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής και το θέμα της ανεξάρτητης πολιτικής, της θελήσεως και της αποφασιστικότητας.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ