Γρ. Κωνσταντέλλος στο “Π”: Λάθος χειρισμοί έφεραν την τραγωδία στα Τέμπη
Tου
ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΛΟΥ
Δημάρχου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης
Σχεδόν δύο μήνες μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών και μετά την έκδοση του πορίσματος για τα αίτια που το προκάλεσαν, μας δίνεται η δυνατότητα, αποστασιοποιημένοι κάπως από τη συναισθηματική φόρτιση των πρώτων ημερών, να ασχοληθούμε πιο νηφάλια με πτυχές του θέματος, οι οποίες δεν αφορούν μόνο τους λόγους που προκάλεσαν τη σύγκρουση, αλλά αφορούν και την απόδοση ευθυνών, σε όποιον αυτές αναλογούν.
Οφείλουμε, λοιπόν, σήμερα να ασχοληθούμε με ένα ερώτημα που αφορά τους χειρισμούς των υπευθύνων, το οποίο παραμένει καίριο και σε μεγάλο βαθμό αναπάντητο:
Η απόφαση να διακοπεί η λειτουργία του σιδηρόδρομου της χώρας για περισσότερες από 20 μέρες εξαιτίας του δυστυχήματος είχε θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, ήταν μια σωστή απόφαση που αφορούσε την ασφάλεια του επιβατικού κοινού ή ήταν μια απόφαση που ελήφθη για επικοινωνιακούς λόγους, προκειμένου να κατευναστούν τα έντονα συναισθήματα των ημερών;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, αξίζει να ανατρέξουμε σε κάποια από τα γεγονότα των πρώτων ωρών και ημερών μετά το δυστύχημα. Το ξημέρωμα της 1ης Μαρτίου σοκαρίστηκε όλη η ελληνική κοινωνία από την είδηση πως δύο τρένα συγκρούστηκαν μετωπικά στα Τέμπη, με τις πρώτες πληροφορίες να αναφέρουν την ύπαρξη πολλών θυμάτων.
Τα αντανακλαστικά του κρατικού μηχανισμού ήταν υποδειγματικά, καθώς μετέβησαν άμεσα στο σημείο διασώστες, ασθενοφόρα, η Πυροσβεστική Υπηρεσία και όλα τα απαραίτητα για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών.
Τα νοσοκομεία της περιοχής υποδέχτηκαν αποτελεσματικά τους τραυματίες και τους πρόσφεραν τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες, επεμβάσεις και νοσηλεία. Παράλληλα, αντιμετωπίστηκε με υπευθυνότητα το μακάβριο έργο ταυτοποίησης των νεκρών.
Από τις πρώτες ώρες βρέθηκε στο σημείο η πολιτική ηγεσία της χώρας, για να εξασφαλιστεί πως όλα θα γίνουν σωστά, ενώ μέσα στην ημέρα, με έντονη συναισθηματική φόρτιση, παραιτήθηκε από τη θέση του ο υπουργός Μεταφορών.
Δυστυχώς, όμως, από τις πρώτες στιγμές, όταν ακόμα κανείς δεν γνώριζε τον αριθμό των νεκρών, όταν ακόμα οι διασώστες έδιναν μάχες πάνω από τα καμένα βαγόνια, άρχισε να διαφαίνεται πως το θέμα θα αποκτούσε έντονα πολιτικά και προεκλογικά χαρακτηριστικά, τα οποία ήταν μοιραίο να επισκιάσουν την ουσία στη διαδικασία των χειρισμών αλλά και την αναζήτηση των πραγματικών ευθυνών.
Σε αυτό το σημείο, άρχισε να υπερισχύει η άποψη των επικοινωνιολόγων έναντι της άποψης των ειδικών και το πιθανότερο είναι πως μέσα σ’ αυτήν τη διαδικασία αποφασίστηκε η διακοπή της λειτουργίας του σιδηρόδρομου.
Η απόφαση αυτή, όμως, ήταν λάθος για τρεις σημαντικούς λόγους:
– Ο πρώτος λόγος αφορά την ουσιαστική και συχνά ζωτικής σημασίας εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού, που διακόπηκε αιφνιδίως και επ’ αόριστον, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στην ελληνική περιφέρεια.
– Η διακοπή προκάλεσε έντονο αίσθημα ανασφάλειας στην ελληνική κοινωνία, καθώς ήταν μια έμμεση ομολογία πως ο σιδηρόδρομος δεν είναι ασφαλής. Αφού, όμως, δεν είναι ασφαλής, γιατί επιτρέπαμε τη λειτουργία του τόσο καιρό; Δεν το γνωρίζαμε; Ή το μάθαμε τότε; Και τα φτιάξαμε όλα σε τρεις βδομάδες και οι σιδηρόδρομοι έγιναν ασφαλείς;
– Τέλος, σημειολογικά, σηματοδότησε στους ίδιους τους εργαζόμενους και στους υπευθύνους που θα αναλάβουν την επόμενη μέρα των ελληνικών σιδηρόδρομων φοβικό σύνδρομο, που τους στερεί την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να ασκούν τα καθήκοντά τους.
Οι παθογένειες του ελληνικού σιδηρόδρομου ήταν γνωστές, λιγότερο στο ευρύ κοινό και περισσότερο στους ειδικούς. Αν μπορούσαν να λυθούν σε λιγότερο από έναν μήνα και να ξεκινήσουν πάλι τα δρομολόγια, έχοντας εξασφαλίσει τις απαραίτητες συνθήκες ασφάλειας, γιατί δεν είχε γίνει τίποτα τόσα χρόνια;
Αλήθεια, αναρωτήθηκε κανείς γιατί μετά το ναυάγιο του «Σάμινα» δεν σταμάτησε η λειτουργία της ελληνικής ακτοπλοΐας ή γιατί μετά τα αεροπορικά δυστυχήματα στη χώρα μας συνέχισαν να πετάνε τα αεροπλάνα; Ειδικά στην ακτοπλοΐα, μετά το ναυάγιο έγιναν ριζικές αλλαγές στη λειτουργία και στις προδιαγραφές ασφάλειας του ελληνικού ακτοπλοϊκού στόλου, χωρίς όμως να διακοπεί ούτε για μία μέρα η λειτουργία της.
Στη δε αεροπορία, τα αίτια του κάθε ατυχήματος εξετάζονται ενδελεχώς, όχι για την απόδοση τυχών ευθυνών, αλλά για να καταγραφεί στα αεροπορικά εγχειρίδια, προκειμένου να μην επαναληφθεί.
Το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν ένα αναμφισβήτητα τραγικό συμβάν, αποτέλεσμα μιας σειράς λανθασμένων χειρισμών. Δεν πρέπει όμως να είναι πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, αφορμή για κυνήγι μαγισσών και η διαχείρισή του πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από ειδικούς τεχνοκράτες και όχι από επικοινωνιακά επιτελεία.