Φορολογική εισπραξιμότητα και Ελληνικό Δημόσιο – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
Πού θα κατέληγαν τα κόμματα αν στο πλήθος των δημοσκοπήσεων που μελετούν καθημερινά, ιδιαίτερα μάλιστα στην προεκλογική περίοδο, επέλεγαν να αναζητήσουν τη γνώμη των ψηφοφόρων σε σχέση με τις εξής δύο ερωτήσεις:
1. Θεωρείτε ότι είναι υποχρέωση του κράτους και της κυβέρνησης να παρέχει την καλύτερη δυνατή δημόσια υγεία, δημόσια εκπαίδευση, εθνική άμυνα; α. Ναι β. Όχι γ. Όχι απαραίτητα.
2. Θεωρείτε ότι είναι υποχρέωση του κράτους και της κυβέρνησης να παρέχει την άριστη –σύμφωνα με τους νόμους– φορολογική εισπραξιμότητα; α. Ναι β. Όχι γ. Όχι απαραίτητα.
Είναι βάσιμο να περιμένουμε ότι στη μεν πρώτη, με μεγάλη πλειοψηφία, θα υπερίσχυε ως απάντηση το «Ναι», ενώ στη δεύτερη θα υπερίσχυαν τα «Όχι» ή το «όχι απαραίτητα»;
Αν η εκτίμησή μας είναι βάσιμη, το κρίσιμο ερώτημα έχει να κάνει με το γιατί, ενώ θεωρούμε ότι είναι υποχρέωση του κράτους να παρέχει βέλτιστη δημόσια υγεία, δεν είναι υποχρέωσή του να παρέχει, σύμφωνα με τους νόμους που το ίδιο ψηφίζει, βέλτιστη φορολογική εισπραξιμότητα. Γιατί θεωρούμε υποχρέωση του κράτους τη δημόσια υγεία και όχι την δημόσια εισπραξιμότητα των φόρων; Και επειδή πολλοί αναγνώστες θα θεωρήσουν ότι ίσως δεν μπορούμε να αναφερθούμε με συγκεκριμένα στοιχεία, ας κάνουμε ορισμένες αναζητήσεις.
Αυτήν τη στιγμή, το Ελληνικό Δημόσιο απαιτεί 114 δισ. ανείσπρακτα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα. Κάθε χρόνο εισπράττει το 73% του ΕΝΦΙΑ. Από άπειρες μετρήσεις, καταγεγραμμένες μάλιστα και στην ΕΕ, η εισπραξιμότητα των φόρων απέχει από τον μέσο όρο της ΕΕ σε σχέση με το ΑΕΠ περίπου 3 – 5 δισ. Προσοχή, η αναφορά γίνεται σε σχέση με τον μέσο όρο και το μέγεθος της απώλειας είναι περίπου στο 65% των ετησίων τόκων που πληρώνονται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Αφού το 2012 μας χαρίστηκε το 72% του δημοσίου χρέους και έτσι αποφύγαμε να πληρώσουν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, με αισιοδοξία προσβλέπουμε να αρχίσουμε και πάλι να αποπληρώνουμε ένα αντίστοιχο σε απόλυτο μέγεθος χρέος.
Από τα στοιχεία, άλλωστε, προκύπτει ότι την επόμενη δεκαετία το Δημόσιο θα έχει καθαρό και όχι μόνο πρωτογενές πλεόνασμα. Επίσης, είναι ενδιαφέρον να αντιληφθούμε ότι το 90% των απαιτήσεων του Δημοσίου (114 δισ.) οφείλονται από το 10% του πληθυσμού και αφορούν μάλιστα οφειλές μεγαλύτερες από 1,5 εκατ. ευρώ. Και αντί να συζητάμε, πολίτες και πολιτικά κόμματα, πώς θα βελτιώσουμε τη λειτουργία του κράτους όσον αφορά την εισπραξιμότητα των φόρων, συζητάμε αν θα πρέπει να επιδοτήσουμε τις τιμές του ρεύματος και αν, ως αντιστάθμισμα, πρέπει να περιορίσουμε τις δημόσιες δαπάνες για την άμυνα.
Δημόσιο όμως δεν είναι μόνο η κεντρική κυβέρνηση. Δημόσιο είναι και η τοπική αυτοδιοίκηση. Και εκεί τα πράγματα είναι ακόμη πιο εξόφθαλμα. Πρόσφατα συζητήσαμε και πετύχαμε να αποφευχθεί η «ιδιωτικοποίηση του νερού και της αποχέτευσης». Τρομάξαμε όταν πληροφορηθήκαμε ότι επί εποχής ΣΥΡΙΖΑ, για να εξασφαλιστούν τα δάνεια του τρίτου Μνημονίου, παραχωρήσαμε ως εγγύηση τις εταιρείες δικτύου νερού και υπονόμων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Ευτυχώς, όχι την Ακρόπολη μαζί με τα Ελγίνεια.
Δεν σκεφτήκαμε όμως ότι η χρήση και η εκμετάλλευση των δικτύων, και μάλιστα το σε πιθανή μελλοντική ανεπάρκεια νερό, είναι αντικείμενο ληστρικής διαχείρισης από τις κατά τόπου δημοτικές επιχειρήσεις. Εκεί που στο πλήθος της νησιωτικής χώρας αλλά και της καλλιεργήσιμης γης η εισπραξιμότητα των τελών νερού καταλήγει σε χαμηλή εισπραξιμότητα. Ως αποτέλεσμα, αναγκαστικά καλύπτεται εκ των υστέρων, υπό μορφή ελλειμμάτων, από την κεντρική διοίκηση. Δικαιολογημένη πρακτική, αφού σε μια ανάλογη περίπτωση θεωρείται λογικό να επιδοτεί η Αθήνα την κατανάλωση Η/Ε της νησιωτικής Ελλάδα κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, αντί να επιβληθεί ειδικό τέλος στους τοπικούς χρήστες για την κατανάλωση.
Η παγκόσμια κρίση του 2008 μας δίδαξε πολλά. Κυρίως όμως μας έμαθε ότι τα κράτη, όπως και οι ιδιώτες, έχουν πιστωτικά όρια. Δεν μπορούν να δανείζονται απεριόριστα. Ως χώρα αγγίξαμε τα όρια της οικονομικής κατάρρευσης του Δημοσίου. Ως άτομα και επιχειρήσεις χάσαμε το 30% της παραγωγής μας και τα εισοδήματα που προέκυπταν από αυτή. Βρεθήκαμε στο οικονομικό αδιέξοδο και αρχίσαμε να μην πληρώνουμε δάνεια και φόρους. Δεν είναι τυχαίο ότι το ανείσπρακτο των φόρων από 15 δισ. πριν από την κρίση κατέληξε να είναι σήμερα 114 δισ. και, παράλληλα, το «κόκκινο» ιδιωτικό χρέος να παραμένει στα 80 δισ. Το Δημόσιο, εντέχνως, απέφυγε να χρησιμοποιήσει την απόλυτη ισχύ του στην εισπραξιμότητα των εσόδων του, μολύνοντας σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις απαιτήσεων – οφειλών.
Η ράθυμη φοροεισπρακτική πρακτική, που χρέωνε πρόστιμα και περίμενε να έρθουν οι επόμενοι να εισπράξουν, επεκτάθηκε στο τραπεζικό σύστημα. Αντί να ακολουθήσουμε την πρακτική άλλων χωρών και να διεκδικήσουμε το σύνολο των πραγματικών απαιτήσεων, επαναπαυτήκαμε στις «δάφνες» των εικονικών προβλέψεων. Θεωρήσαμε ότι η φορολογητέα ύλη είναι η εύκολη πηγή των γνωστών εισοδημάτων και αναγκαστικά υπερφορολογήσαμε.
Έτσι, ο βασικά υπεύθυνος τροφοδότης της κάκιστης εισπραξιμότητας, το Ελληνικό Δημόσιο, πέρασε την ανέμελη στάση του στις αξιολογήσεις των δημοσίων δαπανών και στα δημόσια έσοδα. Η σπάταλη διαχείριση των δημοσίων δαπανών σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας οδήγησε σε ανεύθυνη διαχείριση των δημοσίων εσόδων στην μεγάλη ύφεση. Όπως φοβόμασταν να αντιπαλέψουμε την σπατάλη, έτσι παγώσαμε όταν έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την εκ των πραγμάτων αναγκαστική φοροαποφυγή. Η λύση όμως και στις δύο περιπτώσεις, δαπάνες και εισπράξεις, ήταν ταυτόσημη. Υπευθυνότητα και αξιοπιστία.
Όσο υποχρεωμένο είναι το Δημόσιο να παρέχει στους πολίτες το άριστο δημόσιο αγαθό σε εφικτό κόστος, χωρίς σπατάλες, άλλο τόσο υποχρεωμένο είναι να παρέχει τη βέλτιστη εισπραξιμότητα των φορολογικών εσόδων. Όπως δεν πρέπει να ολιγωρεί όταν βλέπει κοστοβόρες καθυστερήσεις και υπερβάσεις στην παροχή των δημοσίων αγαθών, έτσι και δεν μπορεί να συντηρεί αναποτελεσματικές μεθοδολογίες για την είσπραξη των εσόδων, και μάλιστα κατά προτεραιότητα έναντι όλων των υπολοίπων. Ουσιαστικά, η εκάστοτε κυβέρνηση συντηρεί τον δόλο κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Προτρέπει τα μέλη της κοινωνίας σε ηθικό κίνδυνο.
Η φορολογική δικαιοσύνη έχει τρεις άξονες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την αποτίμηση της φοροδοτικής ικανότητας. Σε μια εποχή που η τεχνολογία μάς επιτρέπει να γνωρίζουμε ακόμη και το πού βρισκόμαστε, μόνο από αμέλεια των Αρχών μπορεί να δικαιολογηθεί ο χαμηλής εισπραξιμότητας μηχανισμός των νόμιμων φόρων. Ο δεύτερος αφορά την κατανομή των βαρών. Εκ λάθους, πολλοί θεωρούν ως κριτήριο το ύψος και την κατανομή στους φορολογικούς συντελεστές. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που επιβάλλεται είναι η στρωματοποίηση των πολιτών σε σχετικά συγκρίσιμες κοινωνικές ομάδες, με βάση τον πλούτο και τα εισοδήματα. Διότι, όπως λέει ο λαός, «ο βήχας και το χρήμα δεν κρύβονται». Και, τέλος, ένας τρίτος είναι η αμεσότητα στην πιστοποίηση και στην είσπραξη της απαίτησης. Και εδώ η μετάθεση της εισπραξιμότητας, με παράλληλη εγγραφή ποινών και προστίμων, δημιουργεί στρεβλώσεις και αναίτιες κοινωνικές αδικίες.
Τα πρόσφατα στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού και η στροφή στην πανδημία για μεγαλύτερη χρήση των καρτών και των POS καταγράφουν, ευτυχώς, αισιόδοξα μηνύματα σε σχέση με την εισπραξιμότητα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: in.gr