Ένα δύσκολο εξάμηνο για τη διεθνή και την ελληνική διπλωματία
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Γενική είναι η εκτίμηση ότι στις διεθνείς σχέσεις επικρατεί μεγάλη αταξία και ανησυχητική ρευστότητα. Το φαινόμενο, ασφαλώς, δεν προέκυψε ξαφνικά. Χρονολογείται από την επομένη –θα ισχυρισθούν οι γνώστες των διεθνών εξελίξεων– της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας που ακολούθησαν.
Αν και πολλοί ήταν εκείνοι που προβληματίζονταν για το αν το διάδοχο σχήμα ισορροπιών στις διεθνείς σχέσεις θα εξασφάλιζε την παγκόσμια ειρήνη και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών, εντούτοις επικρατούσε η αισιοδοξία ότι η διεθνής κοινότητα θα ήταν ασφαλέστερη από την προηγούμενη κατάσταση του διπολικού συστήματος, που στηριζόταν στην ισορροπία του τρόμου. Όμως οι προσδοκίες και των πλέον αισιόδοξων αναλυτών δεν εκπληρώθηκαν. Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στην παγκόσμια οικονομία –με εξαίρεση τη Κίνα– όχι μόνο δεν συνετέλεσε στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών των λαών, αλλά διεύρυνε το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Οι κοινωνικές ανισότητες αυξήθηκαν, για να οδηγηθούμε στην οικονομική κρίση που επίσημα εκδηλώθηκε το 2008.
Η οικονομική κρίση συνέτεινε στην έξαρση των εσωτερικών προβλημάτων πολλών χωρών σε Ασία και Αφρική, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες εξόδους και ροές προσφύγων και οικονομικών μεταναστών, με προορισμό, κυριότατα, την Ευρώπη. Την άκρως ρευστή κατάσταση που επικρατούσε στη διεθνή κοινότητα επέτεινε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Οι δυτικές χώρες (ΗΠΑ – ΕΕ), αντί να ασκήσουν μεσολαβητικό ρόλο προς κατάπαυση του πυρός, κήρυξη εκεχειρίας και έναρξη διαπραγματεύσεων προς επίτευξη ειρήνης, έπραξαν ακριβώς το αντίθετο. Η καταδίκη της εισβολής ήταν επιβεβλημένη –και σωστή– από πλευράς των δυτικών χωρών, όπως και της διεθνούς κοινότητας.
Όμως, η καταδίκη δεν αρκεί από μόνη της για την αποκατάσταση της ειρήνης. Η Ρωσία πληρώνει ήδη ακριβό τίμημα για την εισβολή σε μια όμορη και ομόφυλη χώρα, με περαιτέρω συνέπειες για την εικόνα και τη θέση της στη διεθνή κοινωνία. Το Ουκρανικό έφερε μεγάλη αναστάτωση στις διεθνείς σχέσεις. Η διαιώνιση του πολέμου αποδεικνύει ότι οι στόχοι είναι ευρύτεροι και αποβλέπουν σε νέους σχηματισμούς και διεθνείς ισορροπίες, όχι με ιδεολογικά, αλλά με γεωπολιτικά κριτήρια.
Εμφανής στόχος της αμερικανικής διπλωματίας είναι η απομόνωση της Ρωσίας από τον Δυτικό Κόσμο, με τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς συστήματος. Ο ανομολόγητος στόχος των ΗΠΑ, που ακολούθησε τυφλά η ΕΕ, είχε και απρόσμενες εξελίξεις. Έφερε πλησιέστερα τη Ρωσία με την Κίνα, με την τελευταία να αναδεικνύεται σε ισχυρό, παγκόσμιο οικονομικό παράγοντα και στη μεγαλύτερη ανταγωνίστρια χώρα στον τομέα προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπου μέχρι αρκετά πρόσφατα μονοπωλούσαν τα αμερικανικής παραγωγής και προέλευσης.
Μια άλλη σημαντική εξέλιξη είναι η διαφοροποίηση πολλών ευρωπαϊκών χωρών από την αμερικανική πολιτική έναντι της Κίνας, με επιδίωξη τη σύναψη στενότερης συνεργασία με το Πεκίνο. Πρόσφατα, ο γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, παρά τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει από τις μαζικές αντιδράσεις κατά της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην κινεζική πρωτεύουσα, κατά την οποία επιβεβαίωσε την πρόθεση της Γαλλίας να αυξήσει τη συνεργασία με τη Κίνα στον οικονομικό-εμπορικό τομέα και όχι μόνο.
Το στρίμωγμα που επεδίωκε η αμερικανική διπλωματία έναντι του Πεκίνου δεν φαίνεται να αποδίδει. Ανοιχτή παραμένει και η αντιπαράθεση στο θέμα της Ταιβάν, την οποία η Κίνα θεωρεί αναπόσπαστο μέρος της. Και η Ελλάδα μπορεί να συμπεριληφθεί μεταξύ των χωρών που επιδιώκουν τη συνεργασία ή συνεργάζονται ήδη με την Κίνα, και όχι μόνο στον οικονομικό τομέα. Η Κίνα έχει από ετών προβεί σε σοβαρές επενδύσεις στο λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου διοχετεύονται τα κινεζικά προϊόντα προς τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.
Στενές είναι και οι πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, με την πολιτιστική κινεζική παράδοση να αναγνωρίζει την Ελλάδα ως το απόλυτο λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Η ρευστότητα που επικρατεί στη διεθνή κοινωνία καταφαίνεται και από τις αυξανόμενες περιφερειακές συγκρούσεις, όπως οι τελευταίες που εκδηλώθηκαν στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, αλλά και στο Σουδάν, όπου συνεχίζεται ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του νόμιμου στρατού και των αντιτιθέμενων στους υποστηρικτές για τη διεξαγωγή πολιτικών εκλογών.
Ο κίνδυνος μετάδοσης των εχθροπραξιών σε όμορες χώρες είναι παραπάνω από ορατός. Ήδη το γειτονικό Τσαντ έκλεισε τα σύνορα με το Σουδάν, φοβούμενο εισροή μεγάλου αριθμού προσφύγων, που μπορούν να επηρεάσουν και τα εσωτερικά θέματα της χώρας. Έκδηλες είναι και οι ευρύτερες προεκτάσεις του σουδανικού εμφυλίου πολέμου, που εμπλέκουν χώρες της Αφρικής, της Ευρώπης, και όχι μόνο. Το Κέρας της Αφρικής απειλείται με αποσταθεροποίηση, χωρίς να αποκλείονται και φαινόμενα τρομοκρατικών ενεργειών σε γειτονικές χώρες, που μπορεί να προκαλέσουν νέα μεταναστευτικά κύματα προς τις ευρωπαϊκές χώρες.
Οι ελληνικές θέσεις στο Σουδανικό εκφράζονται και ταυτίζονται με εκείνες της ΕΕ, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διάσωση των ολίγων εναπομεινάντων από την άλλοτε ανθούσα ελληνική παροικία, που είναι εγκλωβισμένοι στην Ελληνική Ορθόδοξη Μητρόπολη. Ελπίζεται οι διεθνείς εξελίξεις να παρακολουθούνται από την ελληνική διπλωματία με τη δέουσα προσοχή και το αντίστοιχο ενδιαφέρον.
Όσον αφορά τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές του Μαΐου, τα κόμματα είναι λογικό να επικεντρώνονται σε θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος. Ελάχιστη, μέχρις στιγμής, είναι η αναφορά στα θέματα που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας και την τοποθέτηση επί αυτών. Πιθανόν αυτό να έχει να κάνει με το γεγονός ότι ταυτόχρονα, σχεδόν, διενεργούνται και προεδρικές εκλογές στη Τουρκία. Ίσως και γιατί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επικρατεί κάποια ύφεση. Ευχόμαστε να μην είναι παροδική.
Από ελληνικής πλευράς επιβάλλεται συνεχής παρακολούθηση της τουρκικής συμπεριφοράς, συγκρατημένη αισιοδοξία ως προς τις προθέσεις της Άγκυρας και εμμονή στη θέση μας ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών δέον να επιλυθούν με βάση τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.