Οι εξελίξεις στο Σουδάν
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Τις τελευταίες ημέρες, γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας αιματοχυσίας στο Σουδάν, την τρίτη μεγαλύτερη, από πλευράς έκτασης, χώρα της αφρικανικής ηπείρου και πολύπαθη, από την πρώτη κιόλας στιγμή που απέκτησε την ανεξαρτησία της, το 1956.
Προηγήθηκαν των σημερινών συγκρούσεων, που τείνουν να εξελιχθούν σε ολοσχερή εμφύλιο πόλεμο, οι δύο εμφύλιες αναμετρήσεις του 1956 και του 1983, με διάρκεια περί τα 20 χρόνια εκάστη εξ αυτών. Αφορούσαν τη διεκδικούμενη αυτονομία του Νοτίου Σουδάν, που στην πλειοψηφία του είναι χριστιανικό και έχει ως ορυκτολογική του προίκα το 75% των κοιτασμάτων πετρελαίου του αρχικά ενιαίου Σουδάν. Το διαζύγιο κάθε άλλο παρά βελούδινο ήταν.
Η εμφύλια σύγκρουση, με τα ενδιάμεσα διαλείμματά της, σοβούσε για 40 έτη, χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη αγριότητα και από εκατόμβες θυμάτων μεταξύ των αμάχων, όπως και από εκατοντάδες χιλιάδων προσφύγων και εσωτερικά μετακινούμενων πληθυσμών. Και σήμερα, στο Νότιο Σουδάν, υπάρχει μια εύθραυστη συνύπαρξη αντιτιθέμενων ομάδων και συμφερόντων, που είναι ιδιαίτερα ευεπίφορη να αναφλεγεί, ειδικά με το ξέσπασμα της βίας στον μεγάλο γείτονα, το σουδανικό κράτος, που αριθμεί περί τα 45 εκατ. κατοίκους.
Δεν ήταν όμως μόνο οι διαρκείς συγκρούσεις που οδήγησαν στην ανεξαρτησία του Νότιου Σουδάν, της μόνης εστίας θυελλώδους και καθολικής βίας στη χώρα. Τη δεκαετία του 2000 ξέσπασε και νέα σύγκρουση στο Νταρφούρ, μια περιοχή στα δυτικά της χώρας, που κατοικείται σε μεγάλο βαθμό από μη Άραβες. Η μεγάλη φτώχεια και η πεποίθηση ότι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση μόνο του αραβικού πληθυσμού οδήγησαν σε οργανωμένο αντάρτικο, με ιδιαίτερη ένταση την πρώτη δεκαετία του 2000, στη διάρκεια του οποίου καταγγέλθηκαν συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και φρικαλεότητες σε βάρος των αμάχων. Μεταξύ αυτών και η συστηματική πραγματοποίηση βιασμών, για να καμφθεί το φρόνημα των τοπικών πληθυσμών και να κατατρομοκρατηθούν όσοι θα παρείχαν ενίσχυση και διευκολύνσεις στις αντάρτικες ομάδες.
Δεν είναι τυχαίο πως για τις αγριότητες στο Νταρφούρ το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης διώκει στελέχη της τότε σουδανικής κυβέρνησης, μεταξύ αυτών και τον πρώην Πρόεδρο, Ισλαμιστή Ομάρ Αλ Μπασίρ, για να δικαστούν για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και το έγκλημα της γενοκτονίας.
Το σημερινό ξέσπασμα της βίας στο Σουδάν δείχνει να είναι εν πολλοίς απότοκος αλλά και επιβεβαίωση των ισορροπιών και σκοπιμοτήτων που έχουν διαμορφώσει οι σύγχρονοι διεθνείς συσχετισμοί αλλά και η βαριά σκιά της αποικιοκρατίας.
Πέρα από τις χαοτικές ελλείψεις σε θέματα υποδομής και το κεφαλαιώδες έλλειμμα σε εμπειρία και νοοτροπία δημοκρατίας, η αυθαίρετη χάραξη συνόρων, που περιλάμβανε ανομοιογενείς πληθυσμούς και μη διαχειρίσιμο μωσαϊκό φυλών και εθνοτήτων, δημιούργησε την παρακαταθήκη για τις εμφύλιες συγκρούσεις και την επιβολή αυταρχικών καθεστώτων.
Δεν μπορεί επίσης να διαλάθει την προσοχή μας ότι ο ένας εκ των δύο επικεφαλής των συγκρουόμενων στρατιωτικών σχηματισμών, ο ηγέτης δηλαδή των παραστρατιωτικών ομάδων, που δεν συμφωνούν με τους όρους ενσωμάτωσής τους στον τακτικό στρατό, έλκει την καταγωγή του από το Νταρφούρ, στο οποίο δραστηριοποιείται η διαβόητη Βάγκνερ.
Είναι η μισθοφορική οργάνωση που έχει υπό τον έλεγχό της και τα χρυσορυχεία της περιοχής, ενώ έχει έντονη παρουσία και δράση και στα όμορα κράτη της Λιβύης και της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή, ο αραβικός κόσμος, στον οποίο και ανήκει κατά βάση το Σουδάν, δείχνει να διαφοροποιείται ως προς τη στήριξη των αντιμαχόμενων παρατάξεων.
Οι παραστρατιωτικές ομάδες φαίνεται να στηρίζονται από τον αιγύπτιο Πρόεδρο, ενώ ο τακτικός στρατός από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Και ενώ καταγγέλλονται περιστατικά βίας ακόμα και σε βάρος στελεχών των διεθνών οργανισμών, το ερώτημα είναι κατά πόσο ο διαφαινόμενος εμφύλιος μπορεί να επηρεάσει τη χώρα μας και την Ευρώπη συνολικά. Το φάσμα του ποταμιού των κατατρεγμένων, προσφύγων και μεταναστών, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Ούτε και τα πικρά βιώματα του πρόσφατους παρελθόντος.