Τόνια Αντωνίου στο “Π”: Δεν ήταν «άτυχη» η κυβέρνηση Μητσοτάκη, άτυχοι ήταν οι πολίτες που επένδυσαν σε αυτήν τις προσδοκίες τους
Της
ΤΟΝΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Βουλευτού ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νότιου Τομέα (Β3) Αθήνας
Επιχειρώντας έναν απολογισμό στο τέλος της τετραετίας, ο πρωθυπουργός και τα κυβερνητικά στελέχη ισχυρίζονται ότι ήταν άτυχοι και δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν όσα σχεδίαζαν επειδή κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την κρίση της πανδημίας, την ενεργειακή κρίση και τη συνακόλουθη αύξηση της ακρίβειας και του πληθωρισμού λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Αυτή ήταν η δικαιολογία και για την κατάρρευση του επιτελικού κράτους στα Τέμπη! Έτσι, λοιπόν, απευθύνονται στους πολίτες και ζητούν μια «δεύτερη ευκαιρία». Πόσο, όμως, ευσταθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός;
Πραγματικά, η κυβέρνηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει διαδοχικές κρίσεις. Υπάρχει, όμως, και ένα δεύτερο αντικειμενικό γεγονός. Ποτέ πριν στην Ιστορία, από την εποχή του μεταπολεμικού Σχεδίου Μάρσαλ, δεν έλαβε η χώρα συνολική οικονομική βοήθεια τέτοιου μεγέθους, όπως αυτή που έλαβε μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, στόχοι της οποίας ήταν ακριβώς αυτές οι δύο λέξεις: Δηλαδή, μια γενναία ενίσχυση για να ανακάμψουν η οικονομία και η κοινωνία από την κρίση και να καταστεί η χώρα ανθεκτική σε μελλοντικές κρίσεις. Είχαμε, δηλαδή, ένα οικονομικό πακέτο πόρων που, μαζί με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ταμεία, ξεπερνά τα 90 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, χαλάρωσαν και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που έθετε μέχρι τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση στα κράτη-μέλη της. Με άλλα λόγια, υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις προκειμένου η κρίση να μετατραπεί σε ευκαιρία!
Και πραγματικά είδαμε να μετατρέπεται η κρίση σε ευκαιρία, αλλά το ερώτημα είναι: «Για ποιους;». Εδώ αρχίζουν τα αποκαλυπτήρια. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε και συνεχίζει να διαχειρίζεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτούς τους πόρους αποτυπώνει με ακρίβεια ότι είναι το κόμμα της πελατειακής πολιτικής, της διαπλοκής με την οικονομική ολιγαρχία και τους τραπεζίτες, της αδιαφάνειας, της απουσίας οποιασδήποτε λογοδοσίας και της ταξικής πολιτικής. Καμία σχέση, δηλαδή, με το εκσυγχρονιστικό και μεταρρυθμιστικό προφίλ που επιχείρησε να καλλιεργήσει προεκλογικά, το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να υφαρπάξει την ψήφο των πολιτών που ήταν απογοητευμένοι από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και ενδεικτικά. Ο τρόπος και τα κριτήρια με τα οποία χορήγησε την «επιστρεπτέα προκαταβολή» οδήγησαν ένα τεράστιο μέρος αυτών των πόρων να μετατραπεί σε καταθέσεις στις τράπεζες. Προφανώς, αυτοί που αύξησαν τις καταθέσεις τους δεν είχαν ανάγκη αυτές τις ενισχύσεις. Αντίθετα, εκείνοι που τις είχαν ανάγκη, δηλαδή η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που ήταν ήδη πληγωμένες από την προηγούμενη δεκαετή κρίση, αποκλείστηκαν από τις ενισχύσεις που δόθηκαν αποκλειστικά μέσω του τραπεζικού συστήματος, αφού δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια των τραπεζών.
Στη συνέχεια γίναμε μάρτυρες μιας γιγαντιαίου μεγέθους διάθεσης πόρων, που ξεπερνούν τα 8,5 δισ. ευρώ, με τη μέθοδο των απευθείας αναθέσεων. Θα μπορούσε κάποιος να γράψει ολόκληρη «μαύρη βίβλο» για αυτές τις υποθέσεις διαπλοκής και διαφθοράς. Ταυτόχρονα, ο πρωθυπουργός ομολογούσε κυνικά από το βήμα της Βουλής ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα κατευθυνθούν σε λίγες πολύ μεγάλες εταιρείες.
Στον αντίποδα, ενώ θα περίμενε κανείς να ενισχύσουν και να θωρακίσουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που σήκωσε όλο το βάρος της πανδημίας, ώστε να καταστεί ανθεκτικό σε μελλοντικές και πιο σοβαρές υγειονομικές κρίσεις που προβλέπουν οι ειδικοί, έπραξαν το αντίθετο. Ξεκίνησαν την επιχείρηση αποδόμησης και ιδιωτικοποίησής του, που είχε για λίγο καθυστερήσει λόγω της πανδημίας. Γιατί αυτό ήταν το πρόγραμμά τους που δεν προλάβαιναν να εφαρμόσουν!
Ο συνολικός τους απολογισμός είναι ένας απολογισμός σπατάλης. Σπατάλησαν την ευκαιρία να αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας και να δημιουργήσουν καλές και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας. Σπατάλησαν την ευκαιρία να οικοδομήσουν μια δίκαιη, ανθεκτική και βιώσιμη οικονομία και κοινωνία. Επιδόθηκαν σε ακραίο δημοσιονομικό λαϊκισμό επιδομάτων, με χρήματα που πήραν από τους ίδιους τους φορολογουμένους μέσω των υπερβολικά αυξημένων φόρων κατανάλωσης.
Σύντομα θα συνειδητοποιήσουν ότι ο ελληνικός λαός, που ζητάει αλλαγή σελίδας, δεν θα σπαταλήσει την ψήφο του σε αυτούς.