Ποιος έχει δίκιο για την οικονομία; Η κυβέρνηση, που πανηγυρίζει, ή ο κόσμος, που υποφέρει;
–Τι λένε τα στοιχεία της Eurostat
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο μύθος της οικονομικής μεγέθυνσης, ή ανάπτυξης, όπως τη λέμε, κακώς, στην Ελλάδα, επανέρχεται στον προεκλογικό διάλογο σε τακτά διαστήματα.
Το αφήγημα είναι ότι η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ο κόσμος, όμως, δεν καταλαβαίνει αυτή την «υπεραπόδοση» στη ζωή του. Και πώς να την καταλάβει όταν ο πληθωρισμός επιμένει και υπάρχουν χιλιάδες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και κυρίως νοικοκυριά, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων απειλούνται με πλειστηριασμό;
Ποιος έχει δίκιο, λοιπόν, για την οικονομία; Η κυβέρνηση ή ο κόσμος; Την απάντηση μας τη δίνουν, όπως συνήθως, τα στοιχεία της Eurostat και συγκεκριμένα το «κατά κεφαλήν εισόδημα σε συνθήκες ισοδυναμίας αγοραστικής δύναμης» στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα. Το οικονομικό μέγεθος αυτό προκύπτει αν προσαρμόσουμε το εθνικό ΑΕΠ ώστε το 1 ευρώ να έχει την ίδια αγοραστική δύναμη σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατόπιν διαιρέσουμε με τον πληθυσμό.
Τα γραφήματα δείχνουν τη σύγκριση και την πορεία αυτού του μεγέθους το 2011, το 2015 και το 2022.
Το 2011 η Ελλάδα είχε κατά κεφαλήν εισόδημα ίσο με το 75% του μέσου ευρωπαϊκού εισοδήματος (27 χώρες της ΕΕ) και ήταν 15η ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Το 2015 είχε πέσει στη 18η θέση, με 70% του μέσου όρου, και το 2022 ήταν επίσης στη 18η θέση, με 68% του μέσου όρου. Μάλιστα, αν κάνουμε την ίδια σύγκριση με τις 27 χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα έχει υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα μόνο από τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία. Για να μη θεωρηθεί ότι τα λέω αυτά από αντιπολιτευτική διάθεση, να προσθέσω ότι το 2019 η Ελλάδα ήταν στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωζώνης με 66% του ευρωπαϊκού μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος. Οι επιδόσεις του κ. Μητσοτάκη, λοιπόν, είναι η κατά 2% προσέγγιση του ευρωπαϊκού μέσου όρου και η μετακίνηση από την τελευταία θέση σε μία θέση πριν από το τέλος.
Προφανώς, οι επιδόσεις δεν προσφέρονται για πανηγυρισμούς. Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αποκλίνει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παρά τα επιπλέον 65 δισ. (45 χρήματα + 20 εγγυήσεις του Σχεδίου «Ηρακλής») που δανείσθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Να έχει δανεισθεί και να έχει διανείμει μια κυβέρνηση περίπου το 1/3 του ΑΕΠ της χώρας χωρίς να μπορέσει να επηρεάσει τη σύγκλιση της οικονομίας είναι σίγουρα ένα αρνητικό επίτευγμα.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ένας μέσος όρος δεν λέει και πολλά, αφού σημασία έχει ποιο ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται κοντά στο διάμεσο εισόδημα. Είναι και αυτό ένα κομμάτι της επικοινωνιακής γραμμής της κυβέρνησης, που διατείνεται ότι στήριξε τη «μεσαία τάξη» με την πολιτική της. Και πάλι, όμως, οι αριθμοί δεν επιβεβαιώνουν το κυβερνητικό αφήγημα. Η τελευταία ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (27/7/2022) δείχνει έξαρση της εισοδηματικής ανισότητας μετά το 2019. Συγκεκριμένα, το 2020, που είναι η τελευταία χρονιά για την οποία έχουμε στοιχεία, ο συντελεστής Gini παρουσιάζει αύξηση 1,5% περίπου και φτάνει στο 32,4%, κοντά 2% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, το ανώτερο 20% της εισοδηματικής πυραμίδας στην Ελλάδα βγάζει 6 φορές το εισόδημα του κατώτατου 20%. Με άλλα λόγια, η ανισότητα στην Ελλάδα εισέρχεται σε επικίνδυνη περιοχή, ενώ οξύνεται και λόγω του επίμονου πληθωρισμού.
Η ελληνική οικονομία δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς. Ο κυριότερος λόγος είναι το ότι οι συνθήκες διαβίωσης της συντριπτικής πλειονότητας του κόσμου έχουν επιδεινωθεί την τελευταία δεκαετία, ενώ τα τελευταία χρόνια εντείνεται εκ νέου και η εισοδηματική ανισότητα. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία αποκλίνει συστηματικά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και η τάση αυτή μοιάζει μη αναστρέψιμη. Οι πανηγυρισμοί και οι υπεκφυγές του επίσημου πολιτικού συστήματος το μόνο που πετυχαίνουν είναι να εξοργίζουν τον κόσμο. Αυτή η οργή πρέπει να διοχετευτεί σε συλλογική δράση στους δρόμους και σε αποδοκιμασία της επίσημης πολιτικής στην κάλπη.