Το φλερτ της κυβέρνησης με τον Ερντογάν και οι «λαγοί» για «Πρέσπες του Αιγαίου»!
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Την ώρα που έχει ξεκινήσει μια άγρια προεκλογική μάχη, που τα μεγάλα κόμματα έχουν βγάλει από τα ντουλάπια τους σκελετούς του αντιπάλου, ουδείς ασχολείται με το μείζον θέμα των ελληνοτουρκικών και αυτή την άνευ προϋποθέσεων προσπάθεια της κυβέρνησης να στηρίξει τον Ερντογάν και να εμφανίσει μια «ειδυλλιακή» εικόνα στις σχέσεις με την Τουρκία. Και μέσα σε αυτό το κλίμα των εναγκαλισμών τούρκων και ελλήνων υπουργών πρόβαλε στον δημόσιο διάλογο η «ιδέα» για συνεννόηση με την Τουρκία, επίλυση των ελληνοτουρκικών και για «Πρέσπες του Αιγαίου».
Δυστυχώς, η συζήτηση αυτή διαπερνά οριζόντια τα δύο μεγάλα κόμματα και προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά για το εάν πράγματι υπάρχει στο παρασκήνιο τέτοια κινητικότητα και εάν μετά τις εκλογές ή ακόμη και στο μεσοδιάστημα των δύο εκλογών θα επιχειρηθεί ένα τέτοιο τετελεσμένο.
Ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος, για τον οποίο πολλοί λένε ότι θα μπορούσε να αναλάβει ενεργό ρόλο σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, έριξε τη βόμβα, δίνοντας την εντύπωση ότι λειτουργεί σαν «λαγός».
Σε άρθρο του στην «Καθημερινή», στο οποίο υπεραμύνεται των κυβερνήσεων συνεργασίας, που θα έχουν όμως σχεδόν υπηρεσιακό χαρακτήρα, περιγράφει τους στόχους που θα πρέπει να επιδιώξει μια τέτοια κυβέρνηση, συμπεριλαμβάνοντας και μια «Συμφωνία του Αιγαίου».
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Το μεσοδιάστημα που θα μεσολαβήσει έως την πιθανή επάνοδο στην πεπατημένη των μονοκομματικών κυβερνήσεων μήπως προσφέρεται για να ληφθούν από την κυβέρνηση συνασπισμού που θα σχηματιστεί μετά τις 2 Ιουλίου κάποιες αποφάσεις που κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορεί, υπό τις σημερινές τουλάχιστον συνθήκες, να πάρει από μόνο του; Πέρα από τις μείζονες εσωτερικές εκκρεμότητες, όπως η εκ βάθρων αναδιοργάνωση των μυστικών υπηρεσιών, η ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών και η πολυαναμενόμενη δικαστική μεταρρύθμιση, μήπως είναι ιδανική περίοδος για έναν φιλόδοξο επανακαθορισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για μια ‘‘Συμφωνία του Αιγαίου’’, στον δρόμο που χάραξαν Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ το 1930;».
Ο κ. Αλιβιζάτος, δηλαδή, πολύ απλά, προτείνει να συμπράξουν τα δύο μεγάλα κόμματα και να αναλάβει μια υπηρεσιακή κυβέρνηση, η οποία δεν θα φοβάται το πολιτικό κόστος και θα προχωρήσει σε συνεννόηση με την Τουρκία για μια «Συμφωνία του Αιγαίου».
Όμως, ο βουλευτής και κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Φίλης, σε συνέντευξή του, τόνισε ότι δεν αρκεί αυτή η πολιτική «αλληλεγγύης» της κυβέρνησης προς την Τουρκία, λόγω σεισμών, και επισήμανε: «Πιστεύω πως πρέπει να χαραχτεί μια καινούργια πολιτική, που την έχει προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, στο πρότυπο της Συμφωνίας των Πρεσπών, πολιτική αλληλεγγύης, συνεννόησης ανάμεσα στις χώρες της περιοχής, με τις ιδιομορφίες που έχει η Τουρκία. Μια συνεννόηση που θα καταλήξει στο Δικαστήριο της Χάγης».
Φυσικά, και από τη ΝΔ ακούγονται αντίστοιχες φωνές, και μάλιστα από την πρώην υπουργό Εξωτερικών και αδελφή του πρωθυπουργού Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία ζήτησε να υπάρξει διάλογος με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς δικαίου, αλλά τόνισε ότι «πρέπει να παρουσιάσουμε όμως στον κόσμο όλη την εικόνα. Να ξέρει ότι η Τουρκία έχει ακρογιαλιές πολλών χιλιομέτρων και έχει και δικαίωμα στο Αιγαίο».
Λίγες ημέρες πριν, μιλώντας σε κανάλι στην Κρήτη, είχε δηλώσει ότι για την ίδια δεν είναι ταμπού η συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ τάχθηκε κατά της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στην περιοχή της Κρήτης «αυτήν τη στιγμή».
Και, υιοθετώντας ουσιαστικά την πρόταση Ερντογάν, δήλωσε: «Κάποια στιγμή θα γίνει διεθνής διάσκεψη για τα ενεργειακά στη Μεσόγειο, θα υπάρξει ευρύτερη συμφωνία. Η Μεσόγειος είναι μικρή θάλασσα με πολλά κράτη».
Δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς ότι αυτό το κλίμα που δημιουργείται με ιδιαίτερη ελαφρότητα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τους υπουργούς Εξωτερικών, Άμυνας και Μετανάστευσης να συναγελάζονται με εκείνους που μέχρι πριν τους σεισμούς καθύβριζαν και εκτόξευαν απειλές εναντίον της χώρας μας, μπορεί να εξασφαλίζει την κυβέρνηση από ένα απρόβλεπτο θερμό επεισόδιο στην προεκλογική περίοδο, αλλά τελικά εξυπηρετεί τους στόχους της Τουρκίας.
Να θυμίσουμε ότι καμιά από τις απειλές, καμιά αμφισβήτηση ελληνικής κυριαρχίας δεν έχει ανακληθεί από την τουρκική ηγεσία. Απλώς, για λόγους που είναι γνωστοί, υπάρχει μια παύση ασυρμάτου…
Με την ευγενική χορηγία της κυβέρνησης, οδηγούμαστε σε εξωραϊσμό του προφίλ του κ. Ερντογάν (με την ελπίδα ότι θα είναι αυτός που θα επανεκλεγεί), διευκολύνοντας τους σχεδιασμούς του με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, θεωρώντας ότι μόλις ανακτήσει τις δυνάμεις του, και ο ίδιος και η Τουρκία, θα φανεί… επιεικής με την Ελλάδα.
Κανείς δεν πιστεύει βεβαίως ότι ξαφνικά ο κ. Ερντογάν εγκατέλειψε την πολιτική των ακραίων διεκδικήσεων και αμφισβητήσεων της ελληνικής κυριαρχίας. Όμως το κλίμα που δημιουργείται όχι μόνο ανοίγει την όρεξη στους εγχώριους θιασώτες των «Πρεσπών του Αιγαίου» και της συνεκμετάλλευσης με την Τουρκία «λόγω των μεγάλων ακρογιαλιών στο Αιγαίο», αλλά κάνει και τους επίδοξους μεσολαβητές στο Βερολίνο και στην Ουάσινγκτον να ελπίζουν ότι αμέσως μετά τις εκλογές θα μπορέσουν να βάλουν μπροστά, και μάλιστα πιεστικά, τον μηχανισμό για επίτευξη ενός ελληνοτουρκικού συμβιβασμού.
Οι κινήσεις των υπουργών της κυβέρνησης και οι επαφές με τους τούρκους ομολόγους τους, σαν να μην τρέχει τίποτα και η ιστορία των ελληνοτουρκικών να ξεκίνησε τον Φεβρουάριο, την επομένη των σεισμών, αλλά και οι δηλώσεις παραγόντων της δημόσιας ζωής εγείρουν σοβαρά ερωτηματικά για το εάν τελικά υπάρχει στα σκαριά ένα τέτοιο σχέδιο.
Και, προφανώς, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο εάν είναι μια οικουμενικού τύπου, όπως προτείνει ο κ. Αλιβιζάτος ή ακόμη και ο Ν. Ανδρουλάκης, είναι αμφίβολο εάν θα έχει τη δυνατότητα να αντιστρέψει αυτό το κλίμα και αυτήν την πορεία, που αρχίζει να φαίνεται ότι είναι προδιαγεγραμμένη. Και αν θα οδηγηθεί σε έναν διάλογο άνευ όρων και προϋποθέσεων με την Τουρκία, με ατζέντα που θα περιλαμβάνει τις μονομερείς διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι λίγο πριν από τις εκλογές τα δύο μεγάλα κόμματα, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, επιδίδονται σε ακατάσχετη παροχολογία και σκανδαλολογία και αφήνουν απέξω τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, σαν να θέλουν να αποφύγουν οποιαδήποτε αναφορά ή δέσμευση για την πολιτική που θα ακολουθήσουν.
Πρέπει όλοι να τοποθετηθούν τώρα, ξεκάθαρα, για το πώς θα χειριστούν τα ελληνοτουρκικά την επόμενη ημέρα των εκλογών και υπό ποιες προϋποθέσεις θα καταστεί δυνατή η έναρξη διαλόγου με την Τουρκία. Όσο σιωπούν τόσο δίνεται η εντύπωση ότι «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά»…