Πολιτική, πολιτικοί και ανεργία – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

Πολιτική, πολιτικοί και ανεργία – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

«The best social program is a good job»,
Μπιλ Κλίντον


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ


O Κλίντον διατύπωσε το προφανές. «Το άριστο κοινωνικό πρόγραμμα είναι μια καλοπληρωμένη δουλειά». Πώς συνδέονται, όμως, οι έννοιες «καλοπληρωμένη δουλειά» και «πολιτική εργασίας»; Πρώτα τα νούμερα. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, 42 ημέρες πριν από τις εκλογές, η ανεργία είναι 11,4% οι άνεργοι 526 χιλ. και τα άτομα κάτω των 75 που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό 3,2 εκατ.

Στην απέναντι όχθη, δεν υπάρχει σχεδόν κανένας οικονομικός κλάδος που να μη φαίνεται ότι έχει προβλήματα εύρεσης εργαζομένων. Τουρισμός, εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας, ναυτιλία, γεωργία, εμπόριο, κατασκευές, εξειδικευμένες διοικητικές θέσεις στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, χρηματοπιστωτική αγορά και πληροφορική, μαζί με πολλές άλλες που μας διαφεύγουν, οι εργοδότες εκφράζουν αδυναμία κάλυψης των κενών θέσεων.

Στην πράξη, οι κενές θέσεις εργασίας –επίσημες και μη–, ανεξαρτήτως ειδίκευσης, φαίνεται ότι δεν καλύπτονται από τα άτομα που αναζητούν εργασία ή θα μπορούσαν να απασχοληθούν. Παράλληλα, η κυβέρνηση προχωρεί στην «εισαγωγή» 168.000 εργαζομένων από τρίτες χώρες για τη διετία 2023 – 2024. Χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τους ήδη απασχολούμενους αλλοδαπούς, που σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία ξεπερνούν το 1 εκατ.

Οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν το πρόβλημα είτε με υπεροψία είτε με απάθεια. Το ίδιο και οι συλλογικοί φορείς που εκπροσωπούν εργοδότες και εργαζομένους, είτε σε συλλογικό είτε σε κλαδικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στον τουρισμό, η θέση του πρωθυπουργός ήταν να αυξηθούν οι μισθοί. Την ίδια στιγμή που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων, αλλά και σε άλλους κλάδους, αποτελούν πλέον τον ισχυρότερο τροφοδότη του πληθωρισμού. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης εκφράζουν πολιτική κυρίως σε σχέση με την ανικανότητα της κυβέρνησης να μειώσει την ανεργία, στρέφοντας τον διάλογο στο με ποια κυβέρνηση στην εξουσία το επίπεδο της ανεργίας ήταν υψηλότερο.

Κανείς, όμως, δεν αμφισβητεί ότι, πριν αποδεχτούμε συγκεκριμένα μέτρα για την ανεργία, που στοχεύουν να διορθώσουν τις ατέλειες του μηχανισμού της αγοράς, είναι επιβεβλημένο να μελετήσουμε τα γεγονότα. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι τμήμα της ανεργίας είναι αποτέλεσμα της μη προσαρμογής των μισθών στο επίπεδο ισορροπίας και τι σε διαρθρωτικές ή πραγματικές αδυναμίες της αγοράς. Δηλαδή, στη σχέση κενές θέσεις εργασίας – αναζήτηση απασχόλησης. Αν η ανεργία είναι αποτέλεσμα του χρόνου προσαρμογής των μισθών στην αγορά, πιθανόν αισιοδοξούμε ότι κάποια στιγμή θα ισορροπήσει με τις υποδείξεις. Οι εργοδότες θα το καταλάβουν. Αν όμως η ανισορροπία προκύπτει από πραγματικές ή διαρθρωτικές αδυναμίες, τότε, ως υπεύθυνοι πολιτικοί και κόμματα, οφείλουμε να παρέμβουμε στην αγορά.

Οι πολιτικοί, στην περίπτωση της παρέμβασης, οφείλουν να λειτουργήσουν ως ένας «σύμβουλος γάμων», για να θυμηθούμε και τη Γ. Βασιλειάδου. Ένας παρατηρητής, δηλαδή, που εξετάζει γιατί μια σχέση συμβίωσης δεν λειτουργεί, αν και θα έπρεπε. Στοχεύοντας στην αγορά εργασίας οι πολιτικοί θα πρέπει να αναζητήσουν την απάντηση στο γιατί ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να βρει εκείνη την εργασία που θεωρεί καλοπληρωμένη και γιατί, αντίστοιχα, ένας εργοδότης αποφεύγει να παράγει περισσότερο αντί να προσλάβει νέους εργαζόμενους. Άλλωστε, από την εποχή του Smith, με το «αόρατο χέρι των κινήτρων της ελεύθερης αγοράς», και από την εποχή του Marx, με τη «δουλεία των μη κατόχων των μέσων παραγωγής (εργάτες) στους κατόχους αυτών (καπιταλιστές)», έχει τρέξει πολύ νερό στο ποτάμι. Στόχος είναι η συμφωνία.

Τη στιγμή που η ανεργία και οι μισθοί δεν συγκλίνουν στην ισορροπία, η πραγματική οικονομία μάς στέλνει άλλα μηνύματα. Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο διαβάζουμε ότι ε­πενδυτικά κεφάλαια δίνονται από σημαντικά funds για να εξαγοράσουν κερδοφόρα εκπαιδευτικά ιδρύματα επαγγελματικής μόρφωσης, με στόχευση στην πιστοποίηση επαγγελματικών ικανοτήτων. Στον γεωργικό τομέα, όπως και στις κατασκευές, ανθεί η «άτυπη εργασία». Η ναυτιλία αναλαμβάνει να χρηματοδοτήσει την εκπαίδευση των πιθανών νέων που ενδιαφέρονται για απασχόληση στον κλάδο της, διαφημίζοντας μάλιστα τον πρώτο μισθό.

Μεγάλες εταιρείες, όπως η Microsoft ή η Aegean, ετοιμάζονται να δημιουργήσουν σχολές μαθητείας στις ηλεκτρονικές και στις πτητικές ειδικότητες, πιθανόν για απασχόληση στον σύγχρονο δημόσιο ή και ιδιωτικό τομέα. Νέοι εργαζόμενοι επιλέγουν είτε τη «λευκή απεργία» είτε καθυστερούν την ένταξή τους στην αγορά, μέχρι να προκύψει κάτι καλύτερο. Στον κλάδο του τουρισμού, η παραίνεση του πρωθυπουργού για καλύτερους μισθούς φαίνεται να μην επιλύει το πρόβλημα ως προς την ευαισθητοποίηση των ανέργων. Το εμπόριο, ο μεγάλος εργοδότης της σχετικά ανειδίκευτης εργασίας, που λόγω κρίσης δημιούργησε και το μεγαλύτερο πρόβλημα –χάθηκαν 500.000 θέσεις εργασίας από το 2008 και μετά–, ανακάμπτει δυναμικά.

Μια μεγάλη πηγή πιθανών εργαζομένων, οι πρόωρα συνταξιούχοι, και ιδιαίτερα οι γυναίκες, αδυνατεί να περάσει στην αγορά λόγω των περιορισμών που ισχύουν σε σχέση με τη διακοπή των συντάξεων. Τέλος, ένα μεγάλο τμήμα είτε των μη εχόντων εργασία ή όσων δεν έχουν πλήρη απασχόληση, επιλέγουν να μετακινούνται από τη μία θέση εργασίας σε άλλη, ανταγωνιστική, με στόχο να αυξάνουν ταχύτερα τις απολαβές τους. Αποτέλεσμα, ταχύτερη αύξηση του μέσου μισθού, του κόστους παραγωγής και του πληθωρισμού.

Οι πολιτικοί οφείλουν να τοποθετηθούν στην πολιτική που θα ακολουθήσουν μετά τις εκλογές σε όλα τα σημαντικά θέματα και βέβαια στη μείωση της ανεργίας. Δεν έχει νόημα να καταδικάζουμε ή να ευαγγελίζουμε την πολιτική του παρελθόντος. Υπάρχουν άφθονες προτάσεις πολιτικής, βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες, και μάλιστα πρακτικά εφαρμόσιμες.

Για παράδειγμα, η προτροπή της αύξησης των μισθών ή η αύξηση του βασικού είναι μια λογική ενέργεια. Ανεξάρτητα αν, εκ λάθους, τη συνδέουμε αποκλειστικά και μόνο ως πολιτική για ελάφρυνση των επιπτώσεων του πληθωρισμού. Η αυστηρή εφαρμογή της κάρτας εργασίας είναι μια δεύτερη ενέργεια, ιδιαίτερα στη νυχτερινή εργασία και στον υπολογισμό των υπερωριών. Τα προγράμματα στα POS που διαφοροποιούν το φιλοδώρημα από τον λογαριασμό προσθέτουν στην αμοιβή των απασχολούμενων, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες. Οι σχολές μαθητείας, με κρατική ενίσχυση είτε στις ίδιες τις επιχειρήσεις είτε σε αναγνωρισμένες από τις επιχειρήσεις των κλάδων σχολές, συμβάλλουν άμεσα.

Σήμερα, άπειρες επιχειρήσεις στον κόσμο χρηματοδοτούν τη συνεχή μετεκπαίδευση των εργαζομένων. Γιατί όχι λοιπόν και των ανέργων. Μια άλλη, απλή πολιτική απασχόλησης είναι η υποχρέωση των ανέργων να συνεργάζονται δημιουργικά με τα προγράμματα απασχόλησης του ΟΑΕΔ. Κυρίως, όμως, μια σημαντική τομή, πριν αρχίσουμε να συζητάμε για την είσοδο αλλοδαπών εργαζομένων στη χώρα, έχει να κάνει με την αξιοποίηση των ικανών και ενδιαφερόμενων να εργαστούν συνταξιούχων. Ξεκινώντας από τα άτομα κάτω των 75 ετών, που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, είναι σίγουρο ότι ένα μεγάλο τμήμα αυτών είναι οι πρόωρα συνταξιοδοτηθέντες.

Το προσωπικό κόστος πολλών εξ αυτών, ιδιαίτερα εκείνων με χαμηλές συ­ντάξεις, είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με την εμπλοκή τους σε σχέσεις μερικής απασχόλησης. Μια απλή λύση θα ήταν να διατηρήσουν το σύνολο της σύνταξης που λαμβάνουν σήμερα, να εισπράττουν και να φορολογούνται για το όποιο επιπλέον εισόδημα και, αν θέλουν, σε συμφωνία με τον εργοδότη, είτε να πληρώνουν νόμιμα ασφαλιστικές εισφορές, ώστε μετά από κάποια ηλικία (π.χ. στα 67) να αποχωρήσουν και να βελτιώσουν τη σύνταξή τους, είτε να μην καταβάλλουν εισφορές, χάνοντας βέβαια το προνόμιο της καλύτερης σύνταξης. Μια λύση που θα μπορούσε, για παράδειγμα, να κάνει θαύματα στο κοινωνικό πρόγραμμα «γιαγιάδες της γειτονιάς».

Η ανεργία, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που βγαίνει από μια μακροχρόνια στασιμότητα και απαξίωση των ειδικοτήτων, είναι σκόπιμο να προβληματίσει τους πολιτικούς της και σ’ ένα μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Υπογραμμίζουμε τις τάσεις των μελλοντικών ειδικοτήτων. Οι ανεπτυγμένες κοινωνίες αρχίζουν να αναζητούν: Άτομα που βοηθούν άλλα, άτομα που ολοκληρώνουν ενέργειες και δραστηριότητες άλλων, άτομα που γεφυρώνουν διαφορές άλλων και, τέλος, άτομα που δημιουργούν για άλλους. Με λίγη σκέψη, αντιλαμβανόμαστε ότι όλες ταιριάζουν σε μια οικονομία υπηρεσιών όπως η ελληνική, με υψηλή διαρθρωτική ανεργία.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ