Παιδεία, ανισότητα και νεολαία – Αλήθειες και ψέματα για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (Μέρος Α’) – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Σε μεγάλη έρευνα, που περιλαμβάνει 50 χώρες παγκοσμίως, ο Αμορί Γκετίν, η Κλάρα Μαρτίνεζ και ο Τομά Πικετί μάς πληροφορούν για μια μεγάλη αλλαγή που έχει συντελεστεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Τα ανώτερα μορφωτικά στρώματα του πληθυσμού, ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες, ψηφίζουν αριστερά κόμματα, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε πριν από τη δεκαετία του 1990.
Προκαταρκτική έρευνα δείχνει ότι το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και για την Ελλάδα. Στην ακαδημαϊκή συζήτηση οι μελέτες αυτές χρησιμοποιούνται για να ερμηνεύσουν αλλαγές στην πολιτική φυσιογνωμία της σύγχρονης Αριστεράς και κενά στην εκπροσώπηση της εργατικής τάξης.
Εδώ θα σταθώ σε μια άλλη διάσταση αυτού του ευρήματος. Συγκεκριμένα, τι σηματοδοτεί αυτή η μεταστροφή για την ίδια την παιδεία; Σε αυτό το πλαίσιο, ποιες ανάγκες υπηρετούν οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζεται και επιχείρησε / επιχειρεί να εφαρμόσει η απερχόμενη κυβέρνηση;
Το κυβερνητικό αφήγημα βασίζεται σε μια ακραία και εν πολλοίς ξεπερασμένη νεοφιλελεύθερη παραδοχή. Αυτή λέει ότι βασική αιτία της μεγάλης εισοδηματικής ανισότητας σε παγκόσμια κλίμακα είναι η διαφορά στις δεξιότητες, ιδιαίτερα στην παραγωγή και στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών. Από τη σκοπιά αυτή, το περιεχόμενο και η πρόσβαση στη μόρφωση είναι ο βασικότερος παράγοντας αναδιανομής σε όφελος των κατώτερων εισοδημάτων.
Πρόκειται για ένα από τα γνωστά φληναφήματα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Όπως παραδέχεται πλέον το σύνολο σχεδόν των οικονομολόγων, η ανισότητα είναι αποτέλεσμα της ανόδου του μεριδίου των κερδών μετά το 1980. Με άλλα λόγια, η ανισότητα οφείλεται στον υπερβολικό πλουτισμό του ανώτερου 10% της εισοδηματικής πυραμίδας σε βάρος των υπολοίπων και όχι σε μισθολογικές διαφορές λόγω διαφορετικών δεξιοτήτων. Συγκεκριμένα, οι διαφορές των εισοδημάτων του κατώτερου 90% της εισοδηματικής πυραμίδας είναι σχετικά ήπιες και σταθερές διαχρονικά.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι απόφοιτοι πανεπιστημίου και οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων δεν έχουν μισθολογικά οφέλη. Το αντίθετο, μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (Μητράκος, 2014, σελ. 11) αναφέρει ότι η εκπαίδευση είναι ο βασικός παράγοντας που διατηρεί τμήματα του πληθυσμού πάνω από το όριο της φτώχειας. Με άλλα λόγια, το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο μπορεί να μην εξαλείφει την ανισότητα, όπως φαντάζονται οι νεοφιλελεύθεροι, όμως βοηθά ένα κομμάτι του κόσμου, ιδιαίτερα τη νεολαία, να επιβιώνει σε μια άνιση κοινωνία όπως η ελληνική.
Αυτές οι διαπιστώσεις δεν εμποδίζουν, βέβαια, πρόσφατη μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ (Μπαζώτη, 2020) να χαρακτηρίζει τον αυξανόμενο αριθμό των αποφοίτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ως ένδειξη απόκτησης υπερβολικών προσόντων σε σχέση με τα αναγκαία (overqualification). Ανάλογες απόψεις είχε εκφράσει παλαιότερα και ο οικονομικός σύμβουλος του κ. Μητσοτάκη, Αλέξης Πατέλης, για να τις ανασκευάσει λίγες ώρες αργότερα μπροστά στην κατακραυγή που προκάλεσαν. Το αστείο είναι ότι η μελέτη θεωρεί πως το 41% περίπου των νέων ηλικίας 24 – 34 ετών που, με βάση τα στοιχεία του 2018, είναι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης απέκτησαν πτυχίο επειδή ονειρεύονταν μια θέση στο Δημόσιο (σελ. 9 της μελέτης). Μάλλον όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ακούσει για τον περιορισμό των προσλήψεων στο Δημόσιο και το «1 πρόσληψη για κάθε 5 αποχωρήσεις» των Μνημονίων.
Αλλά ο παραλογισμός δεν περιορίζεται στα κίνητρα απόκτησης πανεπιστημιακού πτυχίου. Η μελέτη συνεχίζει λέγοντας ότι η προσήλωση στην εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και στην ανταπόκριση στις απαιτήσεις των Πανελλαδικών Εξετάσεων είναι υπεύθυνη και για τη μη εφαρμογή νέων μεθόδων διδασκαλίας και την παροχή χαμηλής ποιότητας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (σελ. 9 και 10). Ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυρίζεται ότι αιτία για το χαμηλό επίπεδο των αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σύμφωνα με την αξιολόγηση του ΟΟΣΑ, δεν είναι τα σχολεία που καταρρέουν, οι καθηγητές που δεν υπάρχουν και το επίπεδο των σχολικών βιβλίων, αλλά το ότι οι μαθητές θέλουν να περάσουν στο πανεπιστήμιο. Για όλους αυτούς τους ισχυρισμούς, όμως, δεν υπάρχουν κανενός είδους βιβλιογραφικές αναφορές. Είναι αυθαίρετοι ισχυρισμοί της μελέτης.
Το πιο εντυπωσιακό είναι το ότι, αφού κάνει αυτές τις διαπιστώσεις, η μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ καταλήγει στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα με τη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιβλιογραφίας για το θέμα. Δηλαδή, ότι το επίπεδο της εκπαίδευσης συνοδεύεται από μισθολογικά οφέλη και από τη σκοπιά αυτή περιορίζει την ανισότητα (σελ. 26).
Στο φως αυτού του συμπεράσματος, οι επιδιώξεις της ΝΔ για την παιδεία γίνονται προφανείς. Θέλει να περιορίσει την πρόσβαση στην Ανώτατη Παιδεία επιδιώκοντας να συμπιέσει κι άλλο τους μισθούς προς τα κάτω. Φαντάζονται ότι έτσι θα αποκαταστήσουν την επιχειρηματική κερδοφορία. Με αυτό το σκεπτικό, η διατήρηση και η ενίσχυση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας είναι άμυνα για ολόκληρη την κοινωνία. Στο πώς μπορεί να γίνει αυτό θα σταθούμε στο δεύτερο μέρος του άρθρου, την επόμενη εβδομάδα.