Χρ. Βερναρδάκης στο “Π”: Το μετέωρο βήμα του ΠΑΣΟΚ και η κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας
Του
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
Πανεπιστημιακού, Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Α’ Αθήνας
Ο χρησμός Ανδρουλάκη περί τρίτου προσώπου, πέραν των Τσίπρα και Μητσοτάκη, ως επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνεργασίας πολύ φοβάμαι ότι απευθύνεται κυρίως στη ΝΔ.
Και εξηγούμαι:
Μια πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις επόμενες εκλογές θα είναι απολύτως δεσμευτική για τους πάντες. Από δεύτερο κόμμα θα έχει γίνει πρώτο, προφανώς με αυξημένα ποσοστά σε σχέση με το 2019, και κατά συνέπεια θα είναι μια αδιαμφισβήτητη δικαίωση του Αλέξη Τσίπρα και των επιλογών του. Τούτων δοθέντων, θα πρόκειται για ακραίο πολιτικό παραλογισμό η απαίτηση ενός πολύ μικρότερου εκλογικά κόμματος να θέλει μεν να συνεργαστεί με τον νικητή των εκλογών, υπό τον όρο όμως να μην είναι επικεφαλής αυτός που κέρδισε τις εκλογές! Δεν νομίζω ότι ο Ν. Ανδρουλάκης και το επιτελείο του διακρίνονται από παραλογισμό.
Αντίστροφα, μια ενδεχόμενη πρωτιά της ΝΔ θα γίνει με πολύ μικρότερα ποσοστά σε σχέση με το 2019, σε περιβάλλον μεγάλης φθοράς και θα καταγραφεί ο εκλογικός τραυματισμός του Κυρ. Μητσοτάκη. Δεδομένου ότι ο Ν. Ανδρουλάκης θα ήταν λογικά αδύνατον να συνεργαστεί με τον επικεφαλής της ΕΥΠ που τον παρακολουθούσε και δεδομένης και της ανοικτής πια εσωκομματικής αμφισβήτησης του Κυρ. Μητσοτάκη, που έχει αναπτυχθεί, πράγματι θεωρητικά θα μπορούσε να συζητηθεί και από τις δύο μεριές μια άλλη περίπτωση επικεφαλής σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, τα πρόσωπα που φωτογραφίζονται (Βενιζέλος, Στουρνάρας, Δένδιας) μάλλον σε ένα τέτοιου τύπου σχήμα θα ήταν συμβατά.
Επομένως, η αναφορά περί τρίτου προσώπου μάλλον μια κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ υπαινίσσεται. Η αναφορά στον Αλέξη Τσίπρα γίνεται αφενός μεν για λόγους ισορροπίας, αφετέρου δε για να συγκινήσει όποιον ακόμα μπορεί να συγκινηθεί από το παλαιό «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» και δεν ψηφίζει Μητσοτάκη.
Η ουσία ωστόσο είναι ότι η αναφορά σε ένα τρίτο πρόσωπο συσκοτίζει και μεταθέτει τη συζήτηση από το πραγματικό στο παραπολιτικό. Με ποιο πρόγραμμα μπορεί να γίνει μια κυβέρνηση συνεργασίας; Όλα τα είδη κυβερνητικών συνεργασιών είναι ανοικτά, πέραν ουσιαστικών προγραμματικών τοποθετήσεων στις κύριες αντιθέσεις που διαπερνούν σήμερα τις κοινωνίες; Ποιες είναι οι συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές σε επίπεδο προγράμματος; Είναι ισοδύναμη επιλογή μια κυβέρνηση συνεργασίας με τη ΝΔ με μια κυβέρνηση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Είναι ισοδύναμη η επιλογή συνεργασίας με ένα κόμμα που επιδιώκει περισσότερη ιδιωτικοποίηση στο Σύστημα Υγείας, στην Παιδεία ή στην Κοινωνική Ασφάλιση με ένα άλλο κόμμα που θεωρεί δημόσιο αγαθό την Υγεία, την Παιδεία, το Κράτος Πρόνοιας; Είναι ισοδύναμη η επιλογή συνεργασίας με τη ΝΔ, που στηρίζει τον σημερινό πτωχευτικό μηχανισμό των τραπεζών και των funds, με μια κυβέρνηση που θέλει την κατάργησή του και την προστασία της λαϊκής κατοικίας;
Όλα τα πολιτικά κόμματα συγκροτούνται και πολιτεύονται στη βάση κεντρικών διαιρετικών τομών που αναπτύσσονται στην κοινωνία. Σήμερα, στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, η μεγάλη διαιρετική τομή είναι μεταξύ της διαρκούς (θεσμοποιημένης) λιτότητας και συρρίκνωσης των δημοσίων αγαθών απέναντι στο αίτημα για τέλος στη λιτότητα και ανάκτηση των δημοσίων αγαθών από την κοινωνία. Είναι η κεντρική διαίρεση απέναντι στη νεοφιλελεύθερη Δεξιά και στους «κεντρώους» συμμάχους από τη μια και την Αριστερά και την Κεντροαριστερά από την άλλη.
Η τοποθέτηση σε αυτές τις διαιρετικές τομές είναι κομβικής σημασίας για όλα τα πολιτικά κόμματα. Δεν πρόκειται για απλές προτάσεις διακυβέρνησης ή έξυπνες ιδέες για άσκηση εφαρμοσμένης πολιτικής. Πρόκειται στην ουσία για το μέλλον της δημοκρατίας και για στρατηγικής σημασίας επιλογές των κοινωνιών τις επόμενες δεκαετίες.
Μπορεί, επομένως, ένα κόμμα που ανήκει καταστατικά στην Κεντροαριστερά και στην ευρύτερη δημοκρατική παράταξη και συνδέθηκε ειδικά τη δεκαετία του ’80 με τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές τομές απέναντι στο κράτος της Δεξιάς να αφήνει σήμερα –και μάλιστα μετά από μία καταστροφική για τις λαϊκές τάξεις τετραετία ΝΔ– ανοικτό ένα ενδεχόμενο συνεργασίας με τον φορέα αυτό και να περιορίζει τις απαιτήσεις του σε τρίτο πρόσωπο;
Οι εκλογές του Μαΐου είναι μία ιστορική ευκαιρία για τις δυνάμεις της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης. Και για να σχηματίσουν μια αμιγώς προοδευτική κυβέρνηση, αλλά και για διαφυλάξουν την απλή αναλογική – δηλαδή το δικαίωμα στην εκπροσώπηση όλων των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, μικρότερων ή μεγαλύτερων. Ώστε να αποδομήσουν πλήρως τα μυθεύματα της Δεξιάς περί ακυβερνησίας και μονοκομματικών κυβερνήσεων.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν είναι πια το μεγάλο κόμμα των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα, όπως υπήρξε μέχρι τη δεκαετία του 2010. Οι ιστορικές εξελίξεις και οι μορφές που έλαβε η πάλη των τάξεων στη χώρα καθόρισαν την εξέλιξή του σε ένα διαφορετικό, αλλά μικρότερο εκλογικά κόμμα. Όμως ακόμα διαθέτει ένα δημοκρατικό πολιτικό και εκλογικό δυναμικό που μπορεί να συμβάλει στην επανεκκίνηση της χώρας.
Έχει έρθει όμως η ώρα να καταγράψει, με μεγαλύτερη σαφήνεια και χωρίς τον εγγενή κυβερνητισμό που το χαρακτηρίζει, την τοποθέτησή του στον αντι-νεοφιλελεύθερο πολιτικό χώρο. Θα το τολμήσει;