Συγκρατημένη αισιοδοξία για μια νέα πορεία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Οι θερμοί εναγκαλισμοί μεταξύ του έλληνα υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Δένδια και του τούρκου ομολόγου του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, το χαμήλωμα των τόνων του Ταγίπ Ερντογάν μετά τις γνωστές απειλές του κατά της Ελλάδος, όπως «θα έρθουμε νύχτα» και άλλα ηχηρά παρόμοια, δημιούργησαν τον τελευταίο καιρό ένα κλίμα αισιοδοξίας για μια νέα πορεία στις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας, όπως άλλωστε αρμόζει σε δύο γειτονικές και συμμαχικές χώρες.
Σε αυτό το αισιόδοξο κλίμα –έστω και φαινομενικό– καταλυτικός ήταν ο ρόλος δύο γεγονότων που συντάραξαν την πολιτική και κοινωνική ζωή των δύο χωρών, με πρώτο τον σεισμό, που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Ανατολική Τουρκία, και δεύτερο το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών. Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που έσπευσαν να συνδράμουν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του σεισμού με την αποστολή της ΕΜΑΚ, που ειδικεύεται στη διάσωση εγκλωβισμένων και στη στήριξη των σεισμόπληκτων, ενώ επιτόπια επίσκεψη στις πληγείσες περιοχές πραγματοποίησε και ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας. Το γεγονός ότι τον συνόδευσε και ο τούρκος ομόλογός του συνετέλεσε στον σχηματισμό εντυπώσεων ότι η εικόνα εξέφραζε και το επιθυμητό επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και λαών.
Ενίοτε, δυσάρεστα ή τραγικά γεγονότα λειτουργούν λυτρωτικά για απαλλαγή από ιδεοληψίες ή μεγαλομανίες, όπως ο νεοοθωμανισμός του Ερντογάν. Η εκατέρωθεν συμπαράσταση για τα δύο παραπάνω δυσάρεστα γεγονότα συνοδεύτηκε και από πολιτικές συνεργασίες, όπως η στήριξη από πλευράς της Τουρκίας της ελληνικής υποψηφιότητας για τη θέση μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τη διετία 2025-2026, ενώ η Ελλάδα προθυμοποιήθηκε να στηρίξει την τουρκική υποψηφιότητα για τη θέση του γενικού γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO). Πρόκειται για δύο σημαντικές διεθνείς θέσεις, με τη δεύτερη να έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, ως πρώτη ναυτιλιακή δύναμη στην Ευρώπη και τρίτη στον κόσμο. Υπό άλλες συνθήκες, η αλληλοϋποστήριξη για τις δύο αυτές σημαντικές διεθνείς θέσεις θα ήταν αδιανόητη.
Αξίζει, επίσης, αναφοράς η επίσκεψη που πραγματοποίησε προσφάτως στην Άγκυρα ο υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για την οικονομική διπλωματία, κ. Φραγκογιάννης και η συνάντηση με τον τούρκο ομόλογό του, στην οποία συζητήθηκαν θέματα οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, με θετικά, όπως αναγράφηκε, αποτελέσματα.
Η παρατηρούμενη, κατ’ αρχάς, αλλαγή συμπεριφοράς της Άγκυρας έναντι της Ελλάδος επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Εκτός του καταλυτικού ρόλου των δύο συμβάντων, του καταστροφικού σεισμού στην Ανατολική Τουρκία και του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, που επιβεβαιώνουν ότι τραγικά γεγονότα πολλές φορές ενώνουν τους λαούς, ένας πιθανός λόγος για την αλλαγή της τουρκικής συμπεριφοράς είναι και οι επικείμενες προεδρικές εκλογές, καθώς ο Ερντογάν θέλει να εμφανιστεί συνεργάσιμος και φιλικά διακείμενος έναντι της Ελλάδος, γεγονός που μπορεί να έχει ευμενή απήχηση και αποδοχή από τις δυτικές χώρες, και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, που ανησυχούν από την ένταση στις σχέσεις μεταξύ δύο χωρών που είναι μέλη της ίδιας συμμαχίας, του ΝΑΤΟ.
Η αλλαγή συμπεριφοράς έναντι της Ελλάδος θα μπορούσε να αποδοθεί και στις διαπιστώσεις της τουρκικής διπλωματίας, σύμφωνα με τις οποίες η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι απειλές και οι προκλήσεις κατά της Ελλάδος, χώρας-μέλους της ΕΕ, απομακρύνουν, αν δεν ακυρώνουν, την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ίσως μπορεί να αποδοθεί και στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει τα προσδοκώμενα διπλωματικά οφέλη από τη στενή συνεργασία με τη Μόσχα, με την αποφυγή –μεταξύ άλλων– της καταδίκης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ώστε να καταστεί η Τουρκία μεγάλη περιφερειακή δύναμη στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι ανωτέρω επιφυλάξεις για μια ειλικρινή μεταστροφή της συμπεριφοράς της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος δεν πηγάζουν από κάποια προκατάληψη ή επιπόλαιες εκτιμήσεις. Στηρίζονται στη μελέτη της ιστορικής πορείας των ελληνοτουρκικών σχέσεων τα τελευταία 50 και πλέον έτη. Πρόσθετα, επειδή ο τουρκικός αναθεωρητισμός και η αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της ερντογανικής εποχής. Είναι φαινόμενο διαχρονικό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, που φανερά και έμπρακτα χρονολογείται από την εισβολή στη Κύπρο το 1974.
Εύλογοι οι προβληματισμοί και βάσιμες οι επιφυλάξεις για το αν η σημειούμενη αλλαγή στη συμπεριφορά της Άγκυρας θα έχει συνέχεια, αν είναι ειλικρινής και όχι περιστασιακή και τούτο ανεξάρτητα από την επανεκλογή ή όχι του Ταγίπ Ερντογάν. Δεν συμμερίζομαι τους ενθουσιασμούς, ούτε και τις παραινέσεις εκείνων που εισηγούνται άμεση επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, επωφελούμενοι από τις ευμενείς περιστάσεις. Όταν δεν διαφαίνεται καμιά πρόθεση αλλαγής των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων σε Αιγαίο και των γνωστών θέσεων του Ερντογάν για λύσεις στη βάση του καζάν καζάν (μισά μισά).
Οι διαφορές μεταξύ των κρατών πρέπει να λύνονται μόνο στη βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Και στις θέσεις αυτές πρέπει να είμαστε σταθεροί προς όλες τις κατευθύνσεις. Στο μεταξύ, δεν επιτρέπονται αβάσιμοι ενθουσιασμοί, ούτε αστόχαστες απορρίψεις, γκρίνιες και υπεραπλουστεύσεις. Η ελληνική διπλωματία οφείλει να εργαστεί για την ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για την επίλυση των διμερών διαφορών στη βάση των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου, με προσφυγή, αν απαιτηθεί, στα διεθνή δικαστήρια. Να παρακολουθεί και να αναλύει μεθοδικά και προσεκτικά τις συμπεριφορές και τις θέσεις της Άγκυρας απέναντι στη χώρα μας, καθώς μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για εγκατάλειψη των γνωστών αναθεωρητικών θέσεων για το status quo στο Αιγαίο και την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Για να θυμίσω μια ιταλική παροιμία, chi va piano va sano e va lontano (όποιος πάει σιγά, πάει σωστά και μακριά).