Τραβάτε με κι ας κλαίω – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

Τραβάτε με κι ας κλαίω – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

–«Huff and Puff and Pay» (αγγλική διατύπωση του τίτλου)


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ


«Τι νόημα έχει να διαμαρτύρεσαι, όταν τελικά θα πληρώσεις το τίμημα;». Η συγκεκριμένη φράση, μαζί με πολλές άλλες, ήρθε στη μνήμη μου, όταν δημόσια βαθμολόγησα την ξεκάθαρη στάση της κ. Κριστίν Λαγκάρντ με άριστα. Όταν μέσα στην υποτιθέμενη τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην πραγματική της Ελβετίας τοποθετήθηκε ως ώφειλε, αυστηρά. Αυξάνοντας τα επιτόκια και μάλιστα χωρίς ενδοιασμούς για την πολιτική της στο μέλλον.

Έτσι, χωρίς υπεκφυγές ξεκαθάρισε τη σχέση νομισματικής πολιτικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη. Άλλο η ευθύνη στον πληθωρισμό και άλλο η ευθύνη στον έλεγχο της σταθερότητας του συστήματος. Τέλος στο «τα κέρδη δικά μου, οι ζημιές δικές σας».

Υπενθύμισε προηγούμενη θέση της, που υποστήριζε ότι, στην πράξη, η πολιτική του Μάριο Ντράγκι «θα κάνω ό,τι είναι αναγκαίο για να σώσω το ευρώ» δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Θεώρησε ότι πλέον πρέπει να σπάσει ο κύκλος της φαυλότητας, που θέλει «τα κράτη να μολύνουν τις τράπεζες και οι τράπεζες να μολύνουν τα κράτη». Η δημοσιονομική πειθαρχία οφείλει να ελέγχει την ελευθεριότητα των υπουργών Οικονομικών και η ρυθμιστική αρχή ελέγχου της αξιοπιστίας των τραπεζών SSM (Single Supervisory Mechanism) την αξιοπιστία της πιστωτικής σταθερότητας. Σε επίρρωση αυτών, μετά την κ. Λαγκάρντ ήρθε ο επικεφαλής του SSM Αντρέα Ενρία να δηλώσει ότι «η αύξηση των επιτοκίων και η ποσοτική σύσφιξη απαιτούν από τις τράπεζες να επικεντρωθούν στους κινδύνους ρευστότητας και χρηματοδότησης».

Πώς όμως μεταφράζονται όλα αυτά στα καθ’ ημάς, τη στιγμή που στη χώρα ζούμε την επαύριον μιας τραγωδίας, τη μετωπική σύγκρουση τρένων, και περιμένουμε το πόρισμα της ανακριτικής διαδικασίας; Στη χώρα που, μαζί με κάποιες άλλες, μόλις ξεπέρασε τα δεινά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στην Ελλάδα, που το τραπεζικό της σύστημα, συστημικό και μη, λειτουργεί με νέους κανόνες και δεσμεύσεις, αλλά με παλαιές νοοτροπίες ευθύνης και ελέγχων, ξεχνάμε το εξής: Ότι στην Ευρωζώνη μία ανώτατη αρχή έχει την ευθύνη να κάνει εκείνο που θεωρεί σωστό, με δεδομένες και σαφείς αρμοδιότητες. Η ΕΚΤ ελέγχει τον πληθωρισμό και ο SSM, ως ρυθμιστική αρχή, εγγυάται την αξιοπιστία και ασφάλεια του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.

Τι έγινε όμως αλλού και γιατί ήταν άριστο το γεγονός ότι το ευρωσύστημα ξεκαθάρισε την αντίθεσή του;

1. Δύο χείριστα διοικούμενες τράπεζες, η μία στην Καλιφόρνια και η άλλη στην Ελβετία, έχουν πρόβλημα στο να διαχειριστούν τις επιπτώσεις των μεταβολών των αγοραίων αξιών που εκφράζουν τους ισολογισμούς τους. Οι αυξήσεις των επιτοκίων δημιουργούν αποκλίσεις μεταξύ αξιών στο «ακέραιο» και αξιών σε τιμή «αγοράς». Για παράδειγμα, η υποχρέωση των καταθέσεων είναι στο «ακέραιο», και μάλιστα «επί τη εμφανίσει», ενώ η απαίτηση σε δάνεια ή σε ομόλογα στην «αγορά». Εκεί οι διοικήσεις νόμιζαν ότι η θετική διαφορά μεταξύ αγοράς και στο ακέραιο είναι δικό τους κέρδος, ενώ η αρνητική ζημία της κοινωνίας. Λάθος, λέει η κ. Λαγκάρντ, στα καθ’ ημάς και στις δύο περιπτώσεις ισχύει η τιμολόγηση της αγοράς.

2. Η διάχυτη εντύπωση θέλει να είναι «εξασφαλισμένες οι καταθέσεις από τις κεντρικές τράπεζες στο ακέραιο». Ακόμη και όταν είναι μεγαλύτερες από το εξασφαλισμένο όριο. Για παράδειγμα, τείνουμε να ξεχνάμε ότι το τραπεζικό σύστημα εξασφαλίζει στο ακέραιο καταθέσεις μέχρι 100.000 ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα μπορούν να διαγραφούν, με ζημία των καταθετών, αν η τράπεζα πτωχεύσει. Κάποιοι εξ ημών μάλιστα άκουσαν ότι στις ΗΠΑ ζητήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα να τις καλύψει και πάνω από το ανώτατο όριο (250.000 USD) και ζήλεψαν. Η θέση της ΕΚΤ ήταν σαφής. Οι μέτοχοι πρώτα, οι ομολογιούχοι μετά, οι καταθέτες στο τέλος.

3. Στις ΗΠΑ, η κακοδιαχειριζόμενη τράπεζα ήταν το 1% το συνολικού τραπεζικού συστήματος. Σε μια τεράστια οικονομία. Στην Ελβετία, όμως, η Credit Suisse αποτελεί το 20%. Πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα, όταν η τράπεζα, ανεξαρτήτως μεγέθους, «μολύνει» τη χώρα; Και αυτό το ξεκαθάρισε η ΕΚΤ. Ξεχάστε, λέει, την άποψη που θέλει να έρχεται αρωγός η Κεντρική Τράπεζα στα λάθη σας, για να μη δημιουργηθεί bank run. Ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων προσδιορίζεται από την εξέλιξη του πληθωρισμού. Λάθη στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου αποτελούν πρόβλημα των μετόχων σας.

4. Γιατί δεν διατηρούμε στην Ευρωζώνη την ίδια πολιτική που εφαρμόσαμε με την παγκόσμια κρίση του 2008 – 2009; Όταν αντιμετωπίσαμε ταυτόχρονα και μόλυνση των τραπεζών από τη δημοσιονομική αυθαιρεσία των κρατών (π.χ. Ελλάδα) και μόλυνση του κράτους από πιστωτική αυθαιρεσία των τραπεζών (π.χ. Ιρλανδία). Όταν αναγκαστήκαμε να αποδεχτούμε τη θέση «είναι πολύ μεγάλοι για να καταρρεύσουν» στη διευρυμένη μόλυνση της πιστωτικής σταθερότητας της Ευρωζώνης; Όταν, απροετοίμαστοι, αναγκαστήκαμε να δεχτούμε την πολιτική Ντράγκι και Μνημονίων; Δεν μάθαμε τίποτα; Όχι, είναι η απάντηση της κ. Λαγκάρντ, και μάθαμε και δημιουργήσαμε μηχανισμούς ανάδρασης. Άρα, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως φάρσα.

5. Και αν αύριο ο ιστορικός του μέλλοντος θελήσει να αναλύσει τη συμπεριφορά των διοικητών της ΕΚΤ και των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, σε αντιπαραβολή με εκείνες των ΗΠΑ και των χωρών εκτός Ευρωζώνης στις κρίσεις του 2008 και του 2023, τι θα καταγράψει; Πώς θα ερμηνεύσει την άσκηση της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής συγκρίνοντας την Ιρλανδία με την Ελβετία σε σχέση με το εθνικό κόστος για να ξεπεράσουν την πιστωτική τους κρίση (τότε και τώρα); Πώς θα αναλύσει τη συμπεριφορά της Ευρωζώνης στο σύνολο των χωρών του Νότου, όταν αντιμετώπισε ως σύνολο τις κρίσεις του 2008 και του 2023 σε σχέση με την ΗΠΑ; Γιατί, όπως και να γίνει αυτή η αξιολόγηση, θα αποτελέσει σχολείο για τους φοιτητές των οικονομικών του 2035.

Οι παθογένειες του παρελθόντος στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής πρέπει να κριθούν και να μην ξεπεραστούν πρόχειρα, ιδιαίτερα μάλιστα στη λογική του «τραβάτε με κι ας κλαίω».

Σε τι βαθμό οι τράπεζες και οι μέτοχοί τους δικαιούνται να έχουν προστασία, στηριζόμενοι στη δήθεν ισχύ τους στην ολιγοπωλιακή αγορά; Σε τι διαφέρουν οι ευθύνες των διοικήσεων των μετόχων και των ελεγκτικών μηχανισμών από μια άλλη εταιρεία που, εισάγοντας ένα προβληματικό προϊόν, καταρρέει οικονομικά; Γιατί μια τράπεζα θεωρεί ότι είναι πολύ ισχυρή για να αποτύχει και γι’ αυτό δικαιούται «απεριόριστη εξασφάλιση των υποχρεώσεών της»; Γιατί ο ανταγωνισμός, στα πλαίσια των ρυθμιστικών κανόνων, δεν εξισορροπεί την αγορά, όπως αλλού, αλλά για το πιστωτικό σύστημα απαιτείται ιδιαίτερη προστασία, που μπορεί να οδηγήσει σε συρρίκνωση του εθνικού πλούτου (βλέπε Ελβετία); Πόσο καλά ενημερωμένοι είναι οι πολίτες για την περιορισμένη εγγύηση των καταθέσεων; Έπρεπε να τους το εξηγήσει ο Πρόεδρος Μπάιντεν, αναφερόμενος στο νόημα του καπιταλισμού; Τι σημαίνει μεγάλη τράπεζα σε σχέση με τη δημιουργία πιστωτικού γεγονότος; Αν, για παράδειγμα, η Credit Suisse είναι μεγάλη σε σχέση με την οικονομία της Ελβετίας, τι είναι εκείνη που θα δημιουργηθεί από τη συγχώνευσή της με την πρώτη UBS;

Ευχαριστούμε λοιπόν την κ Λαγκάρντ που μας υπενθύμισε ότι σε κάθε πιστωτικό σύστημα, εκτός από τις Κεντρικές Τράπεζες (π.χ. ΕΚΤ), υπάρχουν και ρυθμιστικές αρχές, για παράδειγμα, στο χρηματοπιστωτικό ο SSΜ. Ασκούν, ως οφείλουν, τα δικαιώματά τους ώστε να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Και οφείλουμε στην κ. Λαγκάρντ, που έκανε την αρχή, ώστε να καταλάβουμε ότι δεν μπορούν εκ των υστέρων (π.χ. ΡΑΣ) να μας εξηγούν ότι υπήρχε ελευθεριότητα στις επιλογές της διοίκησης, επιτρέποντας στις διοικήσεις να λιάζονται κυριολεκτικά στις Βερμούδες, όπως εκείνη της SVB.

Επιτέλους, δεν μπορούν οι ανεξάρτητες αρχές να αντιλαμβάνονται τις κρίσεις εκ των υστέρων και στη συνέχεια, εκ των πραγμάτων, να προτείνουν, για παράδειγμα, διάσωση των τραπεζών. Κατά την αγγλική φράση, «huff and puff and pay» (βαρυγκωμώ, αλλά πληρώνω);


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ