Ριζικές γεωπολιτικές αλλαγές και η φαινομενική βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η ανατροπή στις σχέσεις Ιράν – Σαουδικής Αραβίας και η αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων, με διακριτικό διαμεσολαβητή την Κίνα, είναι μια καταλυτική εξέλιξη, που αλλάζει το γεωπολιτικό τοπίο στην περιοχή του Κόλπου, αλλά και σ’ ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Οι δύο χώρες διαδραματίζουν αντιστοίχως ηγετικό ρόλο στο Σουνιτικό και στο Σιιτικό Ισλάμ. Ο διαχωρισμός, ο ανταγωνισμός και η πόλωση μεταξύ των δύο αυτών πόλων επηρέασε καταλυτικά τις εξελίξεις τη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τη Συρία, και περιθωριοποίησε το Μεσανατολικό, που ήταν επί δεκαετίες το κυρίαρχο θέμα στην περιοχή.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών και μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας έγινε ο κύριος άξονας των επιδιώξεων και των ισορροπιών μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων, αλλά και αναφορά για τον καθορισμό των στρατηγικών επιδιώξεων στην περιοχή των ανταγωνιζομένων μεγάλων δυνάμεων.
Οι συνέπειες του σφοδρού αυτού ανταγωνισμού δεν περιορίσθηκαν στη Μέση Ανατολή. Επεξετάθησαν και στην περιοχή του Κόλπου, με επίκεντρο την Υεμένη, όπου μαίνεται από χρόνια ένας αιματηρότατος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των παρατάξεων που υποστηρίζονται αντιστοίχως από το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι πάνω στο πρόσφορο έδαφος του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας βλάστησε ο σπόρος και έδωσε ως καρπό τις λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ, που άνοιξαν τον δρόμο για την εξομάλυνση και την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ του Ισραήλ και των χωρών του Κόλπου.
Ως σημαντική και συμπληρωματική παράμετρος των εξελίξεων αυτών, ήρθε η εξομάλυνση στις σχέσεις μεταξύ Συρίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με δηλώσεις των τελευταίων ότι ήρθε η ώρα η Συρία να επιστρέψει στην Αραβική οικογένεια και στον Αραβικό Σύνδεσμο. Μπορεί να αναλογισθεί κανείς τον δρόμο που διανύθηκε από το πρόσφατο παρελθόν, όταν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία ήταν οι χρηματοδότες της επελάσεως στη Συρία των ακραίων Ισλαμιστών, με τις φρικτές επιδόσεις, στο όνομα του Σουνιτικού Ισλάμ.
Η κίνηση της Σαουδικής Αραβίας να ανατρέψει αιφνιδίως μια φαινομενικά παγιωμένη πολιτική είναι βέβαιο ότι θα προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια και ανησυχία στην Ουάσινγκτον. Είναι η δεύτερη φορά που η Σαουδική Αραβία δίνει δείγματα μιας ανεξάρτητης και αυτόνομης πολιτικής. Η πρώτη ήταν η άρνησή της να ακολουθήσει τις υποδείξεις της Ουάσινγκτον στο θέμα της τιμής του πετρελαίου, της ενδεχόμενης επιβολής ανωτάτου ορίου (πλαφόν) στην τιμή του και της ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία.
Η Σαουδική Αραβία αρνήθηκε να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία και να διακόψει κάθε συνεργασία, λόγω Ουκρανίας. Συμμετέχει μ’ αυτήν στον Οργανισμό των Πετρελαιοπαραγωγικών Χωρών ΟΠΕΚ (OPEC) και θεωρεί καθοριστική τη συνεννόηση μαζί της για την υπεράσπιση των πετρελαϊκών της συμφερόντων. Στο πνεύμα αυτό, έστειλε μήνυμα ότι δεν θα δεχθεί την επιβολή πλαφόν στη διεθνή τιμή του πετρελαίου και ότι θα απαγορεύσει την εξαγωγή πετρελαίου σε οποιαδήποτε χώρα επιχειρήσει να επιβάλει πλαφόν και να χειραγωγήσει, με τον τρόπο αυτό, την τιμή του πετρελαίου.
Οι μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές και αναταράξεις δεν περιορίζονται, βεβαίως, στο σκηνικό της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου. Έχουν κύριο επίκεντρο τον πόλεμο στην Ουκρανία, που εξελίσσεται σταδιακά σε παγκόσμια σύγκρουση. Η τελευταία δεν εμπλέκει, άλλωστε, μόνο τη Ρωσία και τις χώρες του ΝΑΤΟ, μ’ επικεφαλής τις ΗΠΑ, αλλά και τις Ασιατικές Δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ιαπωνία. Από την άποψη αυτή, ήταν σημαδιακή η σύμπτωση της επισκέψεως του Κινέζου ηγέτη στη Μόσχα και του Ιάπωνα στο Κίεβο. Με την ενθάρρυνση των Αμερικανών, η Ιαπωνία στην Ασία επανεξοπλίζεται ως αντίβαρο στην Κίνα, όπως η Γερμανία στην Ευρώπη, ως βασικό μέρος του Ευρωπαϊκού συνασπισμού, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, κατά της Ρωσίας.
Τ’ αποτελέσματα της συναντήσεως του Κινέζου ηγέτη Σι Τζιπίνγκ, με τον Ρώσο ηγέτη Πούτιν φαίνεται να περιορίζονται κυρίως στον οικονομικό τομέα, με στόχο να διευρυνθούν περαιτέρω οι ανταλλαγές μεταξύ των δύο χωρών και να προσλάβουν στρατηγικό χαρακτήρα, ώστε να αντισταθμίσουν τις Δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Είναι όμως πολύ πιθανό οι ανταλλαγές να περιλαμβάνουν και στρατιωτικό υλικό και τεχνολογίες που είναι χρήσιμες στη Ρωσική πλευρά για τον ολοένα και περισσότερο κλιμακούμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Ασφαλώς, οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι προς ανακοίνωση και θα διαπιστωθεί στην πράξη εάν έχουν, όντως, συναφθεί και συμφωνίες του είδους αυτού.
Η Κίνα, ως μεγάλη εξαγωγική δύναμη, με κύριες αγορές τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, θέλει να είναι προσεκτική και να τηρεί τις αναγκαίες ισορροπίες, για να μην υποστεί αντίποινα και κυρώσεις. Από την άλλη, όμως, έχει πλήρη συνείδηση της σημασίας που έχει γι’ αυτήν η στρατηγική αλληλεγγύη σήμερα με τη Ρωσία, ως θεμελιακή βάση για τη δική της ασφάλεια. Δεν θέλει με κανέναν τρόπο να ηττηθεί η Ρωσία από τον συνασπισμό των ΗΠΑ, που στρέφεται εναντίον της, γιατί γνωρίζει ότι το νέο αυξημένο δυναμικό των ΗΠΑ και η θέλησή της για μονοκρατορία θα είναι δικό της κύριο πρόβλημα.
Η Ρωσο-Κινεζική στρατηγική συνεργασία έχει όμως και άλλες φιλόδοξες σκέψεις και σχέδια. Αφορούν την αναδιοργάνωση των διεθνών σχέσεων και την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προβλημάτων, μετά την εκ των πραγμάτων κατάρρευση της τάξεως που δημιούργησαν, κατά κύριο λόγο, οι ΗΠΑ, ως η ισχυρότερη δύναμη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένα από τα θέματα αυτά είναι το νομισματικό, μετά την καταχρηστική χρησιμοποίηση από τις ΗΠΑ του ρόλου του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Ένα άλλο είναι η σταθερότητα και η συνεργασία στον κρίσιμο χώρο της Ευρασίας. Η εμπλοκή της Ρωσίας στην Ουκρανία αφήνει το πεδίο ελεύθερο για άλλους παίκτες, μέχρι και στον Ερντογάν, που επιχειρεί να παίξει παιχνίδι με τα τουρκόφωνα κράτη. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι, στο πλαίσιο ενός ολοκληρωτικού πολέμου, η αποσταθεροποίηση φιλικών κρατών, στην αυλή του αντιπάλου, είναι στην ημερήσια διάταξη. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η Κίνα αναλαμβάνει να καλέσει τα κράτη της Κεντρικής Ασίας σε διάσκεψη στο Πεκίνο.
Μέσα σ’ αυτό το ευρύτερο σκηνικό, η Ελλάδα συντρέχει σ’ ένα παιχνίδι εντυπώσεων με την Τουρκία. Οι δύο χώρες εμφανίζονται να θέλουν χαλάρωση της εντάσεως και βελτίωση των σχέσεών τους. Η αρχή έγινε με τους σεισμούς στη ΝΑ Τουρκία. Η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ο Ερντογάν, εν όψει των εκλογών του Μαΐου, με ιδιαίτερα δυσμενείς τις δημοσκοπήσεις για την εκλογή του και με την εξίσου δύσκολη οικονομική κατάσταση, δεν του επιτρέπουν να ακολουθήσει πολιτική φυγής προς τα εμπρός, με έντονη αντι-Αμερικανική ρητορική και τη δημιουργία νέας κρίσεως. Πιστεύει ότι, στη σημερινή συγκυρία, η πολιτική του εκκρεμούς που ακολουθεί επιτάσσει επιτήδεια κλίση προς τις ΗΠΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί σκόπιμη μια ύφεση με την Ελλάδα, που θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει στο Αμερικανικό Κογκρέσο και στην Ευρώπη, όπως επίσης για να βελτιώσει τις σχέσεις του με περιφερειακούς παίκτες στην Ανατολική Μεσόγειο, συμμάχους της Ελλάδος, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Η Ελλάδα πρέπει γι’ αυτό να είναι προσεκτική, γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Άγκυρα δεν θα υποχωρήσει από τις γνώστες θέσεις και αξιώσεις της και θα επανακάμψει στην ίδια πολιτική, μόλις υπερβεί τον δύσκολο κάβο που αντιμετωπίζει.
Να μη διευκολύνει, λοιπόν, η Ελληνική πλευρά την άσκηση πιέσεων σε βάρος της αργότερα, ως αποτέλεσμα μιας εικονικής βελτιώσεως των σχέσεων, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.