Αθήνα – Λευκωσία: Ο κίνδυνος μετατροπής της αλληλεγγύης για τους σεισμούς σε πολιτική κατευνασμού έναντι της Τουρκίας!
–Στήνουν νέα παγίδα στην Κυπριακή Δημοκρατία
–Συνήγορος της Τουρκίας ο Δένδιας;
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Η Αθήνα τείνει να μετατραπεί στον πιο σθεναρό υποστηρικτή του καθεστώτος Ερντογάν με πρόσχημα τους σεισμούς, ενώ και η Λευκωσία σπεύδει να προκαλέσει την έναρξη διαπραγματεύσεων, ενώ είναι δεδομένη η τουρκική θέση περί δύο κρατών. Κινήσεις οι οποίες τελικά έχουν ένα μόνο αποτέλεσμα: τον εξωραϊσμό και το ξέπλυμα της Τουρκίας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η επιδίωξη της Αθήνας είναι προφανής: Να εξασφαλίσει ότι, στη δύσκολη περίοδο που έχει μπροστά της η κυβέρνηση Μητσοτάκη μέχρι τις κάλπες, δεν θα υπάρξει νέα ένταση ή ένα θερμό επεισόδιο που θα τινάξει στον αέρα τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης και θα ανατρέψει τους εκλογικούς στόχους της. Βεβαίως, η αξιοπιστία τέτοιων υποσχέσεων από την Τουρκία, όπου κι εκεί είναι απρόβλεπτη η εκλογική μάχη, είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αλλά ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά πιάνεται.
Σε μια ακόμη προσπάθεια να δημιουργηθεί κλίμα κανονικότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετέβη στην Άγκυρα για συνομιλίες επί της λεγόμενης «θετικής ατζέντας» ο υφυπουργός Εξωτερικών Κώστας Φραγκογιάννης. Μια διαδικασία η οποία είναι προφανές ότι δεν έχει περιεχόμενο, καθώς οι δύο χώρες διανύουν τα τελευταία μέτρα σε μια προεκλογική περίοδο. Επιπλέον, η εμπειρία έδειξε ότι αυτή η θετική ατζέντα δεν μπορεί να προχωρήσει όσο δεν υπάρχει ουσιαστική ομαλοποίηση των σχέσεων, καθώς όλοι οι σχεδιασμοί που έχουν γίνει στο παρελθόν έχουν μείνει στα χαρτιά.
Η Τουρκία, χωρίς να έχει κάνει οποιαδήποτε μεταστροφή τόσο στην επιθετική πολιτική της έναντι της χώρας μας όσο και στο Κυπριακό και στην απαίτησή της για αλλαγή της βάσης λύσης του Κυπριακού και αποδοχή της λογικής των δύο κρατών, έχει πετύχει μετά τους σεισμούς να έχει εξασφαλίσει την Ελλάδα ως διεθνή συνήγορό της, ενώ και η Κύπρος επιδιώκει επανάληψη των συνομιλιών για το Κυπριακό, αναζητώντας μάλιστα και δώρα που θα μπορούσε να προσφέρει η ΕΕ ως κίνητρο για να προσέλθει η Τουρκία στις συνομιλίες.
Ο κ. Δένδιας, με μια επικοινωνιακή μεθόδευση, οργάνωσε μια ολιγόλεπτη συνάντηση με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου στις Βρυξέλλες, μετά την οποία ανακοίνωσαν ότι η Ελλάδα θα υποστηρίξει την Τουρκία για τη γενική γραμματεία του ΙΜΟ (Διεθνής Οργανισμός Ναυτιλίας) και η Τουρκία θα υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Ελλάδας για τη θέση του μη μόνιμου μέλους του ΣΑ του ΟΗΕ.
Μάλιστα, διπλωματικές πηγές, στην προσπάθειά τους να μεγιστοποιήσουν την κίνηση αυτή, κάνοντας ιδεολογική υπέρβαση, συμπέραιναν ότι αφού η ατζέντα της ελληνικής υποψηφιότητας στηρίζεται στα τρία «Δ» του κ. Δένδια, δηλαδή «Διάλογο, Διπλωματία, Δημοκρατία», η στήριξη της Τουρκίας σημαίνει και… αποδοχή αυτών των αρχών!
Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα ήθελε να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες ψήφους για την εκλογή της στο ΣΑ την περίοδο 2025 – 2026 για λόγους πρεστίζ (καθώς έχει ήδη συγκεντρώσει τις αναγκαίες για την εκλογή ψήφους) και έτσι ελπίζει ότι, μετά τη στήριξη της Τουρκίας, θα ακολουθήσουν και μερικές ακόμη χώρες που επηρεάζονται από την Άγκυρα (Αζερμπαϊτζάν, Πακιστάν κ.ά.).
Η στήριξη της Ελλάδας στην τουρκική υποψηφιότητα για τη θέση του ΓΓ του ΙΜΟ (Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας) έχει όμως ιδιαίτερη βαρύτητα, όχι μόνο γιατί η Ελλάδα έχει ισχυρή θέση λόγω της ελληνικής ναυτιλίας αλλά και γιατί, στο πλαίσιο του ΙΜΟ, υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες με την Τουρκία κυρίως για θέματα αρμοδιοτήτων σε θαλάσσιες ζώνες. Και προκαλεί εντύπωση η τόσο γενναιόδωρη κίνηση της Αθήνας να υποστηρίξει την τουρκική υποψηφιότητα. Και προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση το γεγονός ότι θα υποστηριχθεί ο τούρκος υποψήφιος, ενώ στις πέντε συνολικά υποψηφιότητες είναι και εκείνη της Κύπρου με τον Βασίλειο Δημητριάδη.
Η αποφυγή εντάσεων και η αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας προφανώς είναι θετικά βήματα, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζουν από τη σκληρή πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επιστρέφοντας, και μάλιστα υπό δυσμενέστερους όρους για τη χώρα μας, στην αλήστου μνήμης εποχή της συνεργασίας σε θέματα χαμηλής πολιτικής και των «ζεϊμπέκικων» του Γιώργου Παπανδρέου.
Αν, πράγματι, είχαμε μια σοβαρή αποκλιμάκωση της κατάστασης με την Τουρκία, θα ήταν πραγματικά θετικό και επιβεβλημένο η Ελλάδα να πρωτοστατεί στη βελτίωση της διεθνούς εικόνας της Τουρκίας και να είναι η πιο ισχυρή υποστηρίκτρια της Τουρκίας στην ΕΕ σε ό,τι αφορά την αποστολή βοήθειας και στήριξης των σεισμόπληκτων. Όμως η χωρίς μέτρο στήριξη της Τουρκίας απλώς υπονομεύει την ελληνική πολιτική, όταν θα έρθει η ώρα να ζητήσει η Ελλάδα την αλληλεγγύη της ΕΕ απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις, οι οποίες, και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, δεν έχουν εγκαταλειφθεί.
Δεν είναι ορθό ο κ. Δένδιας να εμφανίζεται ως συνήγορος της Τουρκίας και να κομπάζει για τη στήριξή της στην ελληνική υποψηφιότητα στον ΟΗΕ, λες και αυτό την ξεπλένει από τις πρωτοφανείς αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας και την πλήρη περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου. Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι ξεπλένοντας την Τουρκία θα καλοπιάσει τον Ταγίπ Ερντογάν ή ενδεχομένως μια νέα ηγεσία υπό τον Κιλιτσντάρογλου, ώστε να ακολουθήσουν μια διαφορετική πολιτική στα ελληνοτουρκικά.
Πιθανότατα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φοβάται ένα απρόβλεπτο θερμό επεισόδιο στην προεκλογική περίοδο, που θα τίναζε στον αέρα την εικόνα του «πιο ικανού στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών», την οποία προβάλλουν οι δημοσκόποι για τον κ. Μητσοτάκη! Αλλά δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι οι κινήσεις προς την Τουρκία πρέπει να έχουν ένα όριο…
Όμως και στη Λευκωσία φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλη σύγχυση. Ο νέος πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης, στην αγωνία του να αποσείσει τη «ρετσινιά» του απορριπτικού, που πήγαν να του φορτώσουν οι υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν, προβαίνει σε βεβιασμένες κινήσεις. Ο κ. Χριστοδουλίδης λίγο – πολύ ζήτησε από τον ΓΓ του ΟΗΕ να καλέσει τον ίδιο και τον τουρκοκύπριο ηγέτη στη Νέα Υόρκη, ώστε να ξεκινήσει μια νέα διαδικασία για το Κυπριακό.
Εάν στο μυαλό του νέου Προέδρου δεν είναι η πρόκληση ενός νέου αδιέξοδου, ώστε να καταδειχθεί ότι υπεύθυνη για το αδιέξοδο είναι η Τουρκία, τότε η κυπριακή ηγεσία διαπράττει ένα σοβαρότατο λάθος. Και αυτό διότι μια νέα διαπραγμάτευση χωρίς να έχει προηγηθεί ξεκαθάρισμα της βάσης των συνομιλιών, και με δεδομένη την προδιάθεση των… διαμεσολαβητών, θα εξελιχθεί σε νέα παγίδα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Και ενώ η αρχική πρόταση, που αποτελούσε και προεκλογική εξαγγελία του Νίκου Χριστοδουλίδη, για άμεση εμπλοκή της ΕΕ στις συνομιλίες είναι θετική, είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αποδεκτό από την τουρκική πλευρά, ενώ προβληματική είναι και η ιδέα να προσφερθούν «δώρα» από την ΕΕ στην Τουρκία, όπως είναι, π.χ., η περαιτέρω διευκόλυνση της έκδοσης θεωρήσεων για τούρκους πολίτες, τη στιγμή που η Τουρκία αρνείται συστηματικά εδώ και 18 χρόνια να υλοποιήσει την υποχρέωσή της για άνοιγμα των τουρκικών λιμανιών και αεροδρομίων στα κυπριακά πλοία και αεροσκάφη.
Προπατορικό αμάρτημα
Συγχρόνως, ειδικά στην Κύπρο, επιβεβαιώνεται η απολύτως προβληματική στάση του ΑΚΕΛ, που θεωρεί ως προπατορικό αμάρτημα το να δηλώνει η Κυπριακή Δημοκρατία τους αδελφικούς δεσμούς με την Ελλάδα και να προωθεί τη διακυβερνητική συνεργασία με την Ελλάδα, επειδή, κάνοντας ανάλυση με ιδεοληπτικούς όρους, θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα ενοχλήσει την Τουρκία!
Έτσι, είδαμε τον γ.γ. του ΑΚΕΛ Στέφανο Στεφάνου να κατηγορεί τον κ. Χριστοδουλίδη, επειδή ανακοινώθηκε ότι στην επίσκεψή του στην Αθήνα θα υπάρξουν κοινές συνεδριάσεις των Υπουργικών Συμβουλίων, στα πρότυπα των Διακυβερνητικών Διασκέψεων, που αποτελούν συνήθη πρακτική για γειτονικές χώρες (η Ελλάδα έχει κάνει τέτοιες συναντήσεις με την Τουρκία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία…). Το ΑΚΕΛ, με τον γνωστό διεθνισμό του, που ορισμένες φορές το εμφανίζει να υιοθετεί ακόμη και θέσεις που μπορούν να θεωρηθούν φιλοτουρκικές, υποστήριξε ότι τέτοιες κινήσεις… υποβαθμίζουν το στάτους της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα ενοχλήσουν την Τουρκία…
Επειδή βρισκόμαστε σε κρίσιμο μεταίχμιο για τις εξελίξεις στην Τουρκία, Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει να προσέξουν πολύ, ώστε αυτή η αλληλεγγύη προς τα θύματα των σεισμών να μην εκφυλιστεί σε μια άνευ όρων κατευναστική πολιτική έναντι της Άγκυρας, η οποία μόλις ανακάμψει θα επιστρέψει δριμύτερη…