Στέφανος Γκίκας στο “Π”: Ελλάδα – Τουρκία μετά τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου

Στέφανος Γκίκας στο “Π”: Ελλάδα – Τουρκία μετά τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου

Του
ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΓΚΙΚΑ
Βουλευτή Κέρκυρας ΝΔ, Μέλους ΔΕ Εθνικής Άμυνας
και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, Αρχιπλοιάρχου ΠΝ ε.α.


Ο φονικός σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου 2023 προκάλεσε στην Τουρκία μια πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση, τεράστιες υλικές ζημιές και μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Είχε δε σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην εσωτερική πολιτική κατάσταση όσο και στην εξωτερική πολιτική.

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, ενεργοποιήθηκε ξανά η «διπλωματία των σεισμών», που γνωρίσαμε πρώτη φορά το 1999. Η χώρα μας ήταν από τα πρώτα κράτη της ΕΕ που έσπευσαν να προσφέρουν βοήθεια, με την ΕΜΑΚ να φτάνει στις πληγείσες περιοχές μέσα σε λίγες ώρες. Ακολούθησε η αποστολή και άλλων κλιμακίων, ενώ η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε άμεσα στην αποστολή σημαντικής ανθρωπιστικής βοήθειας. Έπραξε, δηλαδή, ότι θα έπραττε μια χώρα που διατηρεί φιλικές και εποικοδομητικές σχέσεις με τον γείτονά της.

Η ελληνική βοήθεια προκάλεσε ένα κύμα συμπάθειας και ευγνωμοσύνης στον λαό και στα ΜΜΕ της Τουρκίας, που συνοδεύτηκε από μια πολύ πιο ήπια πολιτική στάση. Χαρακτηριστική εκείνων των ημερών, η θερμή υποδοχή που επιφύλαξε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου στον Νίκο Δένδια, όταν επισκέφτηκε τις σεισμόπληκτες περιοχές. Στις κοινές δηλώσεις τους επεσήμανε ότι «οι σχέσεις καλής γειτονίας φαίνονται σε τέτοιες δύσκολες μέρες», ενώ ευχαρίστησε ξανά την ελληνική κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό για τη βοήθεια και την αλληλεγγύη.

Είναι αλήθεια ότι από εκείνες τις ημέρες μέχρι σήμερα δεν διατυπώθηκαν νέες απειλές κατά της Ελλάδας, δεν ακούστηκε η αναθεωρητική ρητορική, ενώ ακόμη και στο πεδίο η ένταση έχει εκμηδενιστεί. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο είχαμε 21 υπερπτήσεις τουρκικών αεροσκαφών πάνω από ελληνικά νησιά, ενώ τον Φεβρουάριο καμία.

Στο ίδιο πλαίσιο και ο τούρκος Πρόεδρος μετέφερε στον Κυριάκο Μητσοτάκη τα συλλυπητήρια του τουρκικού λαού μετά την ανείπωτη τραγωδία στα Τέμπη, ενώ η εφημερίδα «Hurriyet» κυκλοφόρησε με το εξώφυλλο «Περαστικά, γείτονα». Πιθανώς να σχετίζεται με την ηπιότερη στάση της Άγκυρας και η άμεση έκδοση του πατέρα ενός εκ των θυμάτων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, ο οποίος εκτελούσε ποινή φυλάκισης στην Τουρκία, προκειμένου να παραστεί στην κηδεία του γιού του.

Πρόκειται ασφαλώς για θετικά βήματα μιας προσπάθειας οικοδόμησης σχέσεων καλής γειτονίας, που τα τελευταία χρόνια είχε παγώσει. Ωστόσο, η απουσία σοβαρών τουρκικών προκλήσεων δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα με τη γειτονική χώρα εξέλειπαν, ούτε ότι συμφωνήθηκε η επίλυση της μοναδικής μας διαφοράς, δηλαδή αυτής του καθορισμού των θαλασσίων ζωνών σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

Πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι θέσεις που διατυπώνονται κατά της Ελλάδας δεν αποτελούν προσωπική αντίληψη του Ερντογάν. Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, που ηγείται της τουρκικής αντιπολίτευσης και είναι πρόεδρος του κοσμικού, κεντροαριστερού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), έχει διατυπώσει ανάλογες απόψεις στο παρελθόν. Το 2017 ανέφερε σε ομιλία του ότι η Ελλάδα έχει «καταλάβει 18 νησιά και μία βραχονησίδα» στο Αιγαίο, ενώ το περασμένο καλοκαίρι άσκησε δριμεία κριτική στον Ερντογάν, κατηγορώντας τον ότι εκτοξεύει μεν απειλές κατά της Ελλάδας, ωστόσο «οι απειλές αυτές δεν ακολουθούνται από τις απαιτούμενες πράξεις». Πρόσφατα, δε, επανέλαβε τα περί «Γαλάζιας Πατρίδας».

Οι επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα έχουν καλλιεργηθεί σε βάθος χρόνων και υιοθετούνται σχεδόν από όλο τον πολιτικό κόσμο της Τουρκίας. Κατά καιρούς μπορεί να δημιουργείται ένα καλύτερο κλίμα –όπως κατά την παρούσα περίοδο–, όμως τις περισσότερες φορές αυτό παραμένει οξυμμένο με υπαιτιότητα της τουρκικής πλευράς. Είναι σαφές ότι όποιος και αν εκλεγεί Πρόεδρος στην Τουρκία, ο πυρήνας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα θα μείνει αμετάβλητος.

Για αυτόν τον λόγο, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης, που αφενός αυξάνει δραστικά την αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων μας Δυνάμεων και αφετέρου επενδύει στην ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας, είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Οι δύο χώρες μπορούν να επιλύσουν τη μοναδική τους διαφορά, την οριοθέτηση δηλαδή υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, με βάση το διεθνές δίκαιο και με προσφυγή στη Χάγη.

Η γεωγραφία δεν αλλάζει και είναι προς όφελος όλων η συνύπαρξη να είναι ειρηνική και δημιουργική. Αν όμως απαιτηθεί, η ισχύς της χώρας εγγυάται την διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ