Η επίσκεψη στην Αθήνα του νέου Προέδρου της Κύπρου και η στρατηγική στο Κυπριακό
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η επίσκεψη του νέου Προέδρου της Κύπρου Νίκου Χριστοδουλίδη στην Αθήνα θα πρέπει λογικά να είναι μια ευκαιρία για τη Λευκωσία και την Αθήνα να επανεξετάσουν την ακολουθούμενη από χρόνια πολιτική στο Κυπριακό, η οποία έχει αποδειχθεί από τα πράγματα ως συμπληρωματική της Τουρκικής στρατηγικής.
Η Άγκυρα δεν θέλει να προβάλλεται διεθνώς το Κυπριακό ως θέμα εισβολής και κατοχής, αλλά ως θέμα διακοινοτικής διαφοράς. Η Ελληνική πλευρά, με την ελπίδα ότι μπορεί να υπάρξει κάποια αποδεκτή λύση, με επιστροφή κατεχομένων εδαφών και μια ανεκτή συνταγματική ρύθμιση, καθηλώθηκε και εγκλωβίσθηκε σε μια πολιτική αδιέξοδη, που οδηγεί βήμα – βήμα στην πλήρη αποδοχή των τετελεσμένων και στον κίνδυνο, με την υποτιθέμενη «λύση», ολόκληρη η Κύπρος να διολισθήσει στον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο.
Η Άγκυρα δεν αποκρύπτει τις προθέσεις της να μετατρέψει την Κύπρο σε αεροναυτικό προγεφύρωμά της, για να εξυπηρετήσει τους ηγεμονικούς και επεκτατικούς της στόχους στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενώ βρίσκεται πρακτικά στο απυρόβλητο, ως κατοχική δύναμη, κρυπτόμενη πίσω από το παραπέτασμα των διακοινοτικών συνομιλιών, προχωρεί μεθοδικά στη μετατροπή της Κύπρου σε στρατηγικό εφαλτήριο. Κατασκεύασε αεροπορική βάση στο Λευκόνοικο, παρά το γεγονός ότι γεωγραφικά γειτνιάζουν τα Τουρκικά αεροδρόμια στη νότιά της ακτή, απέναντι από την Κύπρο. Μετέφερε, προσφάτως, στη βάση αυτή και μη επανδρωμένα αεροσκάφη Μπαϊρακτάρ ΙΙ. Κατασκευάζει επίσης ναυτική βάση στο Μπογάζι, στη χερσόνησο της Καρπασίας, με εγκατάσταση ισχυρών ραντάρ για τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής.
Αυτά δηλαδή που έπρεπε να είχε κάνει από καιρό η Ελλάδα, για να αντισταθμίσει, σ’ ένα μέτρο, την Τουρκική κατοχή και να θέσει στρατηγικά θεμέλια για την άμυνα της Κύπρου και την πρακτική εφαρμογή μιας πολιτικής ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος – Κύπρου, τα κάνει η Άγκυρα. Όχι γιατί τα έχει τόσο ανάγκη, λόγω της γεωγραφικής γειτνιάσεως, αλλά για να κατοχυρώσει τη στρατηγική παρουσία της στο νησί και να την καταστήσει αδιαπραγμάτευτη και αμετάκλητη.
Θα αφυπνισθούν, επιτέλους, Αθήνα και Λευκωσία και θα κάνουν έστω βήματα απαγκιστρώσεως από μια αυτοκαταστροφική πολιτική, που έφτασε στο σημείο να προσκαλείται σήμερα από τους ίδιους τους εκπροσώπους του Γ. Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών «να βρει κοινόν έδαφος» με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών; Ποιο μπορεί να είναι αυτό το «κοινόν έδαφος», όταν η Τουρκική πλευρά διεκδικεί ανυποχώρητα κυριαρχική ισότητα και συνομιλίες πάνω στη βάση δύο ίσων κρατών;
Η σπουδή των εκπροσώπων του Γ. Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να κρατήσουν εγκλωβισμένη και καθηλωμένη την Ελληνική πλευρά στην ίδια πολιτική εκδηλώθηκε ήδη πριν ακόμη από τις Προεδρικές εκλογές και πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον σημερινό Πρόεδρο. Επιστατεί πίσω από την πολιτική αυτή η Βρετανική διπλωματία, η οποία ελέγχει και καθοδηγεί από το παρασκήνιο τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες της Πολιτικής Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών και του Γ. Γραμματέα στο Κυπριακό.
Ήδη, πριν από την αναχώρηση του Κυπρίου Προέδρου για την Αθήνα, εξαγγέλθηκε η επίσκεψη στην Κύπρο, ως αναβαθμισμένης και έκτακτης ειδικής απεσταλμένης του Γ. Γραμματέως των Ηνωμένων Εθνών, της Ρόσμαρυ Ντι Κάρλο, Αναπληρώτριας Γενικής Γραμματέως του ΟΗΕ. Στόχος της επισκέψεώς της είναι η προώθηση της επανενάρξεως των διακοινοτικών συνομιλιών, παρά τη διακηρυγμένη θέση της Τουρκικής πλευράς ότι δεν αποδέχεται πλέον διακοινοτικές συνομιλίες, αλλά μόνο συνομιλίες μεταξύ των δύο υπαρχόντων, όπως λέει, ίσων κρατών ή μερών. Η Ντι Κάρλο θα έχει συναντήσεις με τον Πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ και θα υποβάλει, μάλλον, την ιδέα μιας Τριμερούς Συναντήσεως, συνάντηση δηλαδή Χριστοδουλίδη – Τατάρ, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.
Οι συναντήσεις αυτές δεν είναι καθόλου αθώες, γιατί τόσο η Τουρκική όσο και η Βρετανική πολιτική έχουν ως στόχο να εξισώσουν σταδιακά τους δύο ηγέτες και να αλλάξουν τη βάση της προσφοράς καλών υπηρεσιών του Γ. Γραμματέως των Ηνωμένων Εθνών, η οποία καθορίζεται από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, ειδικότερα από αυτά που καταδικάζουν την ανακήρυξη χωριστού Τ/Κ κράτους στην Κύπρο.
Μια πρόγευση για το κλίμα και τις διαθέσεις που επικρατούν στην Αθήνα έδωσε η συνάντηση του Κυπρίου υπουργού Εξωτερικών Κωνσταντίνου Κόμπου με τον ομόλογό του Νίκο Δένδια στην Αθήνα. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών έσπευσε να δηλώσει, με αυτή την ευκαιρία, ότι «η επίλυση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα της Αθήνας». Πάλι καλά που δεν περιέλαβε στην κορυφαία προτεραιότητά του και τη λεγόμενη «πολιτική ισότητα»». Τη διζωνική δηλαδή ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα.
Κατά την ίδια συνάντηση, αναφέρθηκε όμως και στο νέο κλίμα που δημιουργήθηκε στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, μετά τους σεισμούς στην Τουρκία και στο ενδεχόμενο ομαλοποιήσεώς τους, «κάτι που θα έχει θετικό αντίκτυπο και στις προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού». Οι δηλώσεις αυτές του υπουργού Εξωτερικών, ιδίως όταν γίνεται πιο αβέβαιο ακόμη το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία με τις αναμενόμενες Προεδρικές εκλογές, δείχνουν, δυστυχώς, πως οι αυταπάτες και η εμμονή στην πολιτική του κατευνασμού καλά κρατούν στην Αθήνα. Υπάρχουν ακόμη και χειρότερα, όπως οι πρόσφατες, άκρως απαράδεκτες και ενδοτικές, δηλώσεις της Ντόρας Μπακογιάννη περί «συνεκμεταλλεύσεως» των ενεργειακών πόρων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου με την Τουρκία.
Ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών δήλωσε, κατά τη συνάντηση, ότι «η Λευκωσία δεν θα αποδεχθεί ποτέ διχοτομικές λύσεις ή λύσεις δύο κρατών στην Κύπρο ή άλλες ευφάνταστες προσεγγίσεις της ίδιας λογικής». Οι δηλώσεις αυτές είναι, προφανώς, προς τη σωστή κατεύθυνση. Χρειάζεται όμως να ενταχθούν σ’ ένα πλαίσιο πολιτικής και στρατηγικής, που δεν προάγει εκ των πραγμάτων την υπόσκαψη της Κυπριακής Δημοκρατίας και την προαγωγή της αναγνωρίσεως δύο ίσων μερών, όπως επιδιώκεται από την Τουρκική πλευρά, με τη στρατηγική συνδρομή της Βρετανικής διπλωματίας.
Ο επαναπροσδιορισμός της στρατηγικής της Ελληνικής πλευράς, Ελλάδος και Κύπρου, στο Κυπριακό πρέπει, απαραιτήτως, να περιλαμβάνει τρία βασικά στοιχεία. Το πρώτο αφορά τον πραγματικό χαρακτήρα του προβλήματος, που είναι η Τουρκική εισβολή και κατοχή. Πρέπει στο θέμα αυτό να γίνει επανατοποθέτηση και να αναληφθεί διεθνής εκστρατεία, που ανεστάλη στο παρελθόν, για να μην παραβλαφθούν δήθεν οι διακοινοτικές συνομιλίες. Το δεύτερο είναι η διαφύλαξη, ως κόρης οφθαλμού, της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία η άλλη πλευρά επιδιώκει να καταλύσει, με τη φενάκη μιας δήθεν λύσεως.
Το τρίτο είναι η αμυντική θωράκιση, την οποία προσπαθούν να αποτρέψουν όσοι βλέπουν σ’ αυτήν αντιστασιακή θέληση και αγωνιστική αποφασιστικότητα της Κύπρου. Όταν η Τουρκική πλευρά, που βρίσκεται, αντικειμενικά, λόγω κατοχής και γεωγραφικού πλεονεκτήματος, σε ισχυρή θέση, εγκαθιστά νέες βάσεις και ενισχύει, με κάθε τρόπο, τις κατοχικές δυνάμεις, η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί να αδρανεί και να μην ενισχύει την αυτοάμυνά της. Πολύ περισσότερο όταν οι στρατηγικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην περιοχή παρέχουν ισχυρούς συμμάχους στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Προφανώς, κοντά σ’ αυτούς τους τρεις παράγοντες, η Κύπρος πρέπει να αναπτύξει επίσης μια νέα πολιτική στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Θα είναι μια επιστροφή σ’ αυτό που έπρεπε να είχε κάνει αμέσως μετά την ένταξη, αντί να επανεγκλωβιστεί σε νέες, ναρκοθετημένες διακοινοτικές συνομιλίες. Να προτάξει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και την κατοχή από την Τουρκία εδάφους κράτους-μέλους και να καταστήσει, όσο μπορεί, το Κυπριακό Ευρωπαϊκό πρόβλημα αρχών και εφαρμογής του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.