Η Τουρκία ανασυντάσσεται
–Και στην Αθήνα συζητούν κινήσεις καλής θέλησης και κατευνασμού της Άγκυρας…
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Tη στιγμή που η Τουρκία, σιωπηλά και αθόρυβα, επιχειρεί να ανακάμψει από το καταστροφικό χτύπημα του Εγκέλαδου και να αξιοποιήσει πολιτικά και διπλωματικά την τραγωδία προς όφελος του καθεστώτος Ερντογάν, στην Αθήνα ξύπνησαν οι θιασώτες της υποτιθέμενης διπλωματίας των σεισμών και ζητούν μάλιστα να κάνει βήματα… καλής θέλησης η Ελλάδα, προκειμένου να μη χαθεί η «ευκαιρία».
Ο Ταγίπ Ερντογάν δίνει έναν πραγματικά τιτάνιο αγώνα, χρησιμοποιώντας κάθε όπλο που έχει στην διάθεση του, προκειμένου να μπορέσει να διασκεδάσει τον αρνητικό αντίκτυπο που είχε η καταστροφή στο δικό του προφίλ και να φτάσει στις εκλογές με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, που θα του εξασφαλίσουν έτσι την επανεκλογή του, πριν προλάβουν οι πολίτες να αντιληφθούν ότι θα περάσουν χρόνια για να ξεπεραστούν οι επιπτώσεις της καταστροφής στην καθημερινότητα όλων των τούρκων πολιτών. Γιατί οι συνέπειες δεν είναι μόνο για εκείνους που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους και όλο το βιος τους, αλλά σύντομα θα φανούν οι βαριές συνέπειες για το σύνολο της τουρκικής οικονομίας, που δεν μπορεί να αντέξει το δυσβάσταχτο κόστος της αποκατάστασης των ζημιών σε σπίτια, υποδομές και στη βιομηχανία, που είχε ως βάση της αυτές τις φτωχές περιοχές της Νοτιοανατολικής Τουρκίας.
Συγχρόνως όμως, όπως έχουμε όλοι διαπιστώσει, η Τουρκία με συστηματικό τρόπο προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση της και μάλιστα να εξωραΐσει την εικόνα του καθεστώτος Ερντογάν, εκμεταλλευόμενη το κλίμα συμπάθειας και συμπαράστασης από όλο τον κόσμο. Οι επισκέψεις στην Τουρκία των ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, του Ισραήλ και της Αιγύπτου αλλά και ευρωπαίων υπουργών έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να πιέσει για την επίσπευση της εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ είδαμε ακόμη και τον ΥΠΕΞ της Σουηδίας να σπεύδει στην Τουρκία, στη χώρα δηλαδή που ασκεί αυτήν την πρωτοφανή πολιτική εκβιασμού εναντίον της, προσφέροντας γη και ύδωρ στον Ερντογάν. Και θα πρέπει να προστεθεί σε αυτά και η όλο και πιο διευρυμένη συνεργασία της Άγκυρας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Σε αυτό το κλίμα βεβαίως, η Αθήνα, που διανύει μια μακρά προεκλογική περίοδο, παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις αυτές, που απειλούν συμμαχίες και συνεργασίες που θεωρούσε δεδομένες η χώρα μας, όπως αυτή με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, και λιγότερο με τα Εμιράτα. Την ίδια στιγμή καθίσταται πιο δύσκολη η επιχείρηση να πείσει τους Ευρωπαίους για την ανάγκη να υπάρξει ειλικρινής και σε διάρκεια αποκλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία και η διατήρηση της σταθερής θέσης ότι οι απειλές πολέμου και η έμπρακτη αμφισβήτηση ελληνικής κυριαρχίας θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με σκλήρυνση της στάσης της ΕΕ έναντι της Τουρκίας.
Παρά τη δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος εκτίμησε ότι δεν αλλάζουν έτσι εύκολα οι πολιτικές των χωρών, στην Αθήνα όλο και περισσότερο εμφανίζονται δημόσιες τοποθετήσεις που εμφανίζουν τη διαφορετική ρητορική που έχει ακολουθήσει μετά τους σεισμούς, κυρίως από τον κ. Τσαβούσογλου, ως αλλαγή συνολικά της στάσης της Τουρκίας. Είναι η δήλωση της κ. Ντόρας Μπακογιάννη, άρθρα καθηγητών και διεθνολόγων του κύκλου του ΕΛΙΑΜΕΠ, ενώ αρκετά ερωτηματικά άφησε και ο ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας στην πρόσφατη συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ.
Ο έλληνας ΥΠΕΞ, αν και παραδέχθηκε ότι σε περίοδο εκλογών και στις δύο χώρες δεν μπορεί να γίνουν μεγάλες κινήσεις, έσπευσε να προβάλει το γεγονός ότι έχουν περιορισθεί και μηδενισθεί τις τελευταίες ημέρες οι παραβιάσεις του ΕΕΧ και οι υπερπτήσεις, εκτιμώντας ότι «έχει δημιουργηθεί και από τις δύο πλευρές, και από εμάς και από την τουρκική πλευρά, ένα κλίμα το οποίο επιτρέπει ή θα επιτρέψει μια επανέναρξη συζητήσεων» και τονίζοντας ότι «για μένα το κύριο καθήκον αυτή την στιγμή δεν είναι η εύρεση λύσεων, είναι η διαφύλαξη του κλίματος…»! Πρόσθεσε μάλιστα ο κ. Δένδιας ότι «αυτό που θα μπορούσε ίσως να γίνει είναι κάποια έναρξη ξανά των συζητήσεων για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ή πιθανόν μια επανέναρξη των διερευνητικών».
Όλοι αντιλαμβάνονται ότι και ο έλληνας ΥΠΕΞ οφείλει να δείξει ότι η χώρα μας δεν γυρίζει την πλάτη στο «μετασεισμικό κλίμα» που διαμορφώθηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όμως είναι εντελώς διαφορετικό το να αποδέχεται η Ελλάδα την πρόταση της Άγκυρας για επανέναρξη των διερευνητικών και των συζητήσεων για ΜΟΕ, επειδή απλώς ο κ. Ερντογάν και ο κ. Ακάρ δεν έχουν μιλήσει εναντίον της Ελλάδας για έναν μήνα, καθώς είναι αποκλειστικά απορροφημένοι στην υπόθεση των σεισμών, και επειδή τα τουρκικά μαχητικά για δύο εβδομάδες δεν έκαναν παραβιάσεις του ΕΕΧ.
Οι δηλώσεις αυτές ενδέχεται να εγκλωβίσουν τη χώρα σε μια συζήτηση η οποία προφανώς θα γίνει μετεκλογικά και στην οποία θα είναι υποχρεωμένη να προσέλθει χωρίς να έχει υπάρξει ουδεμία αλλαγή στάσης της Τουρκίας σε ό,τι αφορά τις ευθείες αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας.
Η κ. Μπακογιάννη έσπευσε να μιλήσει για συνεκμετάλλευση, ενώ σε άρθρο της στην «Καθημερινή» της Κυριακής μια ομάδα καθηγητών και διεθνολόγων (Ηρακλείδης, Τσιτσελίκης, Τσίκας κ.ά.), γνωστών για τη φανατική στήριξη της επαναπροσέγγισης με την Τουρκία, υπέβαλε μια σειρά προτάσεων για τον ελληνοτουρκικό διάλογο, που δυστυχώς παραβλέπουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό και έτσι καθιστούν σχεδόν αποκλειστικό υπεύθυνο για την ένταση και το ανεπίλυτο των διαφορών τα στερεότυπα της ελληνικής πολιτικής.
Σε μια επαναφορά της ακόμη πιο ακραίας μορφής της λογικής Σημίτη – Παπανδρέου, προτείνουν την έναρξη συζητήσεων με την Τουρκία για τον καθορισμό της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εναέριου χώρου της Ελλάδας. Μια πρόταση που ουσιαστικά αναθέτει σε μια τρίτη χώρα την έγκριση και τον έλεγχο της άσκησης της ελληνικής κυριαρχίας. Επίσης, γίνεται γενικώς αναφορά για συζήτηση επί ενεργειακών θεμάτων και κοινών δράσεων για ανανεώσιμες πηγές και αποφυγή μονομερών διεκδικήσεων και διάλογο για τους υδρογονάνθρακες.
Είναι μια ατζέντα με την οποία επιχειρούν να εξοικειώσουν την κοινή γνώμη, η οποία θεωρούν ότι έχει γοητευθεί και ζαλιστεί από το κλίμα συμπάθειας και αλληλεγγύης για τα θύματα των σεισμών. Μια ατζέντα που δεν απέχει πολύ από εκείνη της τουρκικής πλευράς, η οποία απαιτεί να έχει λόγο στο εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων, απειλώντας μάλιστα με casus belli, και επιθυμεί κοινή δράση στο Αιγαίο, η οποία, χωρίς να έχει προηγηθεί συμφωνία οριοθέτησης, θα επικάλυπτε και περιοχές που διεκδικεί η Τουρκία. Επιπλέον, σοβαρά ερωτηματικά προκαλεί η ιδέα (που προσομοιάζει με εκείνη της κ. Μπακογιάννη) για διάλογο για τους υδρογονάνθρακες, καθώς πριν υπάρξει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι σαφές ότι δεν μπορεί να προηγηθεί καμιά τέτοια συζήτηση. Εκτός και αν η Ελλάδα είναι πρόθυμη να δεχθεί εκ προοιμίου παραχωρήσεις στο όνομα του καλού κλίματος.
Η κυβέρνηση οφείλει να κλείσει τα αυτιά της σε τέτοιες προτάσεις και να εγκαταλείψει τέτοιες ιδέες που πιθανόν υπάρχουν στους κόλπους της. Η στιγμή αυτή δεν είναι κατάλληλη ούτε για διάλογο ούτε για μονομερείς κινήσεις καλής θέλησης με την Τουρκία. Μετά τις εκλογές σε Αθήνα και Άγκυρα, και εφόσον η Τουρκία δώσει έμπρακτα σημάδια αλλαγής στάσης και πολιτικής, μόνο τότε θα πρέπει να εξετάσει η νέα ελληνική κυβέρνηση τη δυνατότητα επανέναρξης των διερευνητικών επαφών, αφού φυσικά θα έχουν προηγηθεί συναντήσεις υψηλού επιπέδου μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Οτιδήποτε άλλο αυτήν την ώρα θα είναι αυτοκτονικό.