Ο θανατηφόρος συνδυασμός Μνημονίων και κέρδους και η τραγωδία στα Τέμπη – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ελληνική κοινωνία, συγκλονισμένη, παρακολουθεί μια ακόμη τραγωδία να ξετυλίγεται μπρος στα μάτια της. Πάνω από 57 άνθρωποι, ως επί το πλείστον νέοι, βρήκαν τραγικό θάνατο στη μετωπική σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη την περασμένη Τρίτη.
Από την πρώτη στιγμή, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν επιδοθεί στην επικοινωνιακή διαχείριση του γεγονότος, προσπαθώντας να αποδώσουν την ευθύνη στον σταθμάρχη της Λάρισας και στις «διαχρονικές αδυναμίες του ελληνικού κράτους», όπως είπε και ο παραιτηθείς υπουργός Μεταφορών κ. Καραμανλής. Όμως το μόνο που καταφέρνουν είναι να εξοργίζουν τον κόσμο ακόμη περισσότερο.
Ο λόγος είναι ότι ο ΟΣΕ είναι η επιτομή της μνημονιακής πολιτικής τόσο στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων όσο και στον τομέα της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Όλοι θυμόμαστε τον κ. Μάνο και άλλους φιλελευθέρους και νεοφιλελευθέρους πολιτικούς και οικονομολόγους τις μέρες του πρώτου Μνημονίου να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τη δύσμοιρη Ελλάδα που έπεσε θύμα των συντεχνιών, φέρνοντας ως παράδειγμα τους εργαζομένους του ΟΣΕ. Ο λόγος ήταν ότι η μισθοδοσία του οργανισμού ήταν μεγαλύτερη από τον κύκλο εργασιών του και ως εκ τούτου επιδοτείτο από τον κρατικό προϋπολογισμό. Βέβαια ξεχνούσαν να μας πουν ότι αυτό συνέβαινε διότι η μία εκ δύο όλων κι όλων γραμμών, εκείνη της Πελοποννήσου, βρισκόταν εκτός λειτουργίας και ο οργανισμός συνολικά υπολειτουργούσε. Αυτός ήταν ο λόγος των περιορισμένων εσόδων (και όχι των υπερβολικών εξόδων) του οργανισμού.
Αντίστοιχα, λίγο καιρό αργότερα, στις αλήστου μνήμης μέρες της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου και του δεύτερου Μνημονίου, ο τότε υπουργός Δημόσιας Διοίκησης Κυριάκος Μητσοτάκης ανέπτυξε και νομοθέτησε την «κινητικότητα στο Δημόσιο». Δηλαδή, την τοποθέτηση δημοσίων υπαλλήλων που πλεονάζουν στις κενές θέσεις, ώστε να μη γίνονται προσλήψεις. Με βάση τον «νόμο Μητσοτάκη», οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο και στους δημόσιους οργανισμούς μπορούν να κάνουν αιτήσεις αλλαγής θέσης και ειδικότητας. Αξιοποιώντας τις διατάξεις του νόμου, ένας 59χρονος υπάλληλος αποσκευών προ δεκαετίας στον ΟΣΕ, αφού πήγε για κάποια χρόνια στην υπηρεσία διανομής σχολικών βιβλίων του υπουργείου Παιδείας, επανήλθε στον ΟΣΕ και έγινε σταθμάρχης. Μάλιστα δεν είχε στη διάθεσή του κανένα ηλεκτρονικό μέσο ελέγχου των σιδηροδρομικών γραμμών πάνω στις οποίες τροχιοδρομούν τα τρένα, παρά μόνο χειροκίνητα κλειδιά. Το ίδιο ίσχυε και για τους μηχανοδηγούς των δύο συρμών, καθώς δεν είχαν κανένα ηλεκτρονικό μέσο ειδοποίησης ή σηματοδότησης ότι κινείται τρένο στην ίδια σιδηροδρομική γραμμή, όπως κατήγγελλαν το σωματείο των μηχανοδηγών αλλά και ο παραιτηθείς πρόεδρος της ΕΡΓΟΣΕ (της θυγατρικής του ΟΣΕ, που έχει την ευθύνη της σηματοδότησης) από τον Απρίλιο του 2022.
Το συμπέρασμα είναι ότι η λογική των Μνημονίων και του κέρδους αποτέλεσε τον θανατηφόρο συνδυασμό για τους επιβάτες των δύο συρμών. Το σχήμα είναι απλό, ελαχιστοποίηση των επενδύσεων και των εργαζομένων, ώστε να καταστεί ο ΟΣΕ κερδοφόρος. Βέβαια αυτό αντιφάσκει με τη μεταβίβαση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ (συρμοί, δρομολόγια, εισιτήρια και λοιπά έσοδα) στην ιταλική εταιρεία FSI (το 2017, επί ΣΥΡΙΖΑ) έναντι 45 εκατ. ευρώ, την ίδια ώρα που η ετήσια αποζημίωση της FSI από το κράτος για άγονες γραμμές φτάνει τα 49 εκατ. ευρώ. Οι Ιταλοί είχαν δεσμευτεί βέβαια για επενδύσεις 500 εκατ. ευρώ, ώστε το τρένο να καταστεί γρήγορο, φιλικό και οικονομικό μέσο μεταφοράς. Επενδύσεις που προφανώς δεν έγιναν και όποιες έγιναν είχαν εντελώς λανθασμένη στόχευση.
Έτσι φτάσαμε στο τραγικό βράδυ της Τρίτης στα Τέμπη. Το τραγικότερο είναι ότι αυτή είναι η κατάσταση των κρατικών υποδομών σε μια σειρά από τομείς-κλειδιά για την ασφάλεια του πολίτη, όπως η πυροσβεστική, οι υποδομές στον χώρο της παιδείας και της υγείας, κάποιες ακτοπλοϊκές γραμμές, ο προαστιακός και πάει λέγοντας. Όλα αυτά συμβαίνουν μάλιστα μετά από μια κυβερνητική τετραετία όπου το κράτος δανείστηκε επιπλέον 65 δισ. ευρώ, που κατασπαταλήθηκαν σε επιδόματα προς ιδιωτικές επιχειρήσεις και τράπεζες, αντί να ενισχύσουν νευραλγικές υποδομές. Το εξοργιστικό είναι ότι μετά από αυτά ο κ. Μητσοτάκης έχει το θράσος να μας λέει ότι είναι αναντικατάστατος.