Άννα Ευθυμίου στο “Π”: Κατώτατος μισθός και ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων
Της
ΑΝΝΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Δικηγόρου, Βουλευτού ΝΔ Α’ Θεσσαλονίκης,
Μέλους της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, ύψους άνω των 55 δισ. τα τρία αυτά χρόνια, είχαν θετικό αποτέλεσμα στον τομέα της εργασίας. Συγκεκριμένα, η απασχόληση αυξήθηκε 13,3% σε σχέση με το 2019 και οι μέσες μηνιαίες αποδοχές αυξήθηκαν 12,4% σε σχέση με το 2019, όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση του πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» για το 2022.
Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, «το 2019 κεντρικό ζητούμενο ήταν να μειώσουμε τους φόρους και τους μειώσαμε, την επόμενη τετραετία κεντρικό ζητούμενο είναι να αυξήσουμε τους μισθούς και θα τους αυξήσουμε, και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα».
Στην κατεύθυνση αυτή, βαρύνουσα σημασία έχει και η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου. Οι αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς αφορούν έναν στους τέσσερις μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή αφορούν 650.000 – 700.000 εργαζομένους που απασχολούνται με πλήρη ή μερική απασχόληση. Όπως εκτιμάται, όμως, από ειδικούς και όπως φαίνεται από την πρακτική του παρελθόντος, η αύξηση του κατώτατου μισθού δύναται να οδηγήσει σε ανοδική κίνηση και τις αποδοχές εργαζομένων με υψηλότερες αμοιβές.
Δεν μπορώ να προκαταβάλω τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Ωστόσο, λόγω της διαρκούς επαφής μου με μεγάλες κοινωνικές ομάδες, διότι ασκώ ενεργά το επάγγελμα της δικηγόρου, με ειδίκευση στο εργατικό δίκαιο, οφείλω ως κυβερνητική βουλευτής να στηρίζω την κυβέρνηση –και το κάνω– και παράλληλα να μεταφέρω σε αυτήν τα προβλήματα της κοινωνίας αλλά και την προσωπική μου εμπειρία και επιστημονική γνώση.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, μια γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού, αφού βεβαίως ληφθούν υπόψη και οι αντοχές των επιχειρήσεων, θα ήταν ιδιαίτερα επωφελής. Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, υπενθυμίζεται ότι με τον ν. 4093/2012 (δεύτερο Μνημόνιο) πάγωσαν οι προσαυξήσεις στον κατώτατο μισθό λόγω προϋπηρεσίας, οι λεγόμενες δηλαδή «τριετίες», μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%, με αποτέλεσμα να σταματήσει η εξέλιξή τους τον Φεβρουάριο του 2012. Ο παραπάνω μνημονιακός νόμος συνεπάγεται μεγάλες απώλειες για τους χαμηλόμισθους του ιδιωτικού τομέα (παλαιοί και νέοι), αφού η προϋπηρεσία τους από 14/2/2012 μέχρι σήμερα δεν λαμβάνεται υπόψη για τη χορήγηση των τριετιών – πολυετιών – επιδομάτων. Αυτό έχει και μια ακόμα παράπλευρη συνέπεια, την απώλεια εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία.
Επειδή βρισκόμαστε στη μεταμνημονιακή εποχή, και μάλιστα έχουμε εξέλθει και από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας χάρη στις λελογισμένες δημοσιονομικές πολιτικές της κυβέρνησης, εκτιμώ ότι το οικονομικό επιτελείο θα μπορούσε να εξετάσει το ξεπάγωμα των τριετιών ή έστω να επανέλθει η προοπτική αυτή στον δημόσιο διάλογο, ώστε να διερευνηθεί η δυνατότητα υλοποίησής της σε εύλογο χρόνο. Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με την παράλληλη εφαρμογή ενός πρόσθετου προγράμματος στήριξης των επιχειρήσεων, πάντα υπό την προϋπόθεση του μη δημοσιονομικού εκτροχιασμού, με επιπλέον μέτρα, όπως η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Και τούτο δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός του ΕΦΚΑ για το 2023, έχοντας καλύψει και την αύξηση των συντάξεων ύψους 7,75%, παραμένει πλεονασματικός.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση διαχειρίζεται για ακόμα μια φορά μια δύσκολη κατάσταση, αφού καλείται, χωρίς να προκαλέσει δημοσιονομικό εκτροχιασμό, να επιφέρει με τις αποφάσεις της άμεση ανακούφιση στους χαμηλόμισθους, προκειμένου να αποτρέψει την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: newsbreak.gr