Οι δηλώσεις της Ντόρας Μπακογιάννη για συνεκμετάλλευση, χωρικά ύδατα και ΑΟΖ προετοιμάζουν την ελληνική κοινή γνώμη για απαράδεκτες υποχωρήσεις!
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Την παραμονή της επισκέψεως του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στην Ελλάδα, μετά από προηγούμενη επίσκεψή του στην Τουρκία και την εξαγγελία την ίδια στιγμή του πέρατος της πρώτης φάσεως των ερευνών για υδρογονάνθρακες Νότια και ΝΔ της Κρήτης, η πρώην υπουργός Εξωτερικών, βουλευτής σήμερα της Νέας Δημοκρατίας και αδελφή του πρωθυπουργού, Ντόρα Μπακογιάννη έσπευσε να κάνει δηλώσεις, που στέλνουν πολύ λάθος μηνύματα και προς την Τουρκική, αλλά και την Αμερικανική πλευρά. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι αυτές είναι μόνο προσωπικές και ότι δεν εκφράζουν, ανεπίσημα, την κυβερνητική πολιτική.
Συγκεκριμένα, η Ντόρα Μπακογιάννη, μιλώντας σε εκπομπή του Γ. Σαχίνη στον τηλεοπτικό σταθμό ΚΡΗΤΗ TV, δήλωσε ότι αυτή δεν έχει κανένα πρόβλημα με τη συνεκμετάλλευση των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων και ότι αυτή δεν έχει κανένα «ταμπού», ως το θέμα της υπερασπίσεως των δικαιωμάτων της χώρας, σύμφωνα με το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, να είναι θέμα-ταμπού.
Στο ίδιο πνεύμα, τάχθηκε απροκάλυπτα εναντίον και κάθε ιδέας για επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων και για ανακήρυξη ΑΟΖ, πέραν της οριοθετήσεως που έχει γίνει με την Ιταλία και της μερικής έστω με την Αίγυπτο. Υποστηρίζει δηλαδή τη συνέχιση επ’ αόριστον της πολιτικής της απραξίας και της αδράνειας, ακόμη και όταν η Τουρκία έχει προχωρήσει, μετά το casus belli, στη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα», που αμφισβητεί ευθέως την Ελληνική ΑΟΖ και τα Ελληνικά δικαιώματα, ακόμη και νότια της Κρήτης. Τη στιγμή επίσης που τίθεται άμεσα το θέμα της αξιοποιήσεως των Ελληνικών υδρογονανθράκων Νότια και ΝΔ της Κρήτης, γεγονός που καθιστά πιο επιτακτική και επείγουσα την άσκηση των Ελληνικών δικαιωμάτων, που απορρέουν από το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο.
Η Ντόρα Μπακογιάννη αναφέρθηκε επίσης στην ιδέα μιας Διεθνούς Διασκέψεως για τους ενεργειακούς πόρους της Μεσογείου, η οποία είναι γνωστή Τουρκική ιδέα, που προεβλήθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει ουσιαστικά ως στόχο να παγιδεύσει την Ελλάδα και την Κύπρο, απέναντι στις οποίες εγείρει τις γνωστές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις της.
Προφανώς, καμιά άλλη χώρα δεν θα δεχθεί να θέσει υπό αμφισβήτηση ή να συζητήσει τα δικαιώματά της, που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Οι λεγόμενοι ενεργειακοί πόροι της Μεσογείου δεν είναι κάποιο κοινό κτήμα, ο διαμοιρασμός του οποίου μεταξύ των χωρών της Μεσογείου υπόκειται σε συζήτηση, στο πλαίσιο μιας Διεθνούς Μεσογειακής Διασκέψεως. Οι πόροι αυτοί ανήκουν αντιστοίχως στις ΑΟΖ των χωρών αυτών, όπως αυτή καθορίζεται από τους κανόνες του διεθνούς θαλασσίου δικαίου. Για ενδεχόμενες διαφωνίες στην οριοθέτηση προβλέπεται η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου, που είναι εξειδικευμένο στα θέματα διεθνούς θαλασσίου δικαίου, ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Με βάση την κατάσταση αυτή, ούτε η Αίγυπτος, ούτε το Ισραήλ, ούτε ο Λίβανος, η Συρία ή η Λιβύη δεν θα δεχθούν να θέσουν υπό συζήτηση τα δικαιώματά τους, με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Οι μόνες χώρες που θα κληθούν να το πράξουν θα ήταν η Ελλάδα και η Κύπρος. Η Τουρκία είναι γνωστό ότι δεν αποδέχεται τη Σύμβαση του Montego Bay για το θαλάσσιο δίκαιο και προβάλλει τις δικές της θεωρίες, ότι, π.χ., τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν ζητά, επομένως, από την Ελλάδα συζήτηση εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, αλλά πολιτική διαπραγμάτευση, στην οποία εισάγει απειλές και εκβιασμούς, για να αναγκάσει την Ελληνική πλευρά να συναινέσει.
Είναι τραγικό, ενώ η κατάσταση είναι σαφής και αναμφισβήτητη, να σπεύδουν προβεβλημένα πολιτικά στελέχη του περιβάλλοντος του ίδιου του πρωθυπουργού να στέλνουν τέτοιου είδους μηνύματα, ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι έτοιμη να συζητήσει «συνεκμετάλλευση» με την Τουρκία των ενεργειακών πόρων της δικής της ΑΟΖ και ότι δεν πρέπει ούτε να επεκτείνει, τουλάχιστον τώρα, τα χωρικά της ύδατα ούτε να ανακηρύξει την Ελληνική ΑΟΖ, σε όλη την έκταση των θαλασσών της.
Γνωρίζουμε από παλαιότερες δηλώσεις της Βικτόρια Νούλαντ, η οποία είναι και σήμερα στον στενό πυρήνα της εξουσίας στην Ουάσινγκτον, ότι η Αμερικανική πολιτική υπεστήριζε, επί Προεδρίας Ομπάμα, τη «συμμετοχή» της Τουρκίας στους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου. Κανείς δεν αμφισβητεί τη «συμμετοχή» της στο πλαίσιο της δικής της ΑΟΖ. Η Άγκυρα όμως διεκδικεί ως δική της ΑΟΖ τη «Γαλάζια Πατρίδα».
Η κρίση στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις, λόγω της πολιτικής Ερντογάν, και το κλίμα που δημιουργήθηκε στο Κογκρέσο κατά της Άγκυρας απομάκρυναν προσωρινά τον κίνδυνο έντονων Αμερικανικών πιέσεων προς αυτήν την κατεύθυνση. Στη σημερινή συγκυρία, λόγω της δύσκολης θέσεως στην οποία βρέθηκε το Τουρκικό καθεστώς, λόγω των σεισμών στη ΝΑ Τουρκία, η Αμερικανική πλευρά επιχειρεί μια νέα προσέγγιση με την Άγκυρα, εκμεταλλευόμενη και το κλίμα που δημιουργήθηκε στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις από την άμεση και ουσιαστική ανθρωπιστική αντίδραση της Ελλάδος στην τραγωδία των σεισμών.
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο «ενθαρρύνεται» η Αμερικανική πλευρά για μια παλινδρόμηση στις θέσεις Νούλαντ, αν έφυγαν ποτέ από το τραπέζι, από δηλώσεις όπως αυτές της Ντόρας Μπακογιάννη, οι οποίες στέλνουν μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν έχει ως «ταμπού» το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, αλλά ότι είναι έτοιμη να κάνει ανοικτό παζάρι με την Άγκυρα σε βάρος της.
Οι φωνές για επάνοδο σε κατευναστικές πολιτικές, με αφορμή τους σεισμούς στην Τουρκία, δεν προέρχονται, δυστυχώς, μόνο από την Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία έχει, λόγω της θέσεώς της, πολύ αυξημένη ευθύνη. Προέρχονται επίσης από γνωστούς καθηγητές Πανεπιστημίων και μέλη του ΕΛΙΑΜΕΠ, που έχουν κάνει επανειλημμένα απαράδεκτες δηλώσεις. Εκπροσωπούν, ευτυχώς, μια μικρή μειοψηφία, που αποτελεί παραφωνία για τη μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.
Ο μονοδιάστατος χαρακτήρας που έχει πάρει η Ελληνική εξωτερική πολιτική, μέσα στο νέο πλαίσιο που έχει δημιουργήσει η σύγκρουση ΝΑΤΟ και Ρωσίας, με αφορμή την Ουκρανία, και η παθητική σύμπλευση της Ευρώπης καθιστά επιτακτική την ανάγκη για την Ελλάδα να ενισχύσει τα ερείσματά της στο Κογκρέσο, ως αντίβαρου σε ανεπιθύμητες πολιτικές της Αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας και συμμάχου σε κρίσιμα θέματα με την Τουρκία.
Προϋπόθεση όμως για μια τέτοια πολιτική είναι μια εθνική στρατηγική που θέτει σαφώς και προασπίζει τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα και δεν προτρέχει σε υποχωρήσεις και απεμπόληση καθοριστικών εθνικών συμφερόντων και δικαιωμάτων.