Οι εκλογές της κωλοτούμπας – Του Ν. Στραβελάκη
–ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν να προχωρήσουν ακόμη και σε προεκλογικές εξαγγελίες για την ακρίβεια και τους πλειστηριασμούς
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Κάποτε λέγαμε ότι οι κυβερνήσεις τάζουν προεκλογικά και ανατρέπουν τις εξαγγελίες τους μετεκλογικά. Οι εκλογές του 2023, με την απροσδιόριστη ημερομηνία και την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, έχουν καταργήσει και αυτόν ακόμη τον κανόνα. Είναι οι εκλογές όπου τα πολιτικά κόμματα, και ιδιαίτερα τα λεγόμενα «μεγάλα», έχουν επιδοθεί σε έναν ορυμαγδό προεκλογικής κωλοτούμπας.
Το πρώτο και βασικό στοιχείο συνεχών κυβιστήσεων της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ίδια η πολιτική τους φυσιογνωμία. Η Νέα Δημοκρατία διολισθαίνει συνεχώς ανάμεσα στη σύγχρονη φιλελεύθερη παράταξη που θέλει να εκσυγχρονίσει τον τόπο και στο ακροδεξιό μόρφωμα που επιδιώκει να πάρει ρεβάνς από την ελληνική κοινωνία. Πριν από μία – δύο εβδομάδες ο κ. Μητσοτάκης δυσανασχετούσε δημοσίως ακόμα και για το άκουσμα του ύμνου του ΕΛΑΣ στις ομιλίες του κ. Τσίπρα, ενώ σήμερα προσπαθεί να πάρει εύσημα μετριοπάθειας από το υποτιθέμενο κεντρώο ακροατήριό του. Όλα αυτά, δε, λίγες ώρες μετά τη δήλωση του κ. Κώστα Καραμανλή ότι θα απέχει από τα εκλογικά ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας, σε συνέχεια δημόσιων διαφοροποιήσεών του στο ζήτημα των υποκλοπών αλλά και σε άλλα θέματα του δημόσιου βίου.
Αλλά και ο κ. Τσίπρας δεν πάει πίσω. Ενώ πριν από λίγο καιρό είχε δηλώσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα απέχει από τη Βουλή, σε ένα είδος ανένδοτου αγώνα για την κατοχύρωση της δημοκρατίας με την απομάκρυνση από την εξουσία του κ. Μητσοτάκη, λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε στο γραφείο του κ. Στουρνάρα για να συζητήσει μαζί του το ζήτημα των πλειστηριασμών και των τραπεζικών κερδών. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να προσφέρει στον κ. Τσίπρα ο πάλαι ποτέ υπ’ αριθμόν 1 εχθρός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, διοικητής της κεντρικής τράπεζας, για το θέμα της υψηλής αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Προφανώς τίποτα πέρα από την ενίσχυση της φυσιογνωμίας της θεσμικής δύναμης για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Είμαι σίγουρος ότι θα ακολουθήσουν και άλλες παλινωδίες τόσο από τη Νέα Δημοκρατία όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Άλλοτε θα προσπαθούν να πείσουν το δεξιό και αντίστοιχα αριστερό τους ακροατήριο να τους ψηφίσει ως γνήσιους δεξιούς και αντίστοιχα αριστερούς και άλλοτε θα παριστάνουν τους εγγυητές της σταθερότητας και της ομαλότητας.
Όμως φαίνεται ότι η ρητορική των δύο αυτών κομμάτων έχει περιορισμένη απήχηση στο εκλογικό σώμα. Ο λόγος είναι ότι έχει περιορισμένα περιθώρια να μετασχηματισθεί σε μέτρα πολιτικής. Συγκεκριμένα, η Νέα Δημοκρατία είναι συνεχώς αντιμέτωπη με το φάσμα της ακρίβειας, των πλειστηριασμών και της εντεινόμενης εισοδηματικής ανισότητας. Την ώρα που ο κ. Μητσοτάκης καλλιεργεί ελπίδες ότι έχει έρθει η ώρα να απολαύσουμε (μετά τις εκλογές φυσικά) τους καρπούς της πολιτικής του, την ίδια ώρα δηλώνει ότι οι αιτήσεις για την πλατφόρμα του «Market Pass» έχουν φτάσει τις 700.000 σε λίγες ώρες. Με άλλα λόγια, οι ευημερούντες, υποτίθεται, κάτοικοι αυτής της χώρας αδυνατούν να αντιμετωπίσουν ακόμη και τον λογαριασμό του super market μετά τις τεράστιες ανατιμήσεις στα τρόφιμα.
Από την άλλη, ο κ. Τσίπρας, παρά την επίσκεψη στον κ. Στουρνάρα αλλά και την αποδεδειγμένη αδυναμία της κυβέρνησης να προστατέψει την πρώτη κατοικία, αδυνατεί να εκπονήσει κάποιο σχέδιο προστασίας των δανειοληπτών.
Είναι προφανές ότι τα πράγματα έχουν στενέψει και για τους δύο από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και όσον αφορά τις πολιτικές των επιδομάτων. Αυτό φάνηκε με τραγικό τρόπο την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, στη συζήτηση του νόμου για τα ανταλλάξιμα. Δηλαδή, για τα κτήματα και τις κατοικίες που χρησιμοποιούν οι πρόσφυγες που έχουν δημιουργήσει οι κατά καιρούς πόλεμοι του ελληνικού κράτους. Τα κτήματα αυτά δεν δόθηκαν ποτέ με τίτλους ιδιοκτησίας στους πρόσφυγες και, σαν να μην έφτανε αυτό, στην πρεμούρα τους να στηρίξουν τα μνημονιακά δάνεια, οι κατά καιρούς κυβερνώντες έβαλαν αυτά τα ακίνητα ενέχυρο στο Υπερταμείο. Έτσι, τώρα ο κ. Μητσοτάκης περνάει νόμο ώστε οι οικογένειες αυτές να ξαναγοράσουν ακίνητα και τα κτήματα που χρησιμοποιούν για πάνω από 30 χρόνια. Είναι επιτομή της αναξιοπιστίας μιας αστικής τάξης και ενός πολιτικού συστήματος που έβαλε τη χώρα και την κοινωνία ενέχυρο για τη δική του επιβίωση.