Η τέχνη του εφικτού – Του Π. Αδαμίδη
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Δεν είναι λίγες οι φορές που στον δημόσιο διάλογο και στην ανάπτυξη της όποιας επιχειρηματολογίας γίνεται επίκληση εννοιών, δίκην αξιωμάτων. Ή, αντίστοιχα, επιχειρείται ανάλυση και επεξήγησή τους με όρους ταυτολογίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναφορά στην πολιτική ως τέχνη του εφικτού. Η παραδοχή εμπεριέχει δύο θεμελιώδεις διαπιστώσεις. Κατά πρώτον, ότι για να γίνει λόγος για τέχνη και συνειρμικά για επιτυχία θα πρέπει να υπάρξει παραγωγή πολιτικής. Τα αποτελέσματά της είναι σε κάθε περίπτωση δεκτικά κριτικής και αποτίμησης. Αλλά πολιτική χωρίς παραγωγή έργου δεν μπορεί να νοηθεί. Κατά δεύτερον, η επίτευξη του όποιου αποτελέσματος συνιστά μια πραγματικότητα. Που εξ ορισμού δίνει και το μέτρο του εφικτού. Και αντικατοπτρίζει τις ικανότητες και την απόδοση των υπεύθυνων πολιτικών.
Στην ιστορική μας διαδρομή, σημαντικές αποφάσεις λοιδορήθηκαν ή και εγκαταλείφθηκαν από τον φόβο του λεγόμενου πολιτικού κόστους. Η σχετική κριτική συνιστούσε σε πλείστες όσες περιπτώσεις τον πλήρη αρνητισμό και ισοδυναμούσε με την πολιτική της αδράνειας και της ακινησίας. Στο σημείο αυτό κρίνονταν και η αποφασιστικότητα και η αυτοπεποίθηση του ηγέτη. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Βενιζέλος διείδε την ευκαιρία για εντολή ελέγχου της περιοχής της Σμύρνης χωρίς να αποκτά και την άμεση κυριαρχία της. Δεν δίστασε, όμως, να ανταποκριθεί, έχοντας εδραία την πεποίθηση ότι οι εξελίξεις διαμορφώνονται επί του πεδίου και με την αρχή ότι είναι «μακάριοι οι κατέχοντες». Αντίθετα, οι πολιτικοί του αντίπαλοι αποκήρυσσαν κάθε εναλλακτική που θα διασφάλιζε έγκαιρα την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία, ειδικά μετά τη μη επίτευξη του αντικειμενικού στόχου με την εκστρατεία στην Άγκυρα. Ομοίως, το Κυπριακό είναι μια πολιτική χαμένων ευκαιριών. Που εν πολλοίς ήταν το αποτέλεσμα του φόβου για τις όποιες πολιτικές συνέπειες. Χωρίς την ίδια στιγμή να αποτιμώνται τα θετικά πολιτικά αποτελέσματα σε μέσο χρόνο.
Το τελευταίο διάστημα γίνεται κουβέντα για θρυλούμενες διαπραγματεύσεις περί της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, που ο Έλγιν τα άρπαξε επί Τουρκοκρατίας. Καταπώς λέγεται, το σκεπτικό της φερόμενης λύσης συμπυκνούται στο ότι τα Γλυπτά θα επαναπατριστούν και θα εκτίθενται πλέον στο Μουσείο της Ακρόπολης με τη μορφή δανείου από το Βρετανικό Μουσείο. Την ίδια στιγμή λέγεται ότι, σε αναπλήρωση των εκθεμάτων που δεν θα έχει πλέον το Βρετανικό Μουσείο, θα στέλνονται περιοδικά αρχαιότητες από τη χώρα μας, με όλες τις εγγυήσεις ασφαλούς μεταφοράς και επιστροφής τους.
Το φερόμενο πλαίσιο συμφωνίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Μέχρι που ακούστηκαν οι οιμωγές περί δήθεν απεμπόλησης των ιστορικών μας δικαιωμάτων και νομιμοποίησης μιας κλοπής που συντελέστηκε αιώνες πριν. Ως αποτέλεσμα, κάθε σχετική συζήτηση φάνηκε να «παγώνει». Ενδεικτικό της ατολμίας και της έλλειψης αυτοπεποίθησης των υπευθύνων. Ωσάν να μην είναι παγκοίνως γνωστό ότι ο Παρθενώνας και τα τεχνουργήματά του είναι μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας. Που έχουμε την ευλογία να θεωρούμαστε συνεχιστές των δημιουργών της και πρώτοι εμείς θα πρέπει να είμαστε υπέρμαχοι του οικουμενισμού της. Το «ευφυολόγημα» περί δήθεν νομιμοποίησης της αρπαγής είναι αντίδραση αρνητισμού και ρηχής σοφιστείας.
Η φόρμουλα μιας πανηγυρικής διακήρυξης ότι τα Γλυπτά ανήκουν στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά του Ελληνισμού, με φορέα διαχείρισης το Βρετανικό Μουσείο και εσαεί έκθεσή τους στο φυσικό τους περιβάλλον, δικαιώνει την εθνική μας παρακαταθήκη και το αίτημα επαναπατρισμού τους. Τα έσοδα από την περιοδική έκθεση άλλων αρχαιοτήτων μας στο Βρετανικό Μουσείο θα μπορούν να διατεθούν για τη δημιουργία υποδομών ασφαλούς έκθεσής τους στη χώρα μας, όπως και στην έγκριση σχετικών προγραμμάτων με κοινοτική και διεθνή χρηματοδότηση. Λύσεις με πραγματισμό και απτά αποτελέσματα. Που δίνουν περιεχόμενο στην πολιτική ως τέχνη του εφικτού και του πραγματοποιήσιμου. Όπως πρέπει να είναι και το ενδιαφέρον για την Πατρίδα.