Οι καταστροφές από τον σεισμό στην Τουρκία και στη Συρία

Οι καταστροφές από τον σεισμό στην Τουρκία και στη Συρία

–Με καθυστέρηση η διεθνής συνδρομή στον Άσαντ


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Άμεσες ήταν οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας στις εκκλήσεις για συμπαράσταση και παροχή βοήθειας προς την Τουρκία για την αντιμετώπιση των συνεπειών του φονικού σεισμού, που έπληξε προ δεκαημέρου τις ανατολικές περιοχές της γειτονικής μας χώρας.

Η Ελλάδα έσπευσε, και μάλιστα σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, να εκφράσει τη συμπαράστασή της, ενώ συγχρόνως στις πληγείσες περιοχές απεστάλη εξειδικευμένο προσωπικό των δυνάμεων της ΕΜΑΚ, οι άνδρες της οποίας συνέβαλαν αποφασιστικά στη διάσωση ατόμων που είχαν βρεθεί κάτω από τα συντρίμμια οικιών και πολυκατοικιών, που κατέρρευσαν ως χάρτινοι πύργοι.

Η ελληνική συμπαράσταση εκφράσθηκε περαιτέρω με την επίσκεψη που πραγματοποίησε στις πληγείσες περιοχές ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας, ο οποίος μετέβη μαζί με τον τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην πόλη της Αντιόχειας (Αντάκια στα τουρκικά), η οποία φέρει την ονομασία της από τον πατέρα του ιδρυτή της Σελεύκου Α’ Νικάτορος, στρατηγού του Μεγάλου Αλέξανδρου, και επί σειρά αιώνων υπήρξε λαμπρό ελληνιστικό κέντρο, αλλά –μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού– και έδρα του Πατριαρχείου Αντιοχείας, το οποίο από 100ετίας έχει μεταφερθεί στην πρωτεύουσα της Συρίας, τη Δαμασκό, αλλά εξακολουθεί να φέρει την αρχική ονομασία «Πατριαρχείο Αντιοχείας». Οι ευχαριστίες που εκφράστηκαν από τις Τουρκικές Αρχές και οι εναγκαλισμοί μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών δημιούργησαν μια φιλική ατμόσφαιρα, όπως αρμόζει, άλλωστε, σε όμορες χώρες και στους λαούς τους.



Ο χρόνος θα δείξει αν η «διπλωματία των σεισμών» –όρος που είχε χρησιμοποιηθεί ήδη από το 1999, όταν είχαν σημειωθεί σεισμοί υψηλής έντασης και στις δύο χώρες και είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους μια ατμόσφαιρα φιλίας και συνεργασίας– αυτήν τη φορά δεν θα είναι βραχείας διάρκειας, αλλά θα καταγραφεί ως απαρχή μίας νέας περιόδου στις διμερείς σχέσεις, με μακροχρόνια και μόνιμα αποτελέσματα. Στο μεταξύ –και με τις δέουσες επιφυλάξεις– δεν είναι ανάγκη ούτε να ενθουσιαζόμαστε ούτε όμως και να γκρινιάζουμε. Απλώς να αισιοδοξούμε, αναμένο­ντας και συγχρόνως παρατηρώντας και αναλύοντας πώς θα εξελιχθεί εφεξής η συμπεριφορά της Άγκυρας.

Σε αντίθεση με την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση που η διεθνής κοινωνία εξέφρασε και εμπράκτως επέδειξε προς την Τουρκία, δεν συνέβη το ίδιο και έναντι της Συρίας, οι βόρειες περιοχές της οποίας επλήγησαν και βίωσαν ίδιες καταστάσεις με τις περιοχές της Ανατολικής Τουρκίας. Η βραδεία και περιορισμένης έκτασης βοήθεια και συμπαράσταση της διεθνούς κοινωνίας, και ιδιαίτερα της ΕΕ και των χωρών-μελών της, οφείλεται βασικά σε δύο λόγους.

α) Στα κυρωτικά ή περιοριστικά μέτρα που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει επιβάλει στη Συρία από το 2013.

β) Στη δύσκολη πρόσβαση προς τις πληγείσες περιοχές από τα τουρκικά σύνορα, εξαιτίας της κατάστασης που επικρατεί, με τον έλεγχο να ασκείται εν μέρει από τουρκική πολιτοφυλακή, εθνοτικές κουρδικές δυνάμεις, καθώς και δυνάμεις που εναντιώνονται στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ, που είναι ο αναγνωρισμένος ηγέτης της Συρίας.

Ένας τρίτος λόγος είναι τα μηνύματα της Δαμασκού ότι οποιαδήποτε βοήθεια θα πρέπει να ελέγχεται και να παρέχεται μέσω των κρατικών υπηρεσιών της.

Η δυσκολία ή και αδυναμία πρόσβασης από τα τουρκικά σύνορα οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι διαβάσεις έχουν αδρανοποιηθεί από την εποχή που η Τουρκία, με τη συγκατάθεση των ΗΠΑ, επί Προεδρίας Τραμπ, και της Ρωσίας του Πούτιν, εισέβαλε στη Συρία και έκτοτε οι στρατιωτικές της δυνάμεις παραμένουν εκεί με επιχείρημα τον έλεγχο των κουρδικών δυνάμεων, προσκείμενων και συνεργαζόμενων –κατά τον ισχυρισμό της Άγκυρας– με το ΡΚΚ.

Οι παραπάνω λόγοι, ή ο καθένας χωριστά, συνέβαλαν στην καθυστέρηση παροχής ανθρωπιστικής και τεχνικής βοήθειας προς τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό της πληγείσας περιοχής, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των θυμάτων και οι επιζώντες να βιώνουν απερίγραπτες καταστάσεις. Ήδη στην ΕΕ τέθηκε από ορισμένες χώρες-μέλη θέμα άρσης ή αναστολής της ισχύος των κυρωτικών μέτρων που έχουν επιβληθεί στη Συρία, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, από το 2013, λόγω των διώξεων του καθεστώτος Άσαντ εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του, κυρίως δε για τη χρήση χημικών όπλων.

Ένα ερώτημα προς τους αξιωματούχους της ΕΕ, που σίγουρα θα έμενε αναπάντητο, είναι αν η Τουρκία θα ετύγχανε ανάλογης με τη Συρία μεταχείρισης για τη στάση που τηρεί ο Ερντογάν έναντι των εσωτερικών αντιπάλων του και ιδιαίτερα έναντι της Ελλάδος… Η επικρατούσα κατάσταση στις σεισμόπληκτες περιοχές της Συρίας επιβάλλει και επιτάσσει την άμεση άρση ή αναστολή εφαρμογής των κυρωτικών μέτρων, βάσει και της αρχής που ισχύει για την πολιτιστική και πνευματική παράδοση της Δύσης, σύμφωνα με την οποία ο ανθρωπισμός πρέπει να υπερισχύει των πολιτικών μέτρων και σκοπιμοτήτων. Ήδη, όπως μεταδίδεται από τις Βρυξέλλες, ειδική ομάδα επεξεργάζεται κείμενο που θα επιτρέψει την παροχή βοήθειας προς τις πληγείσες από τον Ε­γκέλαδο συριακές περιοχές, με αναστολή εφαρμογής της σχετικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η Συρία είναι μια ιστορική και σημα­ντική χώρα της Μέσης Ανατολής και κατέχει γεωπολιτική θέση ιδιαίτερης σημασίας. Θεωρείται –μαζί με την Αίγυπτο, με την οποία είχαν συστήσει μια βραχύβια ένωση– από τις ηγέτιδες χώρες του Αραβικού Κόσμου και προστάτις των Παλαιστινίων, γεγονός που στοίχισε, μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967, την απώλεια των υψωμάτων του Γκολάν, τα οποία το Ισραήλ κατέλαβε και έκτοτε κατέχει.

Ήδη από το 1936 είχε απολέσει και τη μεγάλης στρατηγικής σημασίας παραλιακή πόλη και περιοχή της Αλεξανδρέττας, που δόθηκε με ειδική εντολή στην Τουρκία, η οποία την προσάρτησε οριστικά το 1939. Ο σεισμός που έπληξε εσχάτως τις βόρειες περιοχές της προσέθεσε αρνητικά βιώματα στον πολύπαθο συριακό λαό. Η διεθνής κοινωνία και ιδιαίτερα η ΕΕ οφείλουν να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους, καθώς η αλληλεγγύη και ο ανθρωπισμός πρέπει να υπερισχύουν των πολιτικών σκοπιμοτήτων και αποφάσεων.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: @AP Photo/Khalil Hamra


Σχολιάστε εδώ